Το αυτομαστίγωμα στις «τάξεις» του Soundcheck συνεχίζεται και το θέμα με το οποίο αποφάσισε η συντακτική ομάδα να γίνει αυτό, ετούτη την εβδομάδα, είναι μία ακόμα πεντάδα, που έχει το δικό της τεράστιο μερίδιο στις μουσικές μας μνήμες. Μία τέτοια απαρτισμένη από albums, όχι απαραίτητα τα καλύτερά μας, που κέρδισαν τον (περισσότερο) χρόνο σε….εξαγωγή τους από τις δισκοθήκες και ακροάσεις, αλλά και συνέβαλαν δραστικότατα στη συντροφιά δύσκολων αλλά και….ατελείωτων στιγμών. Andiamo noi amici!!
Πελοπίδας Χελάς
Τέτοια διλήμματα είναι «μαχαίρι στην καρδιά». Ποιο δίσκο να βάλεις μέσα στη λίστα και ποιον να αφήσεις; Σαν τελικό boss στο “Elden Ring”, ένα πράγμα. Τέλος πάντων, οι 5 δίσκοι που έχω ακούσει περισσότερο είναι:
Iron Maiden – “Seventh Son of a Seventh Son”
O δίσκος που κλείνει την «χρυσή εποχή» των Iron Maiden και ένα από τα καλύτερα concept όλων των εποχών.
Helloween – “Keeper of the Seven Keys-Part 2”
Το καλύτερο sequel, που ακολούθησε έναν απίστευτο δίσκο και ευαγγέλιο του power metal.
Queensrÿche – “Operation Mindcrime”
To κορυφαίο concept album, τελεία και παύλα!
Blind Guardian – “Imaginations from the Other Side”
H απόλυτη μαγεία!
Gamma Ray – “Land of the Free”
Δίσκος σταθμός και η καλύτερη εισαγωγή στο power metal.
Βαγγέλης Νασόπουλος
Led Zeppelin – “Led Zeppelin II”
Βαρύς, σκληρός, βάναυσος και άμεσος. Aυτοί είναι οι χαρακτηρισμοί για τον ήχο του δεύτερου album των Zeppelin. Το πρώτο album βινυλίου που αγόρασα, το πιο ακουσμένο, ταλαιπωρημένο, με σχεδόν διαλυμένο εξώφυλλο από την χρήση. Από τα εφηβικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, όσες φορές και αν «μπει» στο πλατό του πικ απ, με εντυπωσιάζει η καταπληκτική μίξη-παραγωγή του Jimmy Page, με τα “overdubs” στην κιθάρα. Επιπλέον επίτευγμα αυτής της κυκλοφορίας είναι η επιρροή που άσκησε αργότερα στους μουσικούς, παρότι τα περισσότερα τραγούδια είναι «ξαναδουλεμένα» blues και rock & roll “standards”.
Metallica – “Metallica”
Μετά από γερές δόσεις thrash metal, οι Metallica σάρωσαν τα πάντα με αυτήν την κυκλοφορία και έγιναν το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο. Ο σκοτεινός ήχος του “Black Album”, παρά τις αρχικά αρνητικές αντιδράσεις των οπαδών του συγκροτήματος, θα άλλαζε μια για πάντα την πορεία του heavy metal. Τα χρήματα για να αγοράσω το διπλό βινύλιο μαζεύτηκαν με πολύ κόπο. Παραμένει μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια ένα από τα πιο σημαντικά και πολυπαιγμένα αποκτήματα της συλλογής μου.
AC/DC – “Powerage”
Το κληρονόμησα από τα αδέρφια μου. Αν αυτό δεν είχε συμβεί, ίσως να μην έδινα την σημασία που έπρεπε. Δεν μπήκε στα charts και δεν έχει κανένα επιτυχημένο single, όπως είχαν album σαν το “Let There Be Rock” και “Highway To Hell”. Με τα χρόνια αναγνωρίστηκε περισσότερο, κερδίζοντας τα θετικά σχόλια και την αγάπη «αστέρων», όπως οι Keith Richards και Slash. Για μένα το “Powerage” έχει φτάσει πολύ ψηλά, σε ανάστημα και σημασία, σε βαθμό που θα το τοποθετούσα μέσα στα καλύτερα hard rock άλμπουμ της Δεκαετίας του ’70.
James Gang- “Bang”
Δεν είναι ο δίσκος που αντιπροσωπεύει τους James Gang, ήταν όμως ο πρώτος που άκουσα και αρκετός για να γίνω φανατικός οπαδός τους. Ξέρω θα μου πείτε ότι δεν υπήρχε στο συγκρότημα ο Joe Walsh, υπήρχε όμως ο βιρτουόζος Tommy Bolin, λίγο πριν πάει στους τεράστιους Deep Purple. Κομμάτια όπως το “Mystery” έχουν όλα τα «προσόντα» για να κερδίσουν μια θέση στις λίστες με τις καλύτερες rock μπαλάντες όλων των εποχών.
Eloy – “Power and the Passion”
Την πρώτη επαφή με αυτό το progressive rock αριστούργημα, θα την παρομοίαζα με αυτό που βιώνει η ηρωίδα που αντικρίζει την χώρα των θαυμάτων, του γνωστού παραμυθιού. Τραγούδια όπως το “Love Over Six Centuries”, αποτελούν μια υπέροχη μουσική εμπειρία που είναι άψογη, επική. Παρά την μεγάλη διάρκεια των κομματιών, όλα κυλάνε τόσο όμορφα στην ακρόαση του δίσκου, που δεν βαριέσαι στιγμή. Οι δεκάδες ακροάσεις, αρχικά από cd και αργότερα από μεταχειρισμένο βινύλιο, μου δίνουν το δικαίωμα να πιστεύω ότι πρόκειται για ένα αριστοτεχνικό έργο που συνεχίζει να μαγεύει με τη διαχρονική του γοητεία. Παραμένει κλασικό στο είδους του και αποτελεί απόδειξη της διαρκούς δημιουργικότητας, καινοτομίας του Frank Bornemann και της παρέας του.
Απόστολος Κουφοδήμος
Ozzy Osbourne – “Ultimate Sin” (1986)
Δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ του Ozzy, αλλά ήταν το πρώτο lp που αγόρασα, όταν «εγκατέλειψα» την ελληνική μουσική, ξεκινώντας την εδώ και τέσσερις δεκαετίες, σχέση μου με τη ροκ, υπό την ευρεία έννοια του όρου. Λόγω του γεγονότος αυτού, η εν λόγω κυκλοφορία με έχει σημαδέψει ανεξίτηλα. Εννοείται πως είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, κλασσικό του είδους, δηλαδή της hard rock/heavy metal των eighties.
Bruce Springsteen – “Born to Run” (1975)
Ο δίσκος που καθιέρωσε «το Αφεντικό», και ο δίσκος που με μύησε προσωπικά στη μουσική του. Μεγαλειώδες συναισθηματικά, μουσικά και λυρικά. Και αυτό το εξώφυλλο….Περιέχει τα δύο καλύτερα τραγούδια του Bruce. “Thunder Road” και “Jungleland”.
Pink Floyd – “The Dark Side of the Moon” (1973)
Ο ορισμός της αρτιότητας. Όλα είναι απολύτως υπέροχα, και ουδέποτε η ροκ μουσική, κατάφερε να παρουσιάσει κάτι παρόμοιο ή παραπλήσιο. Οι επόμενες κυκλοφορίες της μεγαλύτερης μπάντας στην ιστορία της ροκ, ήταν εξαιρετικές, αλλά το “Dark Side of the Moon”, είναι αυτό που θα ακούγεται εις τους αιώνες των αιώνων, συμπυκνώνοντας τη φιλοσοφία της μουσικής που αγαπάμε.
Led Zeppelin – “IV” (1971)
Ό,τι ισχύει για το “Dark Side of the Moon”, ισχύει και για το τέταρτο άλμπουμ των θρύλων. Η επιτομή του classic rock των seventies, του heavy rock ‘n’ roll, και όχι τόσο του blues rock. (κάτι που συνέβαινε στις προηγούμενες κυκλοφορίες τους). Το άλμπουμ που με μύησε, κατά πολύ μεγάλο ποσοστό, στη μουσική μαγεία της δεκαετίας του ’70.
Queensrÿche – “Empire” (1990)
Λατρεύω όλα τους τα άλμπουμ έως και το “Promised Land”, όμως το “Empire” θα το αγαπώ λίγο περισσότερο για πάντα. Το είχα αγοράσει όταν πρωτοβγήκε σε βινύλιο. Ό,τι πιο μεστό και ώριμο κυκλοφόρησε η μπάντα από το Σιάτλ. Και μην ξεχνάμε ότι διαδέχθηκε το “Operation Mindcrime”. Η τελειότητα αντικαταστάθηκε από την απόλυτη τελειότητα.
Νίκος Κορέτσης
Στην προηγούμενη απόπειρα των συντακτών του Soundcheck για την αποτύπωση μιας αγαπημένης 5άδας τραγουδιών (διαβάστε το άρθρο εδώ) δυστυχώς δεν μπόρεσα να συμμετάσχω. Αυτήν τη φορά, με άνεση και περίσσεια χαρά, αλλά με την ίδια φαντάζομαι δυσκολία, θα προσπαθήσω να περιοριστώ στα 5 albums που έχουν «παρελάσει» τις περισσότερες φορές από τους ακουστικούς μου νευρώνες.
Έχοντας «βουτήξει» στα άδυτα της μουσικής μας με τους Metallica και το ομώνυμο album, δε θα μπορούσε μία εκ των κυκλοφοριών τους να απέχει από την “all star” 5άδα μου. Η θέση δικαιωματικά ανήκει στο υπέρ-έπος “Master of Puppets”. Ένας δίσκος – δήλωση για το συγκρότημα, ο οποίος το ξεχώρισε από τα υπόλοιπα γκρουπ της γενιάς τους. Για τον έφηβο τότε εαυτό μου το album ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή «επανάσταση». Όταν στην 3η Λυκείου μας ζητήθηκε (προαιρετικά) από τον καθηγητή του μαθήματος της «Φιλοσοφίας» να αναλύσουμε τους στίχους από ένα τραγούδι της αρεσκείας μας, το “Disposable Heroes” αποδείχθηκε η ιδανικότερη επιλογή και άνοιξε το δρόμο για τις εκατοντάδες ακροάσεις που θα ακολουθούσαν στα επόμενα χρόνια.
Αποτελεί αξίωμα πως τα 6 πρώτα albums των Black Sabbath είναι τα θεμέλια για οτιδήποτε κυκλοφόρησε μετέπειτα στον ευρύτερο χώρο του «σκληρού» ήχου. Όταν όμως ο μικροσκοπικός «μάγος» με την τεράστια φωνή ανέλαβε τη θέση του πίσω από το μικρόφωνο της μπάντας, ήταν σα να παρέσυρε μαζί του και όλους τους υπόλοιπους (μάγος δεν είπαμε;). Το CD του “Heaven and Hell”, αν δεν ήταν φτιαγμένο από ανθεκτικό υλικό, τώρα μάλλον θα είχε το πάχος τσιγαρόχαρτου. Ας ρίξω μια ακόμη ματιά στη δισκοθήκη μου για καλό και για κακό.
Πέφτοντας πλέον όλο και βαθύτερα στην τρύπα του «λαγού», συναντώ στη διαδρομή το θεόρατο, καλλιτεχνικό πνεύμα των Nevermore του Warrel Dane. Σε μια δισκογραφία που κινείται στη «στρατόσφαιρα», το πολιτικό «μανιφέστο» του “Politics of Ecstasy” τάραξε το μυαλό του ανυποψίαστου τότε εαυτού μου. Είναι όμως αυτή η σκοτεινή τελειότητα αλλά και η απεγνωσμένη «κραυγή» του “Dreaming Neon Black” που αποτελεί ακόμη και σήμερα το «καταφύγιο» στο οποίο επιστρέφω τις περισσότερες φορές.
Κι αφού μπορώ να ονοματίσω τους «ήρωες» των εφηβικών μου χρόνων, το ειδικό «βάρος» των Paradise Lost των mid ’90s καθιστά πλέον το “Draconian Times” έναν παντοτινό «σύντροφο». Από τις πρώτες νότες του πιάνου μέχρι το τελευταίο άκουσμα τις κιθάρας, “the feeling can’t avoid you”, όπως πολύ εύστοχα και σπαρακτικά αναφωνεί ο Nick Holmes, κρατώντας με «καρφωμένο» στη θέση μου κάθε φορά που πατάω το “play”. Και είναι πολλές αυτές οι αναθεματισμένες.
Από τη «μπαρουτοκαπνισμένη» 5άδα δε θα μπορούσε να λείπει η μπάντα που ο κύριος λόγος δημιουργίας της ήταν η εκδίκηση. Οι Megadeth προσπαθούσαν πολύ όλη τη δεκαετία των ’80s να ξεπεράσουν τους Metallica, μάταια όμως. Όταν όμως ο Mustaine νίκησε τους «δαίμονές» του, το 1990, δημιούργησε το «τέρας» με τίτλο “Rust In Peace”, «τρομοκρατώντας» το σύμπαν. Αγαπώ πραγματικά το album της πρώτης παραγράφου, όμως με αυτόν το δίσκο ο Dave κοίταξε αφ’ υψηλού, ίσως για πρώτη φορά, τους πρώην συνοδοιπόρους του με εκείνο το χαρακτηριστικό, ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του, γνωρίζοντας πως τα είχε καταφέρει. Thrash metal ενός ανώτερου «γκεστάλτ» με χιλιοπαιγμένο κάθε του δευτερόλεπτο.
Γιώργος Καπετανόπουλος
To “Savage Amusement” των Scorpions στα πρώιμα χρόνια της εφηβείας, γιατί αποκάλυψε έναν καινούριο, άγνωστο μέχρι τότε κόσμο και άνοιξε τις πόρτες για μια ευρύτερη ενασχόληση με τον σκληρό ήχο. Στο πρώτο άκουσμα η επίδραση ήταν τέτοια που χρειάστηκαν πολλές επαναλήψεις για να συνειδητοποιήσω το γενικότερο περιεχόμενο του δίσκου.
Το “Operation Mindcrime” των Queensrÿche, ίσως το πιο «εύπεπτο» μέχρι τη στιγμή που κυκλοφόρησε άλμπουμ τους, περισσότερο «εύηχο», με χαρακτηριστικές μελωδίες και «κερασάκι στην τούρτα» μια ιστορία απομυθοποίησης του αμερικανικού ονείρου, με συμβολικό χαρακτήρα κι έντονο κοινωνικό προβληματισμό.
Το “Ok Computer” των Radiohead δεν δυσκολεύτηκε να με τυλίξει στο μελαγχολικό του πέπλο και να με απομονώσει σε σκοτεινά περιβάλλοντα θλίψης, με ένα προοδευτικό ροκ, αλλά σε μοντέρνα έκδοση.
Το “Within the Realm of a Dying Sun” των Dead Can Dance φανέρωσε μυστικισμό και σκόρπισε μυστήριο χωρίς να κυριολεκτεί, καταφέρνοντας το οξύμωρο, μέτριες συνθέσεις να αποκτούν επιβλητικό χαρακτήρα, με «εργαλείο» τη δημιουργία της ιδανικής ατμόσφαιρας.
Το “Into Glory Ride” των Manowar στην κορυφαία συνθετικά δημιουργία τους χωρίς αδύναμες στιγμές, καυτό ατσάλι και αργόσυρτα βαρύγδουπα «χτυπήματα» να σε σέρνουν βασανιστικά και φόντο μια μυθοπλασία ηρωικής φαντασίας, με αναγωγές στην επώδυνη πραγματικότητα.
Γιώργος Γεωργίου
Queensrÿche: “Rage for Order”
Θα αφήσω στην άκρη το γεγονός πως αποτελεί χωρίς υποψία υπερβολής το soundtrack της ζωής μου, καρφώνοντας τους ήχους του σε εσωτερικές μάχες για πολλά χρόνια. Είναι με βεβαιότητα το έργο που με προκάλεσε μουσικά περισσότερο από το καθένα να υπερβώ δεδομένα και φραγμούς, να μάθω να εξελίσσομαι, να επιδιώκω την πρόκληση. Είναι επίσης ακόμα επίκαιρο, άφθαρτο, ένα παράθυρο σε ένα μέλλον που εξακολουθεί να αποδίδει την ευθύνη που μας αναλογεί. Καινοτομίες σαν το “Neue Regel” ή το “Screaming in Digital”, πιθανά να τρόμαξαν ετεροχρονισμένα ακόμα και τους ίδιους.
Rainbow: “Rising”
Ένα σύμπαν μαγικών συμβολισμών και γοητευτικών ιστοριών, οπλισμένο με τα πολυτιμότερα εφόδια μιας εποχής που δυστυχώς περιορίστηκε γρήγορα από τον ίδιο τον εμπνευστή της, τον «άνθρωπο με τα μαύρα». Η αφετηρία ιδιωμάτων του metal βρίσκεται στις στροφές του, η καταλυτική σπρωξιά του ευρύτερου, rock ήχου σε έναν μεγαλειώδη κλασικισμό, και το τραγούδι που δεν τελειώνει ποτέ από την αιώνια φωνή.
Black Sabbath: “Sabbath Bloody Sabbath”
Από τον εφιάλτη του “writer’s block” στο πιο πολυσχιδές και προοδευτικό άλμπουμ της αυθεντικής σύνθεσης. Κάθε τραγούδι μια ξεχωριστή δημιουργική περιπέτεια, ένα συνθετικό κατόρθωμα, μια ασπίδα που κράτησε το σχήμα στη ζωή σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία, και μια αδιάψευστη απόδειξη της οικουμενικής υπόστασης των πατέρων από το Birmingham.
Uriah Heep: “The Magician’s Birthday”
Είμαι από τους αιρετικούς που το προτιμούν για έναν κόκκο έμπνευσης παραπάνω, συγκριτικά με το μυθικό “Demons and Wizards”. Ίσως έχει να κάνει με τα υπαρξιακά αφηγήματα του Hensley, που έστω και πιο γήινα θεματικά, αποπνέουν μιας σπάνιας ομορφιάς απομόνωση και μια ειλικρινή εξομολόγηση απόλυτης ταύτισης.
Fates Warning: “Perfect Symmetry”
Σε αυτήν την κορυφή ανομολόγητων σκέψεων και προσωπικών στοιχημάτων, συγκολλήθηκε ουσιαστικά ο δεύτερος και πιο μακροχρόνιος πυρήνας έκφρασης της μπάντας. Μια επείγουσα υπαρξιακή ανάγκη φωτίζει τις σπηλιές δύσκολων μυστικών και μια ομάδα σπάνιων μουσικών τιθασεύει τις αιχμές της τεχνικής με την επιταγή του συναισθήματος. Αναμφισβήτητα, ένα θεόρατο τοτέμ της ευρύτερης προοδευτικής μουσικής.
Σταύρος Βλάχος
Είναι πλέον δεδομένο μέσα μου, χωρίς να χρειάζεται γνώμη «ειδικών», ότι μεταξύ όλων όσων (και είναι πολλά) καθορίζονται κατά την παιδική & εφηβική ηλικία, είναι και τα μουσικά, ανεξίτηλα «σημάδια». Εκεί λοιπόν, μοιραία, δικαιωματικά και αναμφισβήτητα, θα με οδηγήσει και το τρέχον μας «βασανιστικό» ερώτημα. Και ειδικότερα, και κάπως «μεταφυσικά», κάπου εκεί στην «χρυσή τριετία» 1988-1991.
Από τους πρώτους, αδιαμφισβήτητους «κατακτητές» του τότε walkman εκείνου του εφήβου, υπήρξε το “Cause of Death” (1990) των Obituary. Αν και μειοψηφία τέτοια genres στα ακούσματά του, το σοκ υπήρξε ισχυρότατο και….μόνιμο. Το line-up εκπληκτικό, ενώ οι φιγούρες των John Tardy και James Murphy, στις αφίσες της εποχής, αλλά και τα «στοιχειωτικά» φωνητικά του πρώτου, μαζί με μία απόκοσμη ατμόσφαιρα και παραγωγή, κέρδισαν δια παντός τον γράφοντα, για να του τα θυμίσουν έντονα ξανά με το “Dying of Everything”, αρχές του περυσινού έτους. {Πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι κάτι, ας πούμε, παρόμοιο τον κερδίσει ξανά. Haggard, “And Thou Shalt Trust The….Seer” (1997)}
Εδώ, στη δεύτερη επιλογή, δεν έχει πολλά λόγια (αν και ίσως το τολμήσω, κάποια στιγμή), αφού όσα και να χρησιμοποιήσεις, τί να πεις; “Seventh Son of a Seventh Son” (1988) και οι Iron Maiden, «πάνε το παιχνίδι» σε εξωπραγματικά και δυσθεώρητα επίπεδα. Απλά αριστούργημα, μέχρι τελευταίας νότας ή αναπνοής του «Βρασίδα».
Από τις αφελέστερες εκδοχές αντιμετώπισης της μουσικής, για τον υποφαινόμενο, είναι εκείνη η παρόμοια του ποδοσφαιρικού οπαδού. Στάση εδώ λοιπόν και αναφορά του «διαμαντιού» των Megadeth που φέρει τον τίτλο “Rust in Peace” (1990). Εκπληκτικός, καθηλωτικός και προφητικός Dave Mustaine, στην κορωνίδα του παλμαρέ του, φεύγοντας από εκεί που, εκτιμώ, θα ήθελε και άξιζε να είναι. Αν και η μνήμη δεν συνιστά απαραίτητα και αξιόπιστο μετρητή, τούτο εδώ σίγουρα βρίσκεται πολύ υψηλά στην πεντάδα, εκεί που, ενδεχομένως, ίσως και από λάθος «μέτρηση», πρέπει να παραληφθούν «παρόμοια» ακούσματα, όπως το «μαργαριτάρι» των Sepultura, που ακούει στο όνομα “Arise” (1991), το εκπληκτικό “Never, Neverland” (1990) των Annihilator, αλλά και το πολυαγαπημένο και πολυακουσμένο, “The American Way” (1990) των, τραγικά υποτιμημένων, Sacred Reich.
“….And Justice For All” (1988) από τους, προσωπικά, αγαπημένους, ες αεί, Metallica. Ή αλλιώς….«Πώς μπορεί κάτι ατελές, να είναι τόσο υπερβολικά τέλειο;». Αυτό που με μύησε πρώτο στην μεγάλη και παντοτινή αδυναμία προς τη μπάντα και δε με άφησε ποτέ, αποσβολωμένος από την καθηλωτική «δύναμη» των συνθέσεων αλλά και των στίχων, μα και από την μουσική ιδιοφυία, ονόματι James Hetfield, να με κερδίζει μόνος του για πάντα, με την ερμηνεία του και εκείνη την «οργή», «φάρο» και «ατραπό» στην εφηβεία μου. Αδικημένος, μάλλον, της σαδιστικής αυτής διαδικασίας, εκείνος ο «σταθμός» τους, που μάλλον «(απ)ελευθέρωσε» ετούτη την ιδιοφυία, αλλά δεν συγχωρήθηκε ποτέ από «στενόμυαλες» σκέψεις. “The Black Album” (1991).
Και όμως….Υπήρξε μία μοναδική στιγμή, αρκετά χρόνια αργότερα, όπου απαρνήθηκα αυτήν την παντοτινή αγάπη, και εδώ μάλλον βρίσκεται και το cd, που εφθάρη περισσότερο από οποιοδήποτε και ξαναποκτήθηκε κανά δυο φορές έξτρα. “Parallels” (1991) και Fates Warning και μόνο ο μαγικός κόσμος του Jim Matheos, εκπεφρασμένος από την ανυπέρβλητη, λυρική ερμηνευτική ικανότητα της έτερης αδυναμίας, Ray Alder, θα μπορούσαν να το καταφέρουν αυτό, σε επίπεδα και συναισθηματικά βιώματα, δε, που κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει, και μάλλον δεν πρόκειται κιόλας.
Υ.Γ.: Όταν αναλαμβάνεις την επιμέλεια του άρθρου τόσων συντακτών, έχεις και την πολυτέλεια να «κλέψεις» και λίγο (όχι ότι δεν το έχω κάνει ήδη, μνημονεύοντας άλλους τόσους, αγαπημένους μουσικούς «σταθμούς»). Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω, λόγω και του περιθωρίου ανθρώπινου λάθους, το πρόσφατο δημιούργημα του Ray Alder, “II” (2023), που προϊόντος του χρόνου (και αναλογικά ακόμα και τώρα) θα βρεθεί, νομοτελειακά, πολύ ψηλά στη λίστα αυτή (αν δεν έχει βρεθεί ήδη). Αλλά και ένα ακόμα παντοτινό στολίδι της εφηβείας, το “Silk Under The Skin”, «των δικών μας», Raw Silk, που σίγουρα μπορεί να αδικήθηκε από την «σκληρή» επιλογή πέντε μόνο….