DIVINER

INTERVIEW

Diviner

Ο Γιάννης Παπανικολάου είναι μία «γνωστή και μη εξαιρεταία φιγούρα» στο χώρο της «σκληρής» μουσικής στη χώρα μας. Άοκνα και με μεράκι, ετήσια προσφέρει μαζί με τον «διόσκουρό του» στους Rock ‘n’ Roll Children, Μανώλη Τσίγκο, στο κοινωνικό σύνολο και σε αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη. Το Rock in Dio (Vol.10, Vol.11) άλλωστε, κάθε χρόνο αποτελεί έναν πολυαναμενόμενο θεσμό, που συγκεντρώνει την αφρόκρεμα της ελληνικής σκηνής και όχι μόνο.

Παράλληλα όμως, με τους Diviner, διάγει (εκτός της αναγνώρισης) πλέον μία περίοδο που ο τρίτος τους δίσκος, το “Avaton”, βρίσκεται «προ των πυλών». Με αυτή την ευκαιρία και όχι μόνο για αυτήν, μία εξόχως επιθυμητή (για τον γράφοντα) συνομιλία, έλαβε «σάρκα και οστά». Η χαρά δε ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αφού αυτή θα εμπεριείχε κουβέντα και με τον (τελευταία εισελθόντα στη μπάντα) βιρτουόζο κιθαρίστα, Άλεξ Φλούρο, που όποιος τυχαίνει (δύσκολο) να μην το έχει δει ζωντανά, απλά πρέπει να το δρομολογήσει, με την 18η Νοεμβρίου και το show παρουσίασης του νέου δίσκου, να αποτελεί την πρέπουσα ευκαιρία.

Γιάννη και Άλεξ, καλώς ήρθατε στο διαδικτυακό μας περιοδικό! Είναι ιδιαίτερη χαρά να φιλοξενούμε δύο εκ των αντιπροσωπευτικών εκπροσώπων του προφανούς και αυξανόμενου ταλέντου που πλέον είναι “status quo” για τον εγχώριο ήχο. Και πριν αρχίσουμε, θα θέλαμε να δώσουμε τις θερμότερες, ολόψυχες ευχές μας για την δεσποινίδα που μεγάλωσε την οικογένεια Παπανικολάου και είναι μία από αυτές τις φερέλπιδες και εξαιρετικά ευχάριστες ειδήσεις που χρειαζόμαστε όσο ποτέ στην εποχή μας.
Γιάννης: Καλησπέρα Σταύρο! Δική μας η χαρά που φιλοξενούμαστε στο περιοδικό σας. Ευχαριστώ για τις ευχές και τα καλά σου λόγια.

Alex: Καλησπέρα και από μένα, σε σένα και τους αναγνώστες μας. Ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση και την κουβέντα μας.

Αλήθεια, θα ήθελα τη γνώμη σας για την πρόοδο της εγχώριας σκηνής, που εκτιμώ εξελίσσεται όλο και πιο ραγδαία τα τελευταία χρόνια, με groups αλλά και συνεργασίες εξαιρετικής ποιότητας, παγκοσμίου επιπέδου.
Γιάννης: Νομίζω πως η ποιοτική άνοδος της σκηνής είναι φαινόμενο που τα τελευταία 15 χρόνια τείνει να γίνει καθεστώς. Μπάντες σε όλο το φάσμα του «σκληρού» ήχου κυκλοφορούν πολύ καλά άλμπουμ από κάθε άποψη. Το ζητούμενο είναι πάντα η διαχρονικότητα των κυκλοφοριών, κάτι που θα δείξει το μέλλον. Σε ότι αφορά τους Diviner, επιμένουμε με πείσμα να κάνουμε μουσική και παραγωγές αποκλειστικά με Έλληνες συντελεστές πέραν των μελών της μπάντας, καθώς δε νομίζω πως πλέον έχουμε ποιοτική απόσταση από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι διαφορές είναι ξεκάθαρα μόνο στο θέμα budget, promotion, χρηματοδότησης και επένδυσης για να μπεις ανταγωνιστικά στην όλη «μπίζνα» του metal. Κάτι που δεν έχει να κάνει με την μουσική καθαυτή και δεν ξέρω πόσο μας ενδιαφέρει να μπούμε σε ένα τέτοιο πανηγύρι!

Alex: Νομίζω πως η Ελλάδα δεν έχει τίποτα πλέον να ζηλέψει όσον αφορά στο μουσικό κομμάτι, από τις μπάντες του εξωτερικού. Το επίπεδο έχει ανέβει πάρα πολύ, τόσο σε παικτικό, συνθετικό καθώς και ηχητικό επίπεδο και συναγωνίζεται την παγκόσμια μουσική σκηνή σε όλα. Δυσκολίες υπάρχουν πάντα και παντού και έχουν περισσότερο να κάνουν με την γεωγραφική μας θέση, καθώς και την κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Αλλά υπάρχουν πολλά πλέον παραδείγματα εγχώριων μουσικών, που μας δείχνουν πώς με σωστά βήματα, επιμονή και προσπάθεια, μπορούν να ανοίξουν οι δρόμοι προς όλο τον πλανήτη.

Ξεκινώντας από την αιτία της κοινής σας παρουσίας μαζί μας, θα θέλατε να μας πείτε πώς κατέστη οριστική αυτή η συνεργασία και πώς βίωσες Άλεξ, αυτήν την πρώτη στουντιακή συνύπαρξη;
Γιάννης: Καταρχήν τον Άλεξ τον ξέρουμε χρόνια σα μουσικό από τις εποχές Fragile Vastness και Seduce The Heaven. Η αξία του ως κορυφαίου-ολοκληρωμένου κιθαρίστα και δάσκαλου είναι δεδομένη. Όταν προέκυψε η ανάγκη αντικατάστασης του Γιώργου Μαρούλη που από το ξεκίνημά μας είχε ήδη κλείσει μία δεκαετία στη μπάντα, αρχίσαμε το ψάξιμο. Η αλήθεια είναι πως ο Άλεξ δεν υπήρχε καν σα σκέψη, γιατί θεωρούσαμε πώς βάση του που κινούταν μουσικά δεν θα τον ενδιέφερε μια μπάντα κλασικού heavy metal σαν κι εμάς. Την ιδέα της προσέγγισής του, μας την έδωσε ο παραγωγός μας ο Fotis Benardo (να ‘ναι καλά), όπου τον ήξερε προσωπικά και ουσιαστικά «μας άνοιξε τα μάτια» στο να του κάνουμε την πρόταση που εμείς ποτέ δε θα σκεφτόμασταν. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία! (Χάχα)

Alex: Αυτό που ανέφερε ο Γιάννης, είναι μια ιστορία που έχουμε συζητήσει μεταξύ μας και μας προκαλεί σχετικά γέλια ακόμα. Υποθέτω πως γενικά ο κόσμος που τυχαίνει να γνωρίζει μουσικά το έργο μου, με έχει συνδέσει με πιο “prog μονοπάτια”, λόγω προηγουμένων μπαντών με τις οποίες είχα κυκλοφορήσει κάποια δισκογραφική δουλειά στο παρελθόν. Από τη φύση μου όμως αγαπώ όλη την εξέλιξη της rock μουσικής, από το blues rock μέχρι και το death metal. Νομίζω πως μπορώ να αποδείξω έναν τέτοιο ισχυρισμό, έχοντας παίξει με μπάντες όπως τους “What’s the buzz?” (blues rock), μέχρι και τους Among Ruins (melodic death metal). Πάντα όμως θα έδινα στον εαυτό μου με καμάρι τον κλισέ και γενικευμένο τίτλο του μεταλά, γιατί ο «σκληρός» ήχος με εκφράζει πραγματικά σαν άνθρωπο και μουσικό.

Οπότε, όταν δέχτηκα την πρόταση για τους Diviner, ήταν χαρά μου να γίνω μέρος μιας ομάδας με σοβαρό μεράκι, για την ποιοτική metal μουσική και ένα σαφές όραμα και επαγγελματισμό στις κινήσεις της. Η διαδικασία των ηχογραφήσεων ήταν πάρα πολύ ομαλή και ήταν αρκετά σαφές από πολύ νωρίς, πως ταιριάξαμε σε όλα, όσον αφορά στο στυλ της μουσικής, σε συνδυασμό με τις κιθάρες που ηχογράφησα. Δέσαμε γενικευμένα νομίζω πολύ γρήγορα και με το τελικό αποτέλεσμα στα χέρια μας νιώσαμε πως όλα ακούγονται σαν ένα σύνολο μελών που γνωρίζονται μεταξύ τους και γράφουν μουσική για χρόνια.


Αλλαγή εταιρείας μετά από καιρό {από την Ulterium Records στην ROAR! (Rock Of Angels Records)} και αυτή η εξέλιξη, φαντάζομαι, φυσιολογικά προσδίδει από μόνη της μία νέα ελπίδα και «ώθηση» για τους συντελεστές μιας μπάντας. Πώς προέκυψε, και ισχύει, κυριολεκτικά, το «αίσθημα νέας αρχής» μεταξύ σας;
Γιάννης: Ειλικρινά το θέμα εταιρείας δεν έπαιξε κάποιο ρόλο στην αφοσίωση κανενός στη μπάντα, παρά μόνο η χημεία μας σαν πρόσωπα και η μουσική μας σύγκλιση. Φυσικά δεν απαξιώνω καθόλου το γεγονός πως είμαστε από τους τυχερούς/προνομιούχους καθώς δεν είναι πολλές οι ελληνικές μπάντες που έχουν καλό συμβόλαιο με δυνατή εταιρία. Ωστόσο κάθε αλλαγή σε ανανεώνει και σε φρεσκάρει. Ήταν απλά γνωστό ότι η Ulterium κάποια στιγμή πάγωσε τις δραστηριότητες της σε ότι αφορά νέες κυκλοφορίες οπότε και η συνεργασία μας σταμάτησε εκεί. Παράλληλα υπήρξε μια πολύ καλή πρόταση από την ROAR και τον Άκη Κοσμίδη προς τους Diviner, όπου και τιμήσαμε χωρίς καθυστέρηση κι έτσι φτάσαμε εδώ.

Θαρρώ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ότι τον είχα απολαύσει και με τους SLTheory. Δε μπορώ να μην σημειώσω όμως, ότι στο “LIVE TRIBUTE TO GARY MOORE Vol.5”, μου «έπεσε το σαγόνι» με τον Άλεξ στα “Murder in the Skies” και “Sunset” του Cozy Powell. Τί θεωρείς ότι προσέθεσε ο Άλεξ, Γιάννη, στον ήδη διαμορφωμένο ήχο μιας αναγνωρισμένης μπάντας και τί από την πλευρά σου Άλεξ, είχες σκοπό και σκέψεις να προσδώσεις, όταν οριστικοποιήθηκε η είσοδός σου σε αυτήν;
Γιάννης: Είναι γεγονός πως από τους Diviner έχουν περάσει ως μονάδες εξαιρετικοί κιθαρίστες, που δε σημαίνει απαραίτητα πως ταίριαζαν και μεταξύ τους. Η χημεία είναι κάτι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί γιατί χρειάζεται χρόνο, δουλειά, παίξιμο και σύμπνοια στην ηχητική κατεύθυνση που απαιτεί η μπάντα. Ο Άλεξ πέραν των κιθαριστικών του ικανοτήτων, έτυχε να έρθει σε μία εποχή που ο παρτενέρ του Teo Ross είχε ήδη 3 χρόνια στο σχήμα, έχοντας εναρμονιστεί απόλυτα με το όραμα και τους στόχους μας. Οπότε, όντας εμπειρότατος, προσαρμοστικός και ομαδικός παίχτης, σταθήκαμε τυχεροί που με τον Teo είχαν άμεση και αβίαστη επικοινωνία σε όλα τα επίπεδα, κάτι που συντόμευσε απίστευτα τη διαδικασία πλήρους ένταξής του στο δυναμικό μας. Οι δύο τους μαζί εκτός από αρτιότητα, ψυχή, δεξιοτεχνία και διαύγεια παιξίματος, έχουν δώσει στη μπάντα μεγαλύτερη μουσικότητα και ηχητική ποικιλία.

Alex: Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, αρχικά. Μάλλον δεν είναι μυστικό πως ο Gary Moore κατέχει την κορυφή στην καρδιά μου, όσον αφορά στην κιθαριστική του δουλειά. Υπάρχουν πραγματικά πάρα πολλοί κιθαρίστες που θαυμάζω, αλλά το πάθος και η μελωδικότητα του Gary Moore λειτουργούσαν πάντα σαν φάρος για μένα και την μουσική μου πορεία.

Επίσης, ένα ζήτημα που έχει συζητηθεί μεταξύ μας πριν, καθώς και μετά το πέρας των ηχογραφήσεων του δίσκου, είναι το πως προσεγγίζει κανείς υλικό το οποίο δεν έχει συνθέσει ο ίδιος. Η δική μου προσέγγιση, όπως την εξέφρασα και αρχικά στον Γιάννη, είναι πως τα πάντα πρέπει να εξυπηρετούν την σύνθεση. Ο κάθε κιθαρίστας προφανώς έχει τις δικές του ιδιοσυγκρασίες παικτικά, που τον καθιστούν «μοναδικό», αλλά θεωρώ αρκετά λάθος να προσπαθεί κανείς να επιβληθεί πάνω σε υπάρχον υλικό και να χαλάσει την όλη αισθητική που έχει δημιουργηθεί, απλά για να αποδείξει οτιδήποτε. Έπραξα με βάση το τι ένιωσα πως ζητούν οι συνθέσεις για το καλύτερο, δυνατό, αποτέλεσμα. Αν έκανα οτιδήποτε λιγότερο ή περισσότερο, έχω απλά την αίσθηση πως θα χαλούσε η ισορροπία και το νόημα των τραγουδιών.

Όπως ανέφερα και νωρίτερα, τα παιδιά είχαν ένα πολύ σαφές όραμα για το υλικό του 3ου δίσκου και αυτό με βοήθησε πολύ να μπω στο κλίμα εύκολα, αν και είχα όση ελευθερία θα ήθελα, χωρίς περιορισμούς έκφρασης. Επίσης, η συνεργασία μου με τον Teo, από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε ήταν καλή σε «παρεξηγήσιμο» βαθμό!! Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε για να δουλέψουμε, του είπα πως τον αγαπώ και “the rest is history”, όπως ειπώθηκε και νωρίτερα. (Χαχα)

Τρίτος δίσκος μετά τα επιτυχημένα και ευρέως αποδεκτά “Fallen Empires” (2015) και “Realms of Time” (2019). Πώς προσεγγίσατε τη δημιουργία του, και επίσης, μπορούμε να πούμε ότι επετεύχθη κάποιος αρχικός, τεθέντας, αντικειμενικός στόχος ή ήταν από τις περιπτώσεις που αβίαστα και παρεΐστικα προέκυψε “Avaton”, μετά την οριστικοποίηση της σύνθεσης του group;
Γιάννης: Ο Άλεξ μπήκε στη μπάντα αφού είχαμε ήδη ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις του “AVATON”, οπότε δεν πρόλαβε τη φάση της σύνθεσης, όμως πρόλαβε να αφομοιώσει το υλικό και να βάλει τα «μαγικά» χέρια του σε κάποια από τα φοβερά guitar solos που περιέχει ο δίσκος. Οι βασικοί συνθετικοί πυλώνες του άλμπουμ, είμαι, ως επί το πλείστον, εγώ με τον Teo και λιγότερο οι υπόλοιποι. Ωστόσο το θέμα ενορχήστρωσης είναι συλλογική δουλειά. Δεν υπήρχε κάποια χειραγώγηση ή λογοκρισία της έμπνευσης, αφεθήκαμε ελεύθεροι να εκφραστούμε αυθόρμητα, χωρίς περιορισμούς, κάτι που έδωσε στο άλμπουμ αυτή την πολυεπίπεδη ποικιλομορφία.

Προσπαθήσατε να συμπεριλάβετε στο “Avaton” στοιχεία ξεχωριστής ομορφιάς και θελκτικότητας, όπως η συνεργασία με την Fantasy Choir. Λίγα λόγια για την ουσία και την συμβατότητα με το όλο project, αυτής της συνεργασίας;
Γιάννης: Η ευρύτητα μουσικών ιδεών σε αυτό το δίσκο, γέννησε τραγούδια με ανάγκη χρήσης χορωδιακών φωνητικών σε σημεία, προκειμένου να δώσουμε ποιοτικά αυτό που απαιτούσε το υλικό. Έτσι, ψάχνοντας το κάτι παραπάνω αλλά ταυτόχρονα διαφορετικό από τα συνηθισμένα, η Fantasy Choir μας έδωσε ακριβώς αυτό που ζητούσαμε από μία χορωδία, με μία αξέχαστη συνεργασία.

Αρχαιοελληνικές μα και «μελλοντολογικές» αναφορές εκφράζονται στην τιτλοφόρηση των συνθέσεων. Ποιες οι σκέψεις και προθέσεις σας σε αυτόν τον τομέα;
Γιάννης: Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως βρεθήκαμε σε δημιουργικό οίστρο και συνθήκες ώστε να γραφτούν τέτοια τραγούδια. Και γενικά, ό,τι προέκυψε ήταν αποτέλεσμα αυθορμητισμού, χωρίς κάποιες προθέσεις. Ήρθε απλά η ώρα να εκφράσουμε πράγματα που προφανώς υπήρχαν μέσα μας. περιμένοντας τη στιγμή τους υπομονετικά. Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, που πολύ συχνά ούτε εμείς οι ίδιοι γνωρίζουμε.

Επικοινωνείτε ότι θεωρείτε αυτόν ως τον καλύτερο δίσκο σας και η κριτική του συντάκτη μας Άγγελου Χόντζια, τάσσεται αναφανδόν προς αυτήν την κατεύθυνση. Παρακολουθώντας σε, καλλιτεχνικά, Γιάννη, και με την ειλικρίνεια και την ευθύτητα που σε διακρίνει, είμαι σίγουρος ότι αυτή είναι και η αλήθεια. Πώς θα υποστηρίζατε, ο καθένας, όμως, γιατί δεν πρόκειται για επανάληψη μιας κλισέ έκφρασης εφήμερου και ανθρώπινου ενθουσιασμού;
Γιάννης: Είμαστε σίγουρα ενθουσιασμένοι, γιατί πιστεύουμε ακράδαντα στην ποιότητα και αξία αυτού του δίσκου. Όμως δεν γίνεται να το αποδείξουμε στα λόγια. Είναι κάτι που μόνο στην πράξη ο κόσμος που θα πατήσει το “play” μπορεί να επιβεβαιώσει. Όπως έκανε κι ο συντάκτης σας. Ας κάνουμε λοιπόν υπομονή ως τις 10 του Νοέμβρη. «Ιδού η Ρόδος»….

Alex: Εγώ βρέθηκα στην θέση να παρακολουθήσω την πορεία των Diviner ως ακροατής για τα πρώτα 2 album και ως μέλος που συμβάλλει, στην δημιουργία του 3ου. Είναι μάλλον προκατειλημμένη η θέση από την οποία μιλάω και συμφωνώ με τον Γιάννη ότι όλα στο τέλος κρίνονται αποκλειστικά από τους ακροατές μας, αλλά θα τολμήσω να πω πως νομίζω ότι οι Diviner έχουν ωριμάσει σαν μπάντα με τα χρόνια και το “Avaton” είναι η πιο πλήρης μας κυκλοφορία μέχρι σήμερα.

Το “Waste No Time” ήταν μία ακόμη απόδειξη της ποιότητας και εμμονής στη λεπτομέρεια, κατά την ταπεινή μου άποψη, ενώ συν τον Bob Katsionis, επίκειται ακόμα (τουλάχιστον;) ένα μέχρι την κυκλοφορία του δίσκου;
Γιάννης: Σε ευχαριστούμε για το γούστο σου! (χαχα). Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι απλά ένα πολύ όμορφο, άμεσο, «εύπεπτο», μελωδικό δείγμα ενός δίσκου με πολύ μεγάλη γκάμα «μουσικής περιπέτειας». Μέχρι την ημέρα κυκλοφορίας, μαζί με το “Waste No Time” θα έχουν βγει δημόσια, υπό μορφή video, συνολικά 3 τραγούδια που σίγουρα αποτελούν μία «δυνατή», ενδεικτική γεύση, χωρίς όμως να μπορώ να τα θεωρήσω πλήρως αντιπροσωπευτικά του συνόλου. Είναι απλά το «κλειδί», για να μπει κάποιος στο “AVATON” και ακούγοντάς το να το κατανοήσει στην ολότητά του.

Alex: Ένας δίσκος που δεν αποτελείται από σκόρπιες ιδέες, πρέπει πάντα να ακουστεί στην ολότητά του, για μια ολοκληρωμένη ιδέα του τι ήθελε να πει η μπάντα με αυτό της το βήμα. Η επιλογή των video clip/single είναι μια λίγο άχαρη διαδικασία, στην οποία καλείται μια μπάντα να διαλέξει κάποιο/α από τα παιδιά της, τα οποία θα δώσουν μια επαρκώς καλή εικόνα για το ολοκληρωμένο υλικό. Είμαστε πολύ χαρούμενοι για τις επιλογές που κάναμε, αλλά πάλι είναι κρίμα που δεν μπορεί να παρουσιαστεί οπτικοακουστικά όλο το υλικό του album με τον ίδιο τρόπο.

Αυτό που δεν ανέφερε ο Γιάννης είναι πως συγκεκριμένα το “Waste No Time” ήταν ανέκαθεν από τα αγαπημένα μου κομμάτια του δίσκου και νομίζω πως ησύχασα και εγώ και τα παιδιά από την γκρίνια μου, όταν επιλέχτηκε για 1ο single του album.


Με τους καλλιτέχνες άοκνα και με συνέπεια να εκφράζονται σε όλες τις εκδηλώσεις τους και για τα μείζονα κοινωνικά θέματα, δεν μπορώ ποτέ να μην ρωτήσω, με συνέπεια, την άποψη των συνομιλητών μου για όσα βιώνουμε τριγύρω μας και τις σκέψεις τους για αυτά. Ειδικότερα Γιάννη, παρακολουθώντας σε στην θαρραλέα έκφραση των σκέψεων σου, είτε αφορά μουσικά είτε κοινωνικά θέματα, δε μπορώ παρά να πω ότι η ευστοχία σου μου θυμίζει έντονα τον Τζίμη, που προσωπικά μου λείπει ιδιαίτερα, με την οξυδερκή παρουσία του. Θα τονίσω ιδιαίτερα μία δημοσίευσή σου για την ευθύνη που φέρουν στην αντιμετώπιση, όσοι δεν έχουν κυβερνήσει ή το έχουν κάνει λιγότερο, σε αυτά που θα έπρεπε να ενώνουν και να οδηγούν στη λύση των προβλημάτων μας και όσων μας ενοχλούν και επηρεάζουν, από τις αποφάσεις που μας αφορούν.
Γιάννης: Ο Τζιμάκος, αν και φυσικά απών, νοερά θα είναι πάντα παρών, επίκαιρος και διαχρονικός. Η αριστοφανική του σάτυρα, ο αποκαλυπτικός του λόγος, η κριτική του σκέψη και οι εύστοχες, θαρραλέες παρεμβάσεις του στη δημόσια ζωή του τόπου μας, που συχνά είχαν τίμημα, αποτελούν για μένα μόνιμη έμπνευση και επιρροή. Η δική μου παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει συνήθως παρόμοιο ρόλο και συχνά οι απόψεις μου λειτουργούν ως σφυγμομέτρηση ενός πολύ μικρού δείγματος της κοινής γνώμης, με τις ποικίλες συμπεριφορές της. Είμαι από αυτούς που θεωρούν πως ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει λόγο στα πράγματα και να μην κρύβεται πίσω από ένα προφίλ «ατσαλάκωτου», βολεμένου στα κεκτημένα του, για να μη χαλάσει τη φτιαχτή, δημόσια εικόνα του ή την όποια επιτυχημένη «καριέρα». Μου αρέσει να εκφράζομαι ελεύθερα, ειλικρινά, χιουμοριστικά και συχνά προκλητικά, με τη βεβαιότητα πως η ανταλλαγή απόψεων πάντα έχει αξία ως στοιχείο προβληματισμού, έστω κι αν η γνώμη μου αφορά ελάχιστους. Και πραγματικά πέρα ίσως από χάσιμο χρόνου, δεν έχει κανένα άλλο ουσιαστικό κόστος εκτός του να ενοχλώ κόσμο δημιουργώντας εχθρούς και αντιπάθειες σε ανθρώπους που στην πραγματική ζωή είναι αναγκασμένοι να μου το παίζουν φίλοι.(Χαχα).

Ήδη ανακοινωμένη εμφάνιση στο καλεντάρι της μπάντας και δεδομένα ή ανυπομονησία μέχρι τότε θα είναι έκδηλη και μεγάλη. Πώς την οραματίζεστε; Έχει στηθεί στο μυαλό σας ήδη και αν ναι, περιλαμβάνονται εκπλήξεις, πλην της παρουσίας σημαντικού μέρους του «Άβατου», αλλά και μέρους των δύο πρώτων δημιουργημάτων σας;
Γιάννης: 4 χρόνια χωρίς live στην πόλη σου (και όχι μόνο) είναι πολλά. Σίγουρα ετοιμάζουμε ένα πολύ δυνατό, ξεχωριστό show, που θέλουμε ο κόσμος να ευχαριστηθεί και να αποζημιώσουμε την υπομονή του. Τραγούδια φυσικά κι από τα 3 album, αλλά το stage θα έχει άρωμα “AVATON”. Δε μπορώ να πω περισσότερα. Σας περιμένουμε να γιορτάσουμε παρέα έναν υπέροχο δίσκο, που πιστεύουμε θα λατρέψετε. Τη βραδιά θα ξεκινήσουν οι εξαιρετικοί Sirius.

Μπορείτε να κλείσετε με ένα μήνυμα για τους πολλούς φίλους των Diviner, αλλά και του Soundcheck.
Γιάννης: Η αριθμητική ποσότητα των υποστηρικτών μίας μπάντας δεν έχει τόση σημασία, αν δεν υπάρχει ποιότητα στην επικοινωνία μαζί τους. Για μας αξία έχει η μουσική μας να αγγίζει την καρδιά του κόσμου που μας ακούει και να παίρνει κάτι ουσιαστικό. Αλλιώς είμαστε απλοί διασκεδαστές, για εκτόνωση κατώτερων ενστίκτων. Οι φίλοι μας αυτό το ξέρουν καλά και τους ευχαριστούμε γιατί η σχέση μεταξύ μας έχει γερά θεμέλια. Τα λέμε για αρχή στις 18 του Νοέμβρη στο Κύτταρο.

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και την κουβέντα μας. Τα λέμε στις 18 Νοεμβρίου στο Κύτταρο!!
Γιάννης: Εμείς ευχαριστούμε για την όμορφη κουβέντα.

Alex: Χαρά μας. Ανυπομονούμε να σας δούμε όλους από κοντά, στα live της μπάντας.

DIVINER

Οι Diviner στο διαδίκτυο:
Facebook
Official Page
Instagram
YouTube Channel
X

Avatar photo
About Σταύρος Βλάχος 445 Articles
Born in a shiny, Athens West Coast’ s town …. την χρονιά που κυκλοφόρησαν κάποια «μνημεία» της metal και rock (“Let There Be Rock”, “Bad Reputation”, “Sin After Sin”, “Spectres” and “Love Gun”). Πορεύθηκε μεταξύ Metallica, Sepultura, Iron Maiden, Raw Silk, Sacred Reich, Black Sabbath, DIO, Whitesnake, Obituary, Led Zeppelin, Megadeth, Savatage, AC DC και Rainbow, πριν «χαθεί» στον «κόσμο» του Jim Matheos, των Fates Warning και φτάσει να «ανακαλύψει» τον «τόπο» καλύτερων ανθρώπων, μέσω των The Paradox Twin. Ευχαριστεί τον μεγαλοδύναμο που έχει ακούσει live τον DIO, τους Black Sabbath και τους AC DC εν έτει 2009 και που πιτσιρίκος «έλιωνε» τα αγαπημένα του “....And Justice for All”, “Parallels”, “Silk Under the Skin” και “Rust in Peace”. Η ζωή γίνεται ομορφότερη αν στοχάζεσαι ότι «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», και επιχειρείς να εφαρμόσεις το “Carpe Diem”, προσπαθώντας να παραμείνεις άνθρωπος, σε μία εποχή που αυτό φαντάζει η σημαντικότερη πρόκληση και η μόνη «επανάσταση». Αν η ζωή ήταν ταινία, θα έπρεπε να είναι ένα «μείγμα» του «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» και της «Λίστας του Σίντλερ» και να «εμποτίζεται» συνεχώς με την πανέμορφη εικονοπλασία του λόγου του Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τί κι αν έχει αντικρύσει ουρανούς σε ωκεανούς και πόσες θάλασσες, εκείνος ο μοναδικός, από το μπαλκόνι της παιδικής του ηλικίας στο ορεινό Ρωμανό κοντά στο Σούλι, θα παρέχει πάντα την σημαντικότερη, πιο «μεστή» γαλήνη ψυχής. Όταν δεν ψάχνει μουσικές, θα «σκάει» τη στρογγυλή «θεά», που «εκτόξευσε» ο goat MJ ή θα «ψυχοθεραπεύεται» πάνω σε μία “forty eight”, ατραπό για την «σωτηρία της ψυχής».