
Ο όρος μιας απαγορευμένης μουσικής κλίμακας στη διάρκεια του μεσαίωνα, με την πρόφαση πως η χρήση της, σύμφωνα με την εκκλησία, δημιουργούσε μια αρκετά σκοτεινή ατμόσφαιρα και συνέδεε τη μουσική με το διάβολο, έδωσε τον τίτλο σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα άλμπουμ των thrash μεντόρων από την California. Όποιος μαίνεται ακόμα μετά από 27 χρόνια να αποδώσει ευθύνες, θα έπρεπε να τα βάλει με τον απόλυτο πρωταγωνιστή, τον εκλιπόντα Jeff Hanneman.
Το οχτακάναλο recorder του ξανθομάλλη κιθαρίστα πήρε φωτιά, πηγαίνοντας από το ένα τραγούδι στο άλλο. Με τον Kerry King να έχει αποστασιοποιηθεί αισθητά και να συμμετέχει ελάχιστα στο νέο υλικό, ο Hanneman έψαχνε μια ισχυρή πρόκληση, κάτι επιθετικό και βαρύ να τον ταρακουνήσει, αλλά τελικά έπρεπε να βρει το ερέθισμα μέσα του. Με την πρόκληση να κάνει κάθε νέο τραγούδι να ακούγεται διαφορετικό, κυνήγησε μια φρέσκια προσέγγιση και μια αίσθηση κίνησης και εξέλιξης. Στο τέλος, αυτό που του άρεσε πολύ στον δίσκο ήταν η κυκλοθυμική εντύπωση που είχε. Βέβαια για τον Hanneman το πιο σημαντικό ήταν πως η μπάντα εξακολουθούσε να ακούγεται πραγματικά θυμωμένη, οργισμένη απέναντι σε διάφορα θέματα της καθημερινής πραγματικότητας. Και ήταν πάντα σίγουρος πως όταν ένιωθαν έτσι, ήταν πολύ καλοί στο να μεταφέρουν αυτά τα συναισθήματα στη μουσική.

Όσο ο King απεχθανόταν την επιτυχία συγκροτημάτων όπως οι Limp Bizkit και οι Korn, και δεν ενστερνιζόταν την πρόθεση να παρακολουθήσουν οι Slayer, πάντα μέσα από το φίλτρο τους, τις μεταλλάξεις του σύγχρονου metal, τόσο ο Hanneman ήθελε να αφήσει χρόνο στην εκτίμηση που είχαν στο ελκυστικό groove metal των Pantera, να εμπλουτίσει τις επιλογές τους. Αρχές του 1997 ο Paul Bostaph επέστρεψε στο συγκρότημα μετά τη σύντομη συμμετοχή του στο project The Truth About Seafood, και το συγκρότημα μπήκε στο στούντιο ηχογράφησης λίγους μήνες αργότερα. Το “Diabolus in Musica” ηχογραφήθηκε στο στούντιο Ocean Way Recording του Hollywood, με παραγωγό τον Rick Rubin. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1997, και αρχικά ήταν προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα. Οι αλλαγές στο καθεστώς της εταιρείας, καθώς η American Recordings εξαγοράστηκε από την Columbia Records, έφεραν μια σημαντική καθυστέρηση στον προγραμματισμό, και τελικά κυκλοφόρησε στις 9 Ιουνίου 1998.
Η κατεύθυνση που καθόρισε σημαντικά η συνθετική συμπεριφορά του Hanneman, έφερε διχαστικές αντιδράσεις, και το άλμπουμ χαρακτηρίστηκε σαν groove, alternative και nu metal. Από τη μια υπήρξαν αυτοί που καλοδέχτηκαν το νέο πρόσωπο της μπάντας, θεωρώντας πως το γκρουπ χειραφέτησε όλα τα μοντέρνα στοιχεία του χώρου με τη δική του γνώριμη ποιότητα και δύναμη, δείχνοντας ουσιαστικά στους νεότερους πώς γίνεται πετυχημένα αυτό. Οι περισσότερο παραδοσιακοί απογοητεύτηκαν βλέποντας τους ήρωές τους να βαδίζουν σε ξένα μονοπάτια και να αφήνουν χώρο στο νέο αίμα να γεμίσει την παλέτα των επιδράσεων, κουρδίζοντας χαμηλότερα. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως οι Slayer όφειλαν πολλά από το εκτεταμένο groove τους και στην hard core σκηνή της Νέας Υόρκης.
Τα στιχουργικά θέματα παρέμειναν προκλητικά, καθώς ο καθένας πότισε τις προσφιλείς του διαθέσεις με φρέσκο αίμα, με τους ακραίους, διεστραμμένους στίχους του King στο “In the Name of God” να ανησυχούν αισθητά τον Araya, και τον King να τον καθησυχάζει υπενθυμίζοντας με χιουμοριστική ψυχραιμία πως ήδη από τον πρώτο τους δίσκο έχει τραγουδήσει πως είναι ο Αντίχριστος. Ο Hanneman έγραψε για τον πόλεμο, συγκεκριμένα στο “Screaming from the Sky” για τους βομβαρδισμούς στις πόλεις, και στο “Overt Enemy” για ελεύθερους σκοπευτές. Το “Wicked” έχει να κάνει με την υποταγή του ανθρώπου στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων κάτω από ένα εντελώς παρανοϊκό όραμα. Το σεξ, ο θάνατος, η παραφροσύνη, η θρησκεία παραμένουν σταθερά ανάμεσα στα υπόλοιπα θέματα. Το εντελώς αλλαγμένο λογότυπο της μπάντας, καθώς και η ριζικά ανανεωμένη αισθητική στο εξώφυλλο ήταν ο άμεσος οιωνός για τη γενική διαφοροποίηση του όγδοου άλμπουμ, ενώ ακόμα και ο Tom Araya δοκίμασε νέες προκλήσεις στα φωνητικά του.

Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, το συγκρότημα ξεκίνησε την περιοδεία “Diabolus in Musica”. Από το 1998 έως το 1999, οι Slayer περιόδευσαν με τους Sepultura, System of a Down, Fear Factory, Kilgore, Clutch, Meshuggah και Sick of It All. Τραγούδια από το άλμπουμ σπάνια παίζονταν ζωντανά μετά την επιστροφή του ντράμερ Dave Lombardo το 2002, με το “Stain of Mind” να είναι η μόνη σταθερή επιλογή.
Με το πέρασμα των χρόνων η σκόνη κάθισε και ο δίσκος κέρδισε σταδιακά περισσότερους φίλους από πολέμιους. Ο Kerry King εξακολουθεί να νιώθει μετανιωμένος γιατί θεωρεί πως δεν κατάφεραν να παραμείνουν στο επίκεντρο ως όφειλαν, και συνηθίζει να περιγράφει το άλμπουμ σαν το δικό τους “Turbo”! Αντίθετα, ο ντράμερ Paul Bostaph συνεχίζει να το θεωρεί σαν το αγαπημένο του καθώς πίστευε ότι το άλμπουμ ήταν “τόσο πειραματικό όσο οι Slayer μπορούσαν να είναι”. Όσο για τον Araya δηλώνει λακωνικά πως το άλμπουμ είναι “πολύ υποτιμημένο”.
Ο Hanneman με τη γνώριμη αποφασιστικότητα και δύναμη χαρακτήρα, ποτέ δεν μετάνιωσε για την αλλαγή πλεύσης και ίσως αν δεχόταν περισσότερα αποθέματα προσφοράς από τον King, να έβλεπε τις προθέσεις του να γιγαντώνονται ακόμα περισσότερο. Χωρίς όμως ίχνος ενδοιασμού και με την αφοπλιστική του σιγουριά, είχε πει μην αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο:
“Έπρεπε να το είχαμε κάνει πριν από πέντε χρόνια…”
