BOLT THROWER (Β’ Μέρος)

TRIBUTE / ARTIST

Στο Α’ Μέρος του αφιερώματός μας για τους Bolt Thrower είχαμε σταματήσει στο 1994 και την κυκλοφορία του, κατά πολλούς, καλύτερου album των Βρετανών, του ανεπανάληπτου “…For Victory”. Ανάμεσα σε μια δισκογραφία η οποία δεν περιέχει καμία μέτρια στιγμή, ο γράφων ενστερνίζεται, εν μέρει, την παραπάνω άποψη και επιλέγει και αυτό το album ως μια από τις κορωνίδες του καταλόγου των Βρετανών.

Ως 14χρόνος τότε metalhead και όντας στον πρώτο καιρό ενασχόλησής μου με το death metal, ανακάλυπτα κάθε τόσο και κάτι νέο. Πέφτω λοιπόν πάνω σε αυτόν τον “ογκόλιθο” και η σχέση μου με το συγκεκριμένο ιδίωμα αναπροσαρμόζεται άρδην. Το εκπληκτικό για ακόμη μια φορά εξώφυλλο (το τελευταίο πραγματικά όμορφο της μπάντας) αυτή τη φορά δεν είναι κάποια καλλιτεχνική απεικόνιση αλλά μια φωτογραφία Βρετανών στρατιωτών σε πορεία κάπου στα νησιά Φόκλαντ.

Πιστοί στην πολεμική θεματολογία και αντλώντας “έμπνευση” από τον συγκεκριμένο πόλεμο ανάμεσα στη Μ. Βρετανία και την Αργεντινή τον Απρίλιο του 1982, οι Bolt Thrower παραδίδουν ακόμη ένα “κομψοτέχνημα” παραδοσιακού death metal. Τα στοιχεία που πλέον αποτελούν ταυτότητα της μπάντας και την κάνουν αναγνωρίσιμη από το πρώτο άκουσμα, βρίσκονται εδώ σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Στις πρώτες νότες του Sabbath-ικού intro “War”, στον καταιγισμό του “Remembrance”, στην “στάση προσοχής” που επιβάλλεται να τηρείς στο ομώνυμο. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα το “…For Victory” αποτελεί απάτητη κορυφή για πολλούς ανταγωνιστές εκεί έξω.

Το album αυτό είναι το τελευταίο με τους Karl Willetts και Andrew Whale καθώς και οι δύο εγκατέλειψαν τη μπάντα για να ασχοληθούν με την προσωπική τους ζωή. Αντικαταστάθηκαν αμφότεροι, ο μεν Willetts από τον πρώην τραγουδιστή των Pestilence, Martin Van Drunen, και ο Whale από τον Martin “Kiddie” Kearns. Με αυτό το line-up θα κάνουν δύο ευρωπαϊκές περιοδείες για την προώθηση του album.

Ακολουθεί μια διετία η οποία αποτελεί κάποιου είδους τεστ αντοχής για τη μπάντα καθώς χαρακτηρίζεται από την αποχώρηση, λόγω ασθένειας, του Martin Van Drunen, την επίσης αποχώρηση του Martin Kearns αλλά και τη λήξη της συνεργασίας τους με την Earache Records και τη μεταπήδησή τους στη Metal Blade Records. Τη θέση των ντραμς κλήθηκε να καλύψει ο Alex Thomas και των φωνητικών ξανά ο Willets, με τους δύο να ολοκληρώνουν το line-up για την ηχογράφηση του πρώτου τους album με τη νέα τους εταιρεία.

Το album ονομάζεται “Mercenary” και βρίσκεται στα ράφια των δισκοπωλείων τον Σεπτέμβριο του 1998. Σε γενικές γραμμές είναι πιο αργό από τους προκατόχους του, διατηρεί όμως το ξεχωριστό “βάρος” το οποίο χαρακτηρίζει τις συνθέσεις των BT. Το “Mercenary” έλαβε εξαιρετικές κριτικές ανά τον κόσμο και αποτέλεσε το πρώτο album της μπάντας που μπήκε στα γερμανικά charts. Εδώ θα συναντήσουμε πάλι το “τρισμέγιστο” riff που κλείνει το “World Eater” και που είχαμε αναφέρει στο Α’ μέρος του αφιερώματός μας πως απαντάται συχνά σε album των BT. Αυτή τη φορά στην εισαγωγή του “οδοστρωτήρα” με τίτλο “Powder Burns”.

Δυστυχώς ο Willets δε μπορούσε να βρίσκεται ως μόνιμο μέλος στη μπάντα κι έτσι τα φωνητικά αναλαμβάνει ο επί σειρά ετών φίλος της μπάντας και πρώην τραγουδιστής των Benediction, Dave Ingram. Ο Ingram τους είχε βοηθήσει και κατά την εμφάνισή τους στο φεστιβάλ “With Full Force” που έγινε στη Γερμανία το 1997. Όπως και τότε, έτσι και τώρα αναλαμβάνει να βγάλει τα “κάστανα” από τη φωτιά, πιστός στα καθήκοντά του λαμβάνοντας μέρος στην περιοδεία “Killing Zone” για την προώθηση του album το 1999.

Φυσικά και τα καταφέρνει θαυμάσια (όχι που θα κώλωνε), κερδίζοντας επάξια τη θέση της φωνής των Bolt Thrower. Μετά το τέλος της περιοδείας ο Alex Thomas αποφασίζει να αφήσει τη μπάντα, αφού αδυνατούσε να αφοσιωθεί πλήρως στο συγκρότημα όπως το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Οι Βρετανοί στρέφονται σε έναν παλιό γνώριμο για να καλύψει τη θέση, κι αυτός δεν είναι άλλος από τον Martin Kearns.

Αρχές του 2001 η μπάντα “συστήνει” το νέο line-up στο κοινό με κάποια (sold out φυσικά) λίγα shows σε Γερμανία και Ολλανδία. Η ανταπόκριση του κόσμου αλλά και η δημοτικότητα της μπάντας η οποία δε μειώθηκε στο ελάχιστο, ενέπνευσαν τους βρετανούς να μπουν δυνατά στο στούντιο και να κυκλοφορήσουν το 7ο album τους με τίτλο “Honour – Valour – Pride” τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, το οποίο ήταν και το πρώτο με τα νέα τους μέλη, Ingram και Kearns. Η παρουσίαση του album έγινε σε επιλεγμένη μερίδα μουσικών δημοσιογράφων και σύμφωνα με τον μοναδικό τρόπο των Bolt Thrower. Ξεφεύγοντας από τα συνηθισμένα, το studio report μετατράπηκε σε μια εικονική απαγωγή, με διάφορες “στρατιωτικές” δοκιμασίες για τους ανυποψίαστους παρευρισκόμενους.

Παρόλα τα “καψόνια” το album απέσπασε και πάλι εξαιρετικά σχόλια από κριτικούς και οπαδούς. Ήταν το δεύτερο συνεχόμενο album που λάμβανε βαθμολογία 10/10 και ανακηρυσσόταν album του μήνα από το περιοδικό Rock Hard. Την κυκλοφορία του ακολούθησε μια ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Benediction υπό το όνομα “Ground Assault”, εξαλείφοντας τις όποιες φήμες περί κακών σχέσεων ανάμεσα στις δύο μπάντες.

Το 2003 η μπάντα ξεκινάει να γράφει νέο υλικό για το επερχόμενο όγδοο album της. Στη μέση της διαδικασίας, κι ενώ έχουμε μπει πια στο 2004, ο Dave Ingram δηλώνει πως αποχωρεί από τη μπάντα για προσωπικούς λόγους και λόγους υγείας. Στην προσπάθεια ανεύρεσης τραγουδιστή για άλλη μια φορά, οι επιλογές για τους BT ήταν οι εξής μία: ο Karl Willets. Τόσο οι ίδιοι όσο και οι οπαδοί τους χαιρέτησαν την επιστροφή του Willets στο συγκρότημα. Όσο για τον Karl, βρέθηκε και πάλι στη γνώριμή του θέση ως η φωνή των Bolt Thrower και ως ο στιχουργικός συνεργάτης του Gavin Ward.

Το 8ο album των βρετανών ονομάζεται “Those Once Loyal” και κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του 2005 και πάλι από τη Metal Blade Records. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή σε σχέση με τον προκάτοχό του. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού εδώ μιλάμε για το album που στέκεται επάξια δίπλα στο “…For Victory”, και για μερικούς το ξεπερνάει κιόλας. Δεν τους αδικώ, απλώς δε μπορώ να επιλέξω ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό. Τα χρειάζομαι και τα δύο.
Για την προώθηση του album έγινε ένα tour, το “Those Still Loyal”, με δύο σκέλη στην Ευρώπη. Το πρώτο ήταν μαζί με Malevolent Creation, Nightrage και Necrophagist (π*υτάνα όλα λέμε) ενώ στο δεύτερο συνέδραμαν στην κατεδάφιση οι God Dethroned και οι Kataklysm (εντάξει πιο χαλαρά – not).

Μετά το “Those Once Loyal” οι Bolt Thrower συνέχιζαν να περιοδεύουν και να εμφανίζονται σε διάφορα μέρη, και το 2007 αρχίζουν να δουλεύουν πάνω σε νέο υλικό. Το 2008 όμως με μια ανακοίνωση δηλώνουν πως σταματούν τη διαδικασία της συγγραφής νέων τραγουδιών καθώς το υλικό δεν ακούγεται όπως θα ήθελαν και πως δεν είναι ικανό να σταθεί ως συνέχεια του “TOL”. Αποφάσισαν να μην κυκλοφορήσουν καινούργιο album από το να κυκλοφορήσουν κάτι το οποίο θα χαρακτηριστεί ως πισωγύρισμα. Αυτό κυρίες και κύριοι λέγεται “κάτι Rχίδια ΝΑ!!!”

Αν και θα ήθελα (όχι μόνο εγώ) album από αυτούς κάθε τρεις και λίγο, παρόλα αυτά η απόφασή τους φάνηκε πέρα για πέρα τίμια, σεβόμενοι τόσο τους εαυτούς τους όσο και τους οπαδούς τους. Δυστυχώς όπως αποδείχτηκε, αυτό ήταν και το τελευταίο album που κυκλοφόρησαν ποτέ οι Bolt Thrower. Σαν κάποια αόρατη δύναμη να ώθησε τη μπάντα έτσι ώστε στο κύκνειο άσμα της να παραδώσει το αρτιότερό της πόνημα. Όπως είχαν δηλώσει και οι ίδιοι ο στόχος τους ήταν πάντα να σταματήσουν όταν θα κυκλοφορούσαν “το τέλειο Bolt Thrower album”. Οι δε στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού που κλείνει τον δίσκο αποδεικνύονται άκρως προφητικοί καθώς τα “κανόνια” αυτής της μεγάλης μπάντας σίγησαν για πάντα.

“I close my eyes
And even now
The distant memory remains
Of the last laments
To be played
When cannons fade”

Παρά το γεγονός πως δε φαινόταν στον ορίζοντα νέο album, η μπάντα συνεχίζει να παίζει ζωντανά, πράγμα που τη φέρνει στις Η.Π.Α. για πρώτη φορά μετά το 1994, στη γενέτειρά τους το Μπέρμιγχαμ μετά από 15 ολόκληρα χρόνια και στη χώρα μας για πρώτη φορά στη μακρόχρονη πορεία τους. Στις 29 και 30 Μαΐου 2010 οι Βρετανοί “αποβιβάζονται” και “ισοπεδώνουν” κατά σειρά Θεσσαλονίκη και Αθήνα, σε δύο εμφανίσεις οι οποίες θα μνημονεύονται για πάντα στα συναυλιακά δρώμενα της χώρας μας. Η παρακάτω φωτογραφία δεν είναι από εκείνο το live αλλά είναι ενδεικτική του κλίματος και της ανταπόκρισης του κόσμου σε μια συναυλία Bolt Thrower. Στο Gagarin 205 ένας τύπος έκανε crowd surfing με γύψο και πατερίτσες (respect ρε αλάνι).

Κι ενώ ο μύθος των Bolt Thrower συντηρούταν με τις σποραδικές live εμφανίσεις τους, οι όποιες ελπίδες για ένα νέο album εξανεμίστηκαν με τον θάνατο του ντράμερ τους, Martin Kearns στις 14 Σεπτεμβρίου 2015 σε ηλικία μόλις 38 ετών. Ένα χρόνο μετά, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του, οι Bolt Thrower δήλωσαν: “Όταν μεταφέραμε το φέρετρό του στην τελευταία του κατοικία, η θέση του ντράμερ των Bolt Thrower θάφτηκε μαζί του. Ήταν, και θα παραμείνει για πάντα Ο ντράμερ των Bolt Thrower, η κινητήριος δύναμή μας, ο φίλος μας Martin ‘Kiddie’ Kearns”.

Παρόλο που η μπάντα ανακοίνωνε πως δεν επρόκειτο να αντικαταστήσει ποτέ τον Kearns, η δήλωση δεν ξεκαθάριζε αν οι Bolt Thrower διαλύονταν επίσημα ή όχι. Το τοπίο ξεκαθάρισε λίγες μέρες αργότερα ο frontman Karl Willetts, ο οποίος δήλωσε: “Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι οι Bolt Thrower τελείωσαν οριστικά. Δε θα υπάρξουν περιοδείες επανένωσης κλπ… κανένας συμβιβασμός”.

Όσο κι αν πονάει η τελευταία αυτή δήλωση κι όσο κι αν κάποιες φήμες περί μιας πιθανής κυκλοφορίας στη μνήμη του Kearns που ακούστηκαν το 2017, αποδείχθηκαν απλώς φήμες, δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός πως οι Bolt Thrower υπήρξαν τιμιότατοι καθ’όλη τη διάρκεια της λαμπρής τους πορείας. Τόσο τίμιοι, που ακόμη και την ύστατη στιγμή έπραξαν με γνώμονα τη φήμη του ονόματός τους και όχι την πληρότητα του τραπεζικού τους λογαριασμού.
Εξάλλου όπως διέτειναν σε όλη την “πολεμική” σταδιοδρομία τους: “No Guts No Glory”.

Avatar photo
About Νίκος Κορέτσης 500 Articles
Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Dio δημιουργούσε ποίηση, τραγουδώντας “The world is full of kings and queens, who blind your eyes and steal your dreams…it’s Heaven and Hell”, “σφυρηλατήθηκε” μουσικά ακούγοντας τον Araya να ουρλιάζει “War ensemble” και συνέχισε την ενήλικη πλέον ζωή του διερωτώμενος “How did it come to this? Narcosynthesis” πατώντας στα χνάρια του αείμνηστου Dane. Διανύοντας πλέον την 4η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει πιστός υπηρέτης του heavy metal και ανοιχτός σε νέα μουσικά μονοπάτια (με μέτρο), συνδυάζοντας αυτά τα δύο με καλή παρέα και τη συνοδεία άφθονης μπύρας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει γιατρός, καθώς προσπαθεί με χειρουργικές κινήσεις να αποφεύγει τις κακοτοπιές που εμφανίζονται στη ζωή του, έχοντας στην κατοχή του το καλύτερο “ιατρικό εργαλείο” που ονομάζεται “ΜΟΥΣΙΚΗ”.