Άρθρο – Rock in Athens 1985

ΑΡΘΡΟ

Σε μια χρονική περίοδο δύσκολη και με ελάχιστες ροές πληροφορίας, η ελληνική σκηνή του ευρύτερου rock & roll ήχου πάλευε να χτίσει μια βάση και σε πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις να συμπορευτεί, έστω και μιμητικά, στις σύγχρονες μουσικές εξελίξεις. Ποτέ η εξουσία της πολιτείας δεν είδε τη δράση αυτή σαν εστία ενός μοντέρνου πολιτισμού και μιας επίκαιρης έκφρασης. Η σκηνή της Αθήνας κυνηγήθηκε ακόμα και από το θεωρητικά κεντρώο  ΠΑΣΟΚ. Η Μελίνα Μερκούρη και ο Αντώνης Τρίτσης, μέσα σε μία νύχτα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και αφού το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία, έκλεισαν όλα τα μπαρ και κλαμπ στην Πλάκα που φιλοξενούσαν live συγκροτημάτων.

Η ανακήρυξη της Αθήνας σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 1985, δρομολόγησε μια σειρά εξελίξεων. Έχει προηγηθεί η δεύτερη επικράτηση του κόμματος στις πρόσφατες εκλογές. Έχοντας ευαγγελιστεί την περιβόητη ιδέα της “Αλλαγής”, η πολιτική ηγεσία έκρινε σκόπιμη την διπλωματική απόπειρα να προσεγγίσει τη νεολαία, και να παγιώσει την επικράτησή της με το στήριγμα νεαρότερων ηλικιών. Το ΠΑΣΟΚ μετά τα επεισόδια στο Χημείο και την επιχείρηση “Αρετή” στα Εξάρχεια, έψαχνε τρόπους να αποκαταστήσει τη σχέση του με την νεολαία , την οποία θεωρούσε πελατεία του. Η τότε υπουργός πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη είχε την ιδέα να ξεφύγει από το τυπικό πλαίσιο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων που συνηθίζονταν και να διοργανώσει ένα μεγάλο γεγονός για τη νεολαία. Έτσι προέκυψε η ιδέα του “Rock In Athens”.

 Τη διοργάνωση ανέλαβε  το Υπουργείο Πολιτισμού, το Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας, ενώ την υλοποίηση της διοργάνωσης ανέλαβε η γαλλική εταιρεία “Nouvelles Frontieres”. Όσο έξυπνη, πρωτότυπη και προκλητική ήταν η ιδέα της τολμηρής Μελίνας να μεταφέρει μια σύνοψη της επίκαιρης μουσικής σκηνής της Ευρώπης στην καυτή Αθήνα, τόσο δύσκολη ήταν για τους εντελώς άπειρους Έλληνες εμπλεκόμενους, και η ενίσχυση των Γάλλων ήταν μονόδρομος. Η αρχική φιλοδοξία μάλιστα ήταν να γίνει θεσμός το φεστιβάλ, αλλά η οικονομική του αποτυχία άλλαξε τα πλάνα. Σε μια χώρα όπου οι συναυλιακές εμπειρίες έμοιαζαν με παραισθήσεις αναμνήσεων των Rolling Stones, Rory Gallagher, The Police, Talking Heads, Bauhaus και Nick Cave, το εγχείρημα έμοιαζε με ταξίδι στο άγνωστο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς τη λιγοστή συνολική μουσική πληροφορία (ΠΟΠ+ΡΟΚ, Μουσικόραμα), αλλά και τα αγεφύρωτα χάσματα μεταξύ των άγουρων μουσικών φυλών της χώρας.

Η Μελίνα πραγματοποίησε τις επαφές της με τον Γάλλο ομόλογό της, Ζακ Λανγκ, και οριστικοποιήθηκε ο χώρος και ο χρόνος τέλεσης του φεστιβάλ: στο Καλλιμάρμαρο το διήμερο 26 και 27 Ιουλίου, με τη σημαντική οριστική σύμπραξη του γαλλικού πρακτορείου “Nouvelles Frontières”. Η φιλοδοξία να προσεγγίσουν κάποια από τα πιο επίκαιρα ονόματα της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας επικυρώθηκε με τα ονόματα των Stranglers, Depeche Mode, The Cure, Nina Hagen, φυσικά την πέτρα του σκανδάλου που άκουγε στο όνομα Boy George και το διάσημο σχήμα του Culture Club, αλλά και το μεγάλο κρυφό χαρτί του φεστιβάλ, τους μυθικούς The Clash. Η παρέα του Joe Strummer εμφανίστηκε σαν guest group (έτσι αναγράφονται στην αφίσα του φεστιβάλ) γιατί δεν ήθελε να είναι στην ίδια λίστα με τους Culture Club. Έφτασαν κρυφά στην Αθήνα γιατί δεν ήθελαν να συναντήσουν κανέναν άλλο μουσικό, το Σάββατο το μεσημέρι λίγες ώρες πριν βγουν στη σκηνή. Οι The Clash δεν ειδοποίησαν ούτε τη δισκογραφική τους κι έτσι δεν υπήρχε υποδοχή ούτε καν τρόπος να μεταφέρουν τα όργανά τους. Ένας ιδιώτης τους μετέφερε στο ξενοδοχείο με το ημιφορτηγό του. Ο αστικός μύθος λέει πως, όταν ρώτησαν τον Strummer για την επίθεση εναντίον του Boy George, είπε: “θα ήθελα πολύ να είμαι με το κοινό και να του πετάω και εγώ πέτρες”. Οι καταπληκτικοί Talk Talk του μεγάλου Mark Hollis δεν είχαν την ανάλογη δημοφιλία στο κοινό της Αθήνας, ενώ οι Γάλλοι Telephone ήταν μάλλον προσθήκη του πρακτορείου διοργάνωσης. Το μοναδικό ελληνικό σχήμα που υπήρχε στα πλάνα για το φεστιβάλ ήταν οι Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση. Αρχικά ήταν θετικός, θεωρώντας πως η συναυλία θα γινόταν με κρατική επιχορήγηση, όταν όμως έμαθε για τις χορηγίες πολυεθνικών επιχειρήσεων, απέρριψε την πρόταση.

Στη συνολική ανακοίνωση του line up, οι λίγοι και έμπειροι, και αρκετά σχετικοί με το αντικείμενο αντιλήφθηκαν, πως στην απόπειρα να καλυφθεί ένα ευρύ φάσμα μοντέρνων ακουσμάτων, μοιραία θα υπήρχε αντίστοιχα ετερόκλητο κοινό, με ότι αυτό συνεπάγεται. Για να γυρίσουμε για λίγο στα κοστολόγια της δραχμής, συνολικές αμοιβές 45 εκατ. δρχ. δόθηκαν στους καλλιτέχνες,  χωρίς να ανακοινωθεί το κασέ του καθένα. Οι συναυλίες κινηματογραφήθηκαν και η ΕΡΤ πλήρωσε 6 εκατ. για τα δικαιώματα των πλάνων. 2.000 δρχ. για τις δυο ημέρες και 1.200 δρχ. για την κάθε ημέρα στοίχιζε το εισιτήριο. Οι τζαμπατζήδες πλήρωσαν μόνο 500 δρχ. μετά από διαπραγματεύσεις τη δεύτερη ημέρα και για την αποφυγή νέων επεισοδίων. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, ζεστά κουτάκια αναψυκτικών πουλήθηκαν μέχρι και 500 δρχ. εκείνες τις ημέρες, κυρίως σε τουρίστες. Αναφερόμαστε σε μια εποχή που τα αναψυκτικά στοίχιζαν 50 δρχ. και ένα πακέτο τσιγάρα δεν ξεπερνούσε τις 220. Ένα ατυχές πάρτι στήθηκε από τους διοργανωτές προς τιμήν των καλλιτεχνών, ακριβώς την προηγούμενη του φεστιβάλ, στις 25 Ιουλίου στην πισίνα του Χίλτον. Ελάχιστοι καλλιτέχνες βρέθηκαν εκεί, κυρίως μέλη των συγκροτημάτων. Οι μεγάλοι σταρ απουσίαζαν όλοι. Οι περισσότεροι από τους δημοσιογράφους δεν αναγνώριζαν καν τους καλλιτέχνες και αστείες παρεξηγήσεις δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των συνομιλιών τους. Το πάρτι κατέκλυσαν τοπικές διασημότητες και μη της εποχής.

Αν υπάρχει μια σημαντική καλλιτεχνική συγκυρία που μπορεί να καταλογίσει κανείς στο πρώτο σημαντικό μουσικό φεστιβάλ που έγινε στη χώρα μας, είναι η οριακή χρονική στιγμή για μερικούς από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες που πήραν μέρος. Οι The Clash έδωσαν μια από τις τελευταίες εμφανίσεις της διαδρομής τους στην Αθήνα. Ήταν η μπάντα που έκλεισε το φεστιβάλ. Λίγες ώρες πριν την επίσημη εμφάνισή τους, πρέπει να ήταν γύρω στις 13.00 ώρα Ελλάδος, ανέβηκαν στη σκηνή του Rock In Athens (χωρίς των τραγουδιστή τους Joe Strummer) να κάνουν soundcheck. Μόλις το κοινό που βρισκόταν έξω τους άκουσε να ερμηνεύουν το τραγούδι “Police On My Back” άρχισε να σκαρφαλώνει στις σκαλωσιές που είχαν στηθεί πίσω από τη σκηνή για να τους παρακολουθήσει. Το συγκρότημα αποχώρησε από τον χώρο της συναυλίας λίγο μετά, με τις προτροπές των διοργανωτών, για τον φόβο επεισοδίων. Τα μέλη του έφυγαν με τα πόδια από το Παναθηναϊκό Στάδιο προς το Χίλτον, όπου οι έμεναν όλες οι μπάντες που συμμετείχαν στο φεστιβάλ. Επέστρεψαν από εκεί στη σκηνή του Καλλιμάρμαρου δίνοντας μια από τις κορυφαίες εμφανίσεις τους.  Ο Joe Strummer δεν παρέλειψε να σκίσει με σουγιά ένα διαφημιστικό πανό της Coca Cola.

Για τους Culture Club ήταν η αρχή του τέλους , έχοντας τότε ήδη βρεθεί στο απόγειο της καριέρας του. Μετά την υπέρμετρη επιτυχία που είχε γευτεί θα βούταγε στην παρακμή. Οι Culture Club ήταν κόκκινο πανί για το κοινό της Αθήνας. Αντιπροσώπευαν το συστημικό mainstream της μουσικής βιομηχανίας που οι rockers, και οι punk-rockers, αντιπαθούσαν. Η εμφάνιση της μπάντας συνοδεύτηκε από ρίψεις του κοινού προς τη σκηνή, κουτιών μπύρας, πλαστικών μπουκαλιών νερού , σε πολλές περιπτώσεις γεμάτων με ούρα. Ο ήχος, η εμφάνιση του, ακόμη και ο διάλογος που άνοιξε με το κοινό, έδωσε μια άλλη όψη στην συναυλία , αφού κατάφερε στην κυριολεξία να ξεσηκώσει το κυρίως πλήθος. Με το γνωστό εκκεντρικό του ντύσιμο και τις άνετες κινήσεις του έδωσε ένα πραγματικό ρεσιτάλ που έμεινε στις μνήμες όσων το παρακολούθησαν. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί μπροστά στη σκηνή συνέχισε να τον αποδοκιμάζει έντονα, και ο εκκεντρικός καλλιτέχνης δείχνοντας αξιοθαύμαστη ψυχραιμία εμπλούτισε την παρουσία του με κοροϊδευτικά γέλια και χειρονομίες, επικαλέστηκε τη διεθνή προσφώνηση “μαλάκας”, ενώ δεν παρέλειψε να πει πως “αν δεν ήταν κυρία, θα τους έδειχνε τον κώλο του”…

Οι Depeche Mode μάγεψαν την Αθήνα. Από σκηνής, ο τραγουδιστής τους Dave Gahan έδειξε πως το rock attitude συμπράττει με το εσωστρεφές electro που έπαιζε η μπάντα ξεσηκώνοντας το κοινό. Οι Depeche Mode ανέβηκαν στη σκηνή του φεστιβάλ την ίδια στιγμή που οι τζαμπατζήδες μετά από απανωτά ντου ενάντια στην αστυνομία, αλλά και μετά από μια μικρή πυρκαγιά που ξέσπασε στον λόφο που συνορεύει με το Παναθηναϊκό στάδιο, κατάφεραν να μπουν στο φεστιβάλ, να το παρακολουθήσουν δωρεάν. Η εμφάνιση των Depeche Mode στην Αθήνα άνοιξε λογαριασμό με το αφοσιωμένο πια μαζί τους ελληνικό κοινό. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την επιβλητική εμφάνιση των The Cure, οι οποίοι με έμβολα εμφατικά τους κομμάτια όπως τα “Killing an Arab” και “A Forest”, άλωσαν πέρα από τους μυημένους μεγάλο μέρος του κοινού και καθιέρωσαν την φρενίτιδα που ακολούθησε μαζί τους. Η Nina Hagen συντήρησε εντυπωσιακά το μύθο της, αν και τα τερτίπια της εκτός σκηνής μάλλον βόλεψαν περισσότερο κάποιους. Προσήλθε στο Καλλιμάρμαρο μετά από μια εβδομάδα διακοπών στην Κρήτη όπου σύμφωνα με αινιγματικές δηλώσεις της, αναζήτησε την ειρήνη.  Έτυχε υποδοχής ανάλογης αρχηγού κράτους, την οποία αντιμετώπισε με σνομπ διάθεση. Σε μια συνέντευξη τύπου μάλλον εριστική κι από τις δυο πλευρές, η Nina Hagen δήλωσε: “Είμαι αυτή που είμαι και θα το καταλάβετε όταν δείτε τη συναυλία μου. Τότε μπορεί να καταλάβετε κι εσείς ποιοι είστε”. Χαρακτήρισε το τείχος του Βερολίνου, το οποίο φυσικά υπήρχε ακόμα, ωραίο μέρος για γκράφιτι. Οι δημοσιογράφοι της εποχής δεν μπορούν να ξεχάσουν τον βίαιο τρόπο απώθησής τους τόσο από την ίδια όσο και από τη φρουρά της. Όμως η Nina Hagen απαίτησε να γνωρίσει τη Μελίνα Μερκούρη η οποία βρισκόταν στον συναυλιακό χώρο και, φυσικά, το πέτυχε.

Το “Rock In Athens” άνοιξε την πόρτα για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις και έβαλε την χώρα, έστω και κάπως άγαρμπα, στον συναυλιακό χάρτη της Ευρώπης. Για μια χώρα με ανύπαρκτη ανάλογη εμπειρία, αυταρχική αστυνομική ηγεσία, πιεστική κοινωνική προκατάληψη για τέτοια γεγονότα, αλλά και ένα μουσικό κοινό κατά βάση απαίδευτο και με ακαλλιέργητη νοοτροπία φανατισμού, πολλά θα μπορούσαν να είχαν πάει πολύ χειρότερα.  Χωρίς αυτό να σημαίνει πως έλειψαν τραγελαφικές σκηνές και τακτικές αυτοσχεδιασμού που θα χαρακτήριζαν για πολλά χρόνια ακόμα την ελληνική πραγματικότητα στον χώρο αυτό.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1278 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.