
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, το όνομα Alice Cooper ήταν ταυτισμένο με μια μπάντα που συνδύαζε glam αισθητική και garage μελωδίες. Με τον Vincent Furnier ως κεντρική φιγούρα και frontman, οι Alice Cooper Band είχαν ήδη δημιουργήσει μια σειρά από σημαντικά άλμπουμ, όπως το “Love It to Death” και το “Billion Dollar Babies” που καθιέρωσαν την μπάντα ως μια από τις πιο προκλητικές παρουσίες της εποχής.
Όμως, το 1974 «εμφανίστηκε» το αδιέξοδο. Τα μέλη της μπάντας κουράστηκαν από τις περιοδείες, τις διαφωνίες ως προς την καλλιτεχνική κατεύθυνση και την αυξανόμενη ταύτιση του Vincent Furnier με το ψευδώνυμό του. Ο Furnier πήρε την απόφαση να συνεχίσει σόλο, διατηρώντας το όνομα “Alice Cooper” ως καλλιτεχνική περσόνα.
Αυτή η μετάβαση δεν ήταν απλώς μια αλλαγή ονόματος. Ήταν μια πλήρης μεταμόρφωση. Ο Alice Cooper ως solo καλλιτέχνης δεν ήθελε απλώς να φτιάξει έναν ακόμα rock δίσκο – ήθελε να φτιάξει μια θεατρική εμπειρία, ένα μουσικό έργο που να θυμίζει σκοτεινό μιούζικαλ. Έτσι γεννήθηκε το “Welcome to My Nightmare” το πρώτο solo και μοναδικό album στην Atlantic Records.

Ο πολύπειρος παραγωγός Bob Ezrin, που είχε ήδη συνεργαστεί με τον Cooper σε παλαιότερα projects, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη νέα αυτή κατεύθυνση. Μαζί φαντάστηκαν ένα album τρομακτικό, αλλόκοτο, με αφηγηματική συνοχή. Μάλλον ήταν η πρώτη φορά που ένας rock καλλιτέχνης επιχειρούσε κάτι τόσο κινηματογραφικό ένα «concept album» που εξερευνά τα σκοτεινά μονοπάτια του υποσυνείδητου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, του Steven.
Η αλλαγή αυτή ρίσκαρε πολλά. Ο Vincent Furnier ως Alice Cooper άφηνε πίσω του μια επιτυχημένη μπάντα και ξεκινούσε ουσιαστικά από το μηδέν, αλλά με φιλοδοξία και απόλυτο έλεγχο της σκηνικής του ταυτότητας.
Ο δίσκος μας εισάγει στο φανταστικό εφιάλτη ενός αγοριού με το όνομα Steven, το οποίο παγιδεύεται σε έναν κόσμο ανάμεσα στο όνειρο και τον θάνατο, ανάμεσα στο παιδικό παραμύθι και το ψυχικό παραλήρημα.
Η ιδέα του “concept album” δεν ήταν καινούργια. Οι The Who είχαν ήδη παρουσιάσει το “Tommy”, ενώ οι Pink Floyd πειραματιζόντουσαν και στην ενιαία αφήγηση στο “Dark Side of the Moon”. Ωστόσο, ο Cooper πήγε το πράγμα ένα βήμα παραπέρα, κάνοντάς το πιο προσωπικό, πιο σκοτεινό. Εδώ δεν έχουμε απλώς τραγούδια με κοινή θεματολογία – έχουμε χαρακτήρες, ακόμη και σκηνική καθοδήγηση, λες και πρόκειται για παράσταση.

Ο μικρός Steven, χωρίς να το γνωρίζει, μπαίνει σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται: κλόουν που γελούν σατανικά, αράχνες που μιλούν, γλυκιές μπαλάντες που μετατρέπονται σε εφιάλτες. Ο ακροατής ακολουθεί τον Steven μέσα από στάδια αθωότητας, πειρασμών, τρόμου και τελικά υπαρξιακής αμφισβήτησης. Τίποτα δεν δηλώνεται ξεκάθαρα.
Αυτό που κάνει το album τόσο ιδιαίτερο είναι η έντονη θεατρικότητα του. Ο ίδιος ο Alice Cooper είπε κάποτε ότι ήθελε να φτιάξει ένα «rock broadway show» και το “Welcome to My Nightmare” είναι ακριβώς αυτό. Από την «cabaret» αισθητική του “Some Folks” μέχρι τον παρανοϊκό μονόλογο του Vincent Price στο “The Black Widow”, όλα λειτουργούν σαν σκηνές ενός σκοτεινού μιούζικαλ. Ακόμη και τα πιο ήσυχα κομμάτια, όπως το “Only Women Bleed” δρουν ως ανάσες ανάμεσα στον τρόμο.

Το στοιχείο του παιδικού εφιάλτη δεν είναι τυχαίο. Ο Cooper ήθελε να αναδείξει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και τον τρόμο, πώς δηλαδή η αθωότητα μπορεί να μεταμορφωθεί σε φρίκη όταν το μυαλό δεν μπορεί να διακρίνει πια την πραγματικότητα από το όνειρο.
Το “Welcome to My Nightmare” όπως ανέφερα, ηχογραφήθηκε με μια νέα σύνθεση μουσικών, αφού ο Alice Cooper είχε πλέον αποχωρήσει από την αρχική του μπάντα. Για να υλοποιηθεί η θεατρική φύση του album, χρειάζονταν μουσικοί «υψηλού επιπέδου», ικανοί να εναλλάσσονται με άνεση ανάμεσα στο rock, την jazz, στις μπαλάντες και στους cabaret ρυθμούς.
Στη θέση του «αρχιτέκτονα» αυτού του μουσικού εφιάλτη βρισκόταν ο Bob Ezrin, παραγωγός και στενός συνεργάτης του Alice Cooper ήδη από το “Love It to Death” (1971). Ο Ezrin δεν λειτουργούσε απλώς ως παραγωγός ήχου, ήταν σεναριογράφος, σκηνοθέτης και μαέστρος μαζί. Με το «Welcome to My Nightmare», επιχείρησε να συνδυάσει τη rock αισθητική με την κλασική δραματουργία. Οραματίστηκε ένα album, με ορχηστρικές ενορχηστρώσεις, κινηματογραφική ατμόσφαιρα και δραματική ένταση. Για τον σκοπό αυτό, στρατολόγησε μερικούς από τους πιο αξιόλογους μουσικούς της εποχής.
Η βασική μπάντα προερχόταν κυρίως από το τότε συγκρότημα του Lou Reed, με το οποίο ο Ezrin είχε επίσης δουλέψει στο «Berlin» επίσης ως concept δημιουργία. Ανάμεσά τους ο Steve Hunter, ένας εξαιρετικά τεχνικός αλλά και εκφραστικός κιθαρίστας, γνωστός για την εισαγωγή στο “Sweet Jane” των Velvet Underground. Ο Dick Wagner στενός συνεργάτης του Cooper, συνυπογράφει πολλά κομμάτια του δίσκου. Ο Tony Levin (μπάσο), ναι ο ίδιος ο Tony Levin που αργότερα έγινε γνωστός για τη συνεργασία του με τους Peter Gabriel και King Crimson. Ο Aynsley Dunbar drummer με εμπειρία από Zappa, Journey και άλλους, φέρνει επίσης τεχνική αρτιότητα στα κομμάτια. Επιπλέον, το album περιλαμβάνει ορχήστρα και χορωδίες για τις ανάγκες της παράστασης .
Ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία του δίσκου είναι φυσικά η εμφάνιση του Vincent Price στο κομμάτι “The Black Widow”. Ο Price, ήδη θρύλος του κινηματογραφικού τρόμου, απαγγέλλει έναν απόκοσμο μονόλογο με την ανατριχιαστική, «υπνωτιστική» φωνή του. Η συνεργασία αυτή ήταν καθοριστική, δεν επρόκειτο απλώς για «guest εμφάνιση», αλλά για την «ενσωμάτωση» του τρόμου ως στοιχείο της μουσικής. Με αυτή την προσθήκη, ο Cooper βοηθήθηκε στο να καθιερώσει οριστικά την ταυτότητά του ως «shock-rock-horror showman».Με αυτούς τους μουσικούς- ηθοποιούς και υπό την καθοδήγηση του Ezrin, το “Welcome to My Nightmare” δεν είναι απλώς ένας rock δίσκος – είναι ένα ηχητικό έργο τέχνης που κινείται ανάμεσα στο rock, το θέατρο, και το σινεμά. Αξίζει πιστεύω να δούμε πιο αναλυτικά τα κομμάτια:
1. “Welcome to My Nightmare”. Η εισαγωγή στον σκοτεινό κόσμο του Steven. Ο Cooper απευθύνεται κατευθείαν στον ακροατή: «Καλώς ήρθες στον εφιάλτη μου». Δεν υπάρχει καμία αυταπάτη, αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι παραμύθι, αλλά παράσταση τρόμου. Ένα καλωσόρισμα που θυμίζει ένα «freak show» που μόλις άνοιξε αυλαία.
2. “Devil’s Food”. Μεταφερόμαστε αμέσως στο πιο “rock” μέρος του δίσκου. Σαρκαστικό, ειρωνικό και “σατανικά” παιχνιδιάρικο, το τραγούδι παρουσιάζει τον διάβολο όχι ως απειλή, αλλά σχεδόν ως “ατραξιόν”. Εδώ χτίζεται το αφηγηματικό υπόβαθρο, ενώ το κομμάτι λειτουργεί ως πρόλογος για το επόμενο.
3. “The Black Widow”. Η σύνδεση γίνεται αβίαστα χωρίς παύση, το “Devil’s Food” παραδίδει την σκυτάλη, στην πιο θεατρική στιγμή του δίσκου. Ο Vincent Price ξεκινά με ένα μονόλογο εφιαλτικής απαγγελίας για τη “μαύρη χήρα”, ενισχύοντας την αίσθηση ότι ο ακροατής παρακολουθεί μια παράσταση και όχι απλώς ένα τραγούδι. Το κομμάτι εξελίσσεται σε δυναμικό hard rock με «υποβόσκουσες» funk επιρροές. Το μήνυμα είναι σαφές το σεξ, ο θάνατος και ο φόβος είναι αλληλένδετα. Η αράχνη είναι σύμβολο της θανάσιμης έλξης και η φωνή του Cooper κινείται ανάμεσα στο σαρδόνιο και το υστερικό.
4. “Some Folks”. Απότομα, το κλίμα αλλάζει. Εδώ έχουμε ένα σχεδόν Broadway «νούμερο». Χορωδιακά φωνητικά, παλαμάκια, όλα θυμίζουν Fred Astaire, μόνο που η ευθυμία κρύβει κάτι διαβολικό. Το τραγούδι σατιρίζει την “κανονικότητα”, παρουσιάζοντας την κοινωνία ως ένα ακόμη κομμάτι του εφιάλτη.
5. “Only Women Bleed”. Το πιο συναισθηματικό τραγούδι του άλμπουμ και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Cooper. Μια μπαλάντα που σχολιάζει την ενδοοικογενειακή βία, το γυναικείο τραύμα και την κοινωνική αδιαφορία. Χωρίς ίχνος ειρωνείας, με ευαισθησία, το τραγούδι λειτουργεί ως συναισθηματική παύση, με το θέμα του να είναι ελαφρώς «παράταιρο» μέσα στο χάος του υπόλοιπου δίσκου. Η φωνή του Cooper εδώ δεν είναι τρομακτική, είναι ανθρώπινη. Η αλλαγή αυτή ενισχύει όμως το δράμα και μας υπενθυμίζει με ρεαλιστικό τρόπο ότι ο αληθινός τρόμος βρίσκεται στην καθημερινότητα.
6. “Department of Youth”. Μετά τη μελαγχολία του “Only Women Bleed”, ο δίσκος επανέρχεται σε πιο ξεσηκωτικούς ρυθμούς με έναν “ύμνο” της εφηβικής επανάστασης. Η νεολαία μάλλον χλευάζει την εξουσία με κυνικό τρόπο, σαν μια παιδική συμμορία με επικεφαλής τον ίδιο τον Steven. Οι επιρροές από glam rock είναι πιο έντονες
7. “Cold Ethyl”. Ένα από τα πιο σκοτεινά και αμφιλεγόμενα κομμάτια του album. Πίσω από τον ρυθμικό rockabilly , ο «μύθος» μας προειδοποιεί ότι κρύβεται μια ιστορία… νεκροφιλίας. Η Ethyl δεν είναι ένα κορίτσι, αλλά ένα πτώμα και ο αφηγητής φαίνεται να της έχει μια “παράξενη” αγάπη. Ο Cooper, με ειρωνικό χιούμορ, ξεγυμνώνει την απόλυτη αποξένωση και ψυχική διαταραχή του Steven. Το κομμάτι παραμένει αμφιλεγόμενο ακόμη και σήμερα.
8. “Years Ago”. Το ψυχικό κέντρο βάρους του δίσκου και η αρχή της “ψύχωσης” του Steven. Εδώ ακούμε τη φωνή του σαν «χαλασμένη» κούκλα σε εγκαταλελειμμένο τσίρκο. Ο Steven μιλάει με τον εαυτό του στον καθρέφτη ή φωνή του αλλάζει, γίνεται απειλητική.
9. “Steven”. Το πιο δραματικό σημείο του album. Ο Steven βρίσκεται κλεισμένος στο δωμάτιο, σε κώμα, ίσως σε ψυχιατρείο, πιθανόν νεκρός. Η απώλεια ελέγχου είναι απόλυτη.
10. “The Awakening” . Ένα σύντομο, σχεδόν ποιητικό κομμάτι. Ο Steven ξυπνά. Πιστεύει ότι όλα ήταν απλώς ένα όνειρο. Βρίσκεται όμως μόνος, γεμάτος αίματα, δίπλα σε ένα σώμα. Δεν γνωρίζει αν είναι ένοχος ή θύμα. Η φωνή και τα ηχητικά εφέ υποδηλώνουν αποσύνδεση από την πραγματικότητα.
11. “Escape”. Ο επίλογος του δίσκου – και ίσως η μόνη στιγμή “απελευθέρωσης”. Ένα “upbeat” rock τραγούδι με drums και θριαμβευτικό refrain. Αλλά ο στίχος “I gotta get outta here, I gotta get outta here…” μοιάζει πιο απελπισμένος, παρά “ανακουφιστικός”. Ο Steven δεν βρίσκει πραγματικά έξοδο. Η “απόδραση” είναι μόνο μέσα στο μυαλό του. Το τέρας εξακολουθεί να ζει.
Κατά την κυκλοφορία του το Μάρτιο του 1975, το “Welcome to My Nightmare” έτυχε ανάμεικτης υποδοχής από τους μουσικοκριτικούς. Από τη μία, αναγνώριζαν τη φιλόδοξη παραγωγή και το concept του, αλλά από την άλλη, αρκετοί το θεώρησαν υπερβολικά θεατρικό, “πομπώδες”. Άλλες κριτικές επεσήμαναν πως οι φωνητικές ικανότητες του Cooper δεν ήταν αρκετές για τόσο “μελοδραματικό” υλικό, ενώ άλλες επαίνεσαν το όραμά του για ένα πολυδιάστατο έργο τέχνης.
Παρά τις επιφυλάξεις, σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και έγινε πλατινένιος δίσκος στις ΗΠΑ. Το “Only Women Bleed” έφτασε στο Top 20 των charts και παραμένει μία από τις πιο γνωστές μπαλάντες του Cooper. Η περιοδεία που ακολούθησε έγινε η πιο θεαματική της εποχής, με χρήση εφέ, χορευτών και σκηνικών που δεν είχαν προηγούμενο σε rock συναυλία. Το Nightmare Tour ήταν ουσιαστικά το πρώτο πλήρως θεατρικό rock show – πρόδρομος για όσα θα έκαναν αργότερα οι Kiss, ο Marilyn Manson, η Lady Gaga και άλλοι.
Το εξώφυλλο του album, δημιουργία του Drew Struzan, παρουσιάζει τον Alice Cooper ντυμένο με σμόκιν, να βγαίνει από ένα σκοτεινό τρίγωνο και να χαιρετά με το καπέλο του, περιτριγυρισμένος από έντομα. Αυτό το έργο θεωρείται ένα από τα πιο εμβληματικά εξώφυλλα όλων των εποχών και κατατάχθηκε στην 90ή θέση στη λίστα του Rolling Stone με τα “Top 100 Album Covers of All Time”.
Με το “Welcome to My Nightmare”, ο Alice Cooper δεν έκανε απλώς στροφή στην καριέρα του. “Επανεφηύρε” τον εαυτό του ως solo καλλιτέχνη, με σαφή σκηνική ταυτότητα. Το 1976 κυκλοφόρησε και τηλεοπτική έκδοση του άλμπουμ, γυρισμένη σαν μουσικοθεατρική παράσταση, με συμμετοχές ηθοποιών και φυσικά τον Vincent Price – ακόμη μία πρωτιά στον χώρο του rock.
Σήμερα, θεωρείται κομβικό album στην ιστορία της rock μουσικής. Θεωρείται “πρόδρομος “ του θεατρικού rock, έργο που άνοιξε τον δρόμο για συνδυασμό διαφορετικών ειδών (rock, musical, horror). Επιρροή για καλλιτέχνες όπως Marilyn Manson, Rob Zombie, Ghost, Slipknot, αλλά και performers της pop σκηνής που επένδυσαν στο θέαμα και την περσόνα (Gaga, Bowie, Rammstein).

Το 2025 σηματοδοτεί 50 χρόνια από την κυκλοφορία του “Welcome to My Nightmare”. Μισός αιώνας μετά, το album δεν μοιάζει ξεπερασμένο. Αντίθετα, μοιάζει διαχρονικό, ίσως και επίκαιρο. Ο Steven, το παιδί-πρωταγωνιστής του δίσκου, είναι σήμερα πιο αναγνωρίσιμος από ποτέ: ένα σύμβολο για όλους όσους παλεύουν με την ταυτότητά τους, την εσωτερική φωνή τους, τα τραύματα και τους φόβους τους.
Ο ίδιος ο Alice Cooper (κατά κόσμον Vincent Furnier), μετέτρεψε τον “εφιάλτη” του σε μία συνειδητή δημόσια περσόνα που τον συντροφεύει έως και σήμερα. Η φιγούρα του “κακού” με μακιγιάζ, μπαστούνια, φίδια και γκιλοτίνες έγινε “αρχέτυπο”. Ο Cooper μεταμορφώθηκε σε διαχρονικό rock icon.
Η επετειακή συγκυρία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ελληνικό κοινό. Ο Alice Cooper εμφανίζεται στην Αθήνα στο πλαίσιο του Rockwave Festival 2025. Αναμένουμε όχι απλώς μια συναυλία, αλλά μια θεατρική παράσταση σαν εκείνες που πρώτος αυτός έφερε στη rock μουσική.