Γράφει ο Γιώργος Μπατσαούρας
Η προ μηνών ανακοίνωση της δεύτερης «μεταλλικής» ημέρας του Release Festival, έβαλε πολύ κόσμο στην πρίζα, με τους οπαδούς του παραδοσιακού heavy metal να μετράνε μέρες μέχρι να φτάσει η 21η Ιουλίου. Από νωρίς την Κυριακή στα τηλέφωνα με φίλους και γνωστούς για να δοθούν οδηγίες – συντεταγμένες σχετικά με το σημείο συνάντησης. Έλα όμως που το πλήθος που κατέκλυσε την Πλατεία Νερού στα όρια του sold out, είχε άλλη άποψη καθώς από ένα σημείο και μετά, ήθελε κότσια να διασχίσεις το χώρο για να συναντήσεις όλους όσους ήθελες. Ας είναι! Μεγάλη η χαρά να βλέπεις τόσο κόσμο να προσέρχεται για να τιμήσει και να τιμηθεί από την απόδοση των συγκροτημάτων.
Saturday Night Satan
Οι Saturday Night Satan μου είχαν κινήσει ήδη το ενδιαφέρον από το ντεμπούτο album τους ‘All Things Black’ και μου είχαν αφήσει θετικές εντυπώσεις ως support των Green Lung στην πρόσφατη συναυλία τους στην Αθήνα. Οπότε στο ερώτημα καύσωνας ή να παραστώ έγκαιρα ώστε να προλάβω την εμφάνιση τους, η πλάστιγγα έγειρε σαφέστατα προς τη δεύτερη εκδοχή. Έτσι λοιπόν, εφοδιασμένος με καπελάκι και μπόλικα νερά, έλαβα θέση μπροστά στη σκηνή. Προς ευχαρίστηση μου, αρκετοί ακόμα είχαν την ίδια θέληση να παρακολουθήσουν την πρώτη μπάντα της ημέρας. Μπήκαν δυναμικά με το ‘Lurking In The Shadows’, συντροφιά με τον καλό ήχο – σήμα κατατεθέν του φετινού Release. Θέλει κότσια να ανοίξεις μια βραδιά αφιερωμένη σε μεγαθήρια του είδους, σε συνθήκες Υποσαχάριας Αφρικής, και ο Jim Kotsis με την παρέα του τα έδειξε και με το παραπάνω.
Άρτιοι εκτελεστικά, απέδωσαν παθιασμένα το υλικό του πρώτου δίσκου τους, κερδίζοντας το χειροκρότημα και τον έπαινο των παρευρισκόμενων. Μου έλειψε το αγαπημένο μου ’By The River’, αλλά απολύτως κατανοητό λόγω του περιορισμένου χρόνου που είχαν στη διάθεση τους. Σαφώς ανώτεροι της τελευταίας φοράς που τους είδα, καθώς η δραστήρια παρουσία τους στα συναυλιακά σανίδια όλο αυτόν τον καιρό, τους έχει δέσει ως σύνολο και τους έχει δώσει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση. Απόδειξη των παραπάνω, η τραγουδίστρια Kate Soulthorn που έδειξε μεγάλη άνεση τόσο φωνητικά, όσο και ως σκηνική παρουσία. Τα ‘Witches’ Dance’ και ‘Devil In Disguise’ που έκλεισαν το set τους, ανέβασαν τη διάθεση του κοινού, όντας τα κατάλληλα ορεκτικά για την καυτή συνέχεια.
Saturday Night Satan setlist:
Lurking In The Shadows
Rule With Fire
All Things Black
5AM
Witches’ Dance
Devil In Disguise
Accept
Το εξώφυλλο του ‘Humanoid’ και τα συναφή εικαστικά εμφανίζονται στη σκηνή, προμηνύοντας την έλευση των πατριαρχών του τευτονικού metal. Μπορεί στην τελευταία εκδοχή των Accept να έχει απομείνει μόνο ο ιστορικός τους ηγέτης, Wolf Hoffman, αλλά παραμένουν εγγυημένα σταθεροί τόσο σε δισκογραφικό επίπεδο, όσο και σ’ αυτό των live εμφανίσεων. Τόσο σίγουρος ότι θα περάσεις καλά σε μια συναυλία τους, όσο και ότι ο Σποράρ θα κάνει κοντρόλ με το καλάμι και θα στείλει τη μπάλα στις ταράτσες των προσφυγικών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ο Wolf στο πηδάλιο ταξιδεύει το καράβι τους σε ήρεμα νερά προσφέροντας σε κάθε ευκαιρία ποιοτικό και καλοπαιγμένο heavy metal. Συνοδοιπόρος επί χρόνια σ’ αυτή την προσπάθεια, ο Mark Tornillo στη φωνή. Η πρώτη μεταγραφή σε μπάντα, για την οποία θα μιλήσουμε σ’ αυτό το κείμενο, η οποία πριν μια δεκαπενταετία οδήγησε στην παρατεταμένη δεύτερη νιότη του θρυλικού συγκροτήματος.
Ο κόσμος πλήθυνε μπροστά από τη σκηνή και οι πρώτες νότες από το ‘The Reckoning’ σήμαναν την αρχή ενός αξέχαστου heavy metal party. Μετά το ‘Humanoid’ που ακολούθησε, άφησαν προς στιγμήν στην άκρη τις συστάσεις του νέου τους δίσκου για να μας σφυροκοπήσουν τα ‘Restless and Wild’ και ‘Breaker’. Η θερμοκρασία ανεβαίνει απότομα στην πλατεία καθώς τα ‘Princess Of The Dawn’ και ‘Metal Heart’ που έπονται του ‘Straight Up Jack’, δίνουν την ευκαιρία για ξέφρενο sing along και headbanging. Το intro του ‘Fast As A Shark’ σκορπίζει ηδονικά χαμόγελα στο κοινό, που απολαμβάνει την οργιώδη εκτέλεση του τραγουδιού-προπομπού του speed metal. H παρουσία του Joel Hoekstra (ex-Whitesnake μεταξύ άλλων) στη μία εκ των τριών κιθαρών απολαυστική, καθώς δίνει ρέστα με το παίξιμο και τη σκηνική του παρουσία. Από κοντά και η έτερη παλιοσειρά πλέον, Uwe Lulis, που κράτησε το ρυθμό και όταν απαιτήθηκε κέρασε κι αυτός τα solo του. Για το Wolf ότι και να ειπωθεί είναι λίγο. Κιθαρίστας σύμβολο του χώρου που όταν κράτησε τη λευκή Flying V στα χέρια του, νοσταλγία και πάθος μπλέχτηκαν αρμονικά.
Τα ‘Teutonic Terror’ και ‘Pandemic’ έχουν αποκτήσει από καιρό τη στόφα των κλασικών της ύστερης περιόδου του συγκροτήματος, ενώ στο ‘Balls To The Wall’ που έκλεισε την εμφάνιση τους μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Ο κιθαρίστας-παραγωγός Andy Sneap ανέβηκε στη σκηνή μαζί τους και με τις τέσσερις πλέον κιθάρες μας ισοπέδωσαν οριστικά. Οι Accept ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους Saxon και λίγα ακόμα συγκροτήματα του χώρου. Σταθερά ποιοτικοί, μπορεί να τους βλέπεις εάν ήταν εφικτό, σε εβδομαδιαία βάση και να φεύγεις πάντα με την ίδια χαρούμενη φάτσα. Συνέχισαν απτόητοι το σερί των εξαιρετικών εμφανίσεων τους στη χώρα μας. Auf wiedersehen λοιπόν και ελπίζω σύντομα στα λημέρια μας.
Accept setlist:
The Reckoning
Humanoid
Restless and Wild
Breaker
Straight Up Jack
Princess of the Dawn
Metal Heart
Fast as a Shark
Teutonic Terror
Pandemic
Balls to the Wall
Γράφει ο Σταύρος Βλάχος
Bruce Dickinson
«Πιστεύω ότι η πρώτη δοκιμασία ενός πραγματικά σπουδαίου ανθρώπου είναι στην ταπεινότητά του». Η φράση αυτή του John Ruskin, αποτελούσε τον πρόλογο της συνέντευξης του Blaze Bayley στο Soundcheck, του αντικαταστάτη του Bruce Dickinson στην «ηλεκτρική καρέκλα» των θρύλων του heavy metal, Iron Maiden. Ο συμπαθέστατος, λατρευτός και αδικημένος από πολλούς Blaze, έχει «επιβάλλει» την ταπεινότητα ως βασική αρετή στην πορεία του. Αντίθετα ο Bruce, ποτέ δεν απέκρυψε τις πραγματικές πτυχές της ιδιάζουσας, χαρισματικής και ισχυρής προσωπικότητάς του, καθ’ όλες τις εκφάνσεις της καλλιτεχνικής του υπόστασης, χωρίς να απέχει παρασάγγας όμως ή να προσεγγίζει αντιδιαμετρικές αποστάσεις, σχετικά με την ανωτέρω αρετή, που δεν είναι και στα κύρια χαρακτηριστικά του.
Η εμφάνιση, της Κυριακής που μας πέρασε, του λατρεμένου, στην συντριπτική πλειονότητα του Ελληνικού κοινού «Βρασίδα», θα αποτελούσε την 51η και ακροτελεύτια της περιοδείας του για το “The Mandrake Project”. Αυτήν, που είχε στήσει με μία εκπληκτική, όπως αποδείχθηκε, μπάντα. Θα ακολουθούσε δε, την πρόσφατη πολυσυζητημένη με τους Iron Maiden, περικλείοντας έξτρα αγωνία (και παρά τις ανακοινώσεις που είχαν προηγηθεί, αλλά και πολυάριθμα σχόλια στο διαδίκτυο), για τυχόντα νέα….«παρατράγουδα».
Εντός πλαισίου του χρονοδιαγράμματος, εμφανίστηκε ιδιαίτερα ορεξάτος, σαν να μην πέρασε μια μέρα, ούτε να μεσολάβησε το οτιδήποτε. Απέχοντας από τον βαθμό ακατάπαυστης κινητικότητας που παρουσιάζει παραδοσιακά με τους Maiden, προσάρμοσε κάπως παραπάνω την απόδοση του setlist στην θεατρικότητα και την αφηγηματικότητα, εκεί όπου οι προσωπικές του ικανότητες (πιστοποιημένα και με ξεχωριστή …..tour) περισσεύουν, μην λησμονώντας να…..σκαρφαλώσει σε στύλο της σκηνής για να επικοινωνήσει με το κοινό σε κάθε άκρη της πλατείας, με κύριο όμως χαρακτηριστικό, ότι κυρίως έδειχνε εξαρχής να βιώνει την εμφάνισή τους και να αποτελεί συμμετέχοντα παράγοντα, άλλοτε στα κρουστά, άλλοτε ως μοναδικός στο να καταφέρνει να ξεσηκώνει το κοινό, όταν τα μέλη της μπάντας δεν…..«αρκούσαν». Δεν θεωρείται τυχαία άλλωστε, ένας από τους κορυφαίους frontmen στην ιστορία.
Πιστός και σε ότι είχε προαναγγείλει, περιορίστηκε, σχεδόν ισότιμα, κατανέμοντας το setlist, στα “The Chemical Wedding”, “Accident of Birth”, “Balls to Picasso”, “Tyranny of Souls” και φυσικά τον πιο πρόσφατο, «αμελώντας» τα “Skunkworks” και “Tattoed Millionaire” (χώραγε νομίζω ένα “Son of a Gun” ή ένα “Born in ’58”, όχι;), φαινομενικά, πλήρως ικανοποιώντας το κοινό του Release.
Τα μάτια δύσκολα ξεκολλούσαν από τη γιγαντοοθόνη και τα κοντινά στους μουσικούς και τον ίδιο. Είχα γράψει στο επεισοδιακό, προηγούμενο live, ότι προσωπικά, δεν αντιμετωπίζω τον Bruce όπως τον μέσο τραγουδιστή heavy metal μπάντας, αλλά στην elite για πολλαπλούς λόγους Η τότε συμπεριφορά του (ως Ιστορικός, Πιλότος, καλλιτέχνης που έχει πραγματοποιήσει ΚΑΙ παγκόσμια περιοδεία με show λόγου (όσο κι αν είχε τα δίκια του και συν τα μεσαία δάχτυλα, κάποια στιγμή στις γιγαντοοθόνες) με είχε πικράνει. Η ζωή όμως δεν σταματά να σε εκπλήσσει ευχάριστα και συνήθως, εκεί που δεν το περιμένεις.
Δεν ήταν μόνο οι φοβεροί House Band of Hell, με τον εκπληκτικό Chris Declercq και τον επιβλητικό Philip Naslund στις κιθάρες, την Ιρλανδή (!) τυπάρα Tanya O’Callaghan στο μπάσο, τον Maestro Mistheria (Giuseppe Iampieri) στα πλήκτρα και τον Dave Moreno στα drums, που συνθέτουν (αναμενόμενα ως επιλογές του) ένα «μεστό» και υπερταλαντούχο group μουσικών. Ήταν οι εκφράσεις του που χαράχθηκαν στη μνήμη (τουλάχιστον του γράφοντα), ως μία ειλικρινής, έμπρακτη «μεταμέλεια». Ως ακόμα μία προσωπική του ανακούφιση και ικανοποίηση. Ως μία «μεγαλειώδης υποχώρηση» ενός πραγματικά σπουδαίου, για τον οποίον δεν είναι και ότι το πιο συνηθισμένο. Για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, για να κλείσει το ατυχές κεφάλαιο και μαζί μία ακόμα μεγάλη περιοδεία, προσωπική αυτήν τη φορά και να μας αφήσει με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Μία, ως φαινόταν, ειλικρινής στάση.
Συμπράττοντας κι εμείς αυτήν τη φορά, στην σύσταση μιας ονειρικής, μουσικής νύχτας, χωρίς το παραμικρό, μα με τόσα μεγάλα ταυτόχρονα. Αφήνοντας στην άκρη, «στο πηλίκο», τις μαγικές στιγμές που ζήσαμε με το “Tears of the Dragon”, τις εξάρσεις στα “Book of Thel” και “Darkside of Aquarius”, αλλά και την «μερική» ικανοποίηση στο «κουτσουρεμένο», έστω, “Alexander the Great”, που θαρρείς ήταν ακόμα ένα ειλικρινές δώρο από μέρους του, κάθε «σκιά» του παρελθόντος.
Χαζεύοντας πότε στην οθόνη, πότε στο βάθος όπου το βλέμμα έβλεπε μόνο παραπάνω κόσμο σε μία μοναδική «λαοθάλασσα» ή εκεί τριγύρω, όπου μπορούσε να συναντήσει μέλη από τις καλύτερες μπάντες της χώρας να αναμένουν ανυπόμονα και να «χτυπιούνται», να «χτυπιόμαστε» σαν να ζούσαμε ξανά την εφηβεία μας με την παρουσία ενός θρύλου και του έργου του, στην τωρινή, πιο «γήινη» κατάσταση, δε μπορούσες παρά να γεμίσεις συναισθήματα και να φύγεις πλήρης από την εμφάνιση του Bruce και της εκλεκτής παρέας του.
«Ποτέ μη λες ποτέ» λέει ο θυμόσοφος λαός, και ήταν ακόμα μία τέτοια βραδιά επιβεβαίωσης αυτού. Συνυπολογίζοντας το «κούμπωμα» της αγωνίας αλλά και της μνήμης των προηγούμενων σκηνικών, συνάμα με το ότι κάθε άλλο παρά αποτελώ «μονομεϊντενάκια», για τον υποφαινόμενο, ήρθε απλά (με εξέπληξε απρόσμενα) και μας «μάγεψε», και κυριάρχησε, συνυπολογίζοντας στη σπουδαιότητα αυτού, ότι μεσολάβησε ανάμεσα στους, αναμενόμενα (ακόμα μία φορά), εξαιρετικούς Accept και το μεγαλείο των Judas Priest, του εμβληματικού “Metal God” Rob, αλλά και του «άστρου», της αξίας και της «νέας πνοής» που τους έχει δώσει ο Richie Faulkner. Όταν δε ξεχωρίζεις στην καλύτερη, συνολικά, heavy metal νύχτα, ακόμα και από εκείνη που συνέθεσαν οι (εκπληκτικοί) Megadeth, οι Blind Guardian και οι Grand Magus, αυτό λέει πολλά…..
Bruce Dickinson setlist:
Accident of Birth
Abduction
Laughing in the Hiding Bush
Afterglow of Ragnarok
Tears of the Dragon
Resurrection Men
Rain on the Graves
Frankenstein (The Edgar Winter Group cover)
Book of Thel
The Alchemist
Darkside of Aquarius
Road to Hell
{Alexander the Great (Iron Maiden song)}
Γράφει ο Γιώργος Μπατσαούρας
Judas Priest
Στη περίπτωση του Heavy metal τα πράγματα είναι απλά και ξεκάθαρα. Γεννήθηκε στο Birmingham από τους Black Sabbath και βαπτίστηκε από τους Judas Priest. Τελεία και παύλα. Κάθε επιστροφή στη χώρα μας του θρυλικού συγκροτήματος, αποτελεί φιέστα των απανταχού metalheads. Πόσο μάλλον όταν κι αυτή τη φορά κουβαλάνε στις αποσκευές τους ένα ακόμα εξαιρετικό album, όπως το φετινό ‘Invincible Shield’. Οι σειρήνες του ‘War Pigs’ από τα ηχεία ξεσηκώνουν και προκαλούν πρώιμο ντελίριο στο πλήθος. Η κουρτίνα πέφτει και η επίθεση με το ‘Panic Attack’ ξεκινά. Η χαμηλή ένταση των φωνητικών του Halford βελτιώνεται στο αμέσως επόμενο ‘You’ve Got Another Thing Comin’’ και είναι πρόδηλοι οι οιωνοί ότι μπροστά μας θα εκτυλιχθεί μια ακόμα ιστορική βραδιά. ‘Rapid Fire’ και η μπάντα στο σύνολο της μοιάζει σε δαιμονιώδη φόρμα, ενώ στο ‘Breaking The Law’ σείονται τα τσιμέντα της Πλατείας Νερού από τις ιαχές του κόσμου.
Το πλήθος σε έκσταση, ανάμεσα του και πολλά μικρά παιδιά που οι γονείς τους έφεραν στην πρώτη τους ίσως μεγάλη metal συναυλία. Αισιόδοξη εικόνα να τη βλέπεις, με τα χαρούμενα πρόσωπά τους να σου φτιάχνουν τη διάθεση ακόμα περισσότερο. Από την άλλη μεριά ο ‘αρματωμένος’ Rob Halford συγκινεί με την προσπάθεια του να ανταπεξέλθει την αποπνικτική ζέστη και να χαρίσει ανατριχίλες με τη φωνή του αποδεικνύοντας ότι η βιολογική ηλικία για μερικούς ανθρώπους είναι απλά ένα αριθμός. Κοντοστάθηκε, μάζεψε ανάσες και δύναμη, και σηκώθηκε ξανά όρθιος ως άλλος Τιτάνας να αποτελειώσει το έργο του. Η όποια κουβέντα για την κατάσταση της φωνής, που συνήθως γίνεται εκ των υστέρων στα διαδικτυακά καφενεία, τελειώνει οριστικά στην ύστατη τσιρίδα του στο έπος των επών ‘Victim Οf Changes’. Πείτε μου εκεί έξω, ποιος άλλος έχει τα καρύδια να ακουμπήσει ένα τέτοιο τραγούδι, αντίστοιχων φωνητικών απαιτήσεων, στην ίδια ηλικία με το Rob Halford; Μάλιστα στα solo του Richie Faulkner στο ίδιο κομμάτι είχαμε την πρώτη ‘εμφάνιση’ του Glenn Tipton στο video wall, σηκώνοντας τις τρίχες από συγκίνηση σε περίπου 20.000 θεατές.
Η δεύτερη μεταγραφή για την οποία μίλησα πρωτύτερα, κρατάει τα κιθαριστικά ηνία των Priest. O κύριος Faulkner είναι η ζωοδόχος πηγή και κινητήρια δύναμη της σημερινής εκδοχής των Βρεττανών. Αλάνθαστος εκτελεστικά, έπαιξε με χαρακτηριστική άνεση τόσο τα solo του K. K. Downing όσο και του Tipton, γεγονός υψηλού βαθμού δυσκολίας αν το καλοσκεφθείς. Ουσιαστικός και ο Andy Sneap στην άλλη κιθάρα, αφοσιωμένος στο ρυθμικό του ρόλο, αλλά και ακριβής όταν απαιτήθηκε στα solo του. Ο Ian Hill αέναος στυλοβάτης στη μπάντα και στο μπάσο του, ενώ για τον Scott Travis τι να πει κανείς… Ο σωσίας του συντάκτη μας Γιώργου Γεωργίου, ποιοτικός, δυναμικός και σταθερός στα τύμπανα του, όσο και τα κείμενα του Γιώργου. Όταν τον βλέπεις δε, να παίζει αγόγγυστα και με χαμόγελο στα χείλη το drum intro του ‘Painkiller’ καταλαβαίνεις για ποια παγκόσμια κλάση μιλάμε.
Θερμή υποδοχή στα καινούργια ‘Crown of Horns’ και ‘Invincible Shield’ τα οποία εντάχθηκαν ιδανικά στο setlist ανάμεσα σε αιώνιους ύμνους όπως τα ‘Riding on the Wind’, ‘Devil’s Child’, ‘Sinner’ και ‘Turbo Lover’. Τα ‘The Green Manalishi (With the Two Prong Crown)’ και ‘Painkiller’ έκλεισαν το κανονικό set μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Το ‘Hellion’ από τα ηχεία προετοιμάζει το έδαφος για τη δεύτερη εισβολή τους, που υλοποιείται με τη φυσική του συνέχεια που δεν είναι άλλη από το ‘Electric Eye’. Το μαρσάρισμα της μηχανής του Halford, μας οδηγεί στον ‘αυτοκινητόδρομο’ του ‘Hell Bent For Leather’, ενώ το πάρτι ολοκληρώνεται με όλο τον κόσμο να τραγουδά ολόψυχα το refrain του ‘Living After Midnight’.
Όσοι μιλούν για δεινοσαύρους της μουσικής να τους πληροφορήσω ότι οι Judas Priest ανήκουν στο είδος των T-Rex, που μασουλούν με άνεση όποιον αμφισβητία βρεθεί στο διάβα τους. Το ‘We Are The Champions’ των Queen που μας ξεπροβοδίζει, λειτουργεί ως απλή αλλά σημαντική υπενθύμιση για το ποιοι είναι οι πραγματικοί πρωταθλητές της μουσικής μας. Αν θέλεις και ένα αρνητικό σχόλιο, θα σου κάνω τη χάρη. Αυτό δεν είναι άλλο από τις τιμές του merchandise, όπου η τιμή ενός T-shirt των Priest εφαπτόταν της αρχικής τιμής προπώλησης των εισιτηρίων. Άψογη οργάνωση από μεριάς διοργανωτών δεδομένου του κόσμου που κατέκλυσε στο χώρο, διαυγής και ξεκάθαρος ήχος που συντέλεσε στο maximum της απόλαυσης και οργιώδης εμφάνιση από όλα τα συγκροτήματα της ημέρας, οδήγησαν στο να γραφτεί μια ακόμα χρυσή σελίδα στη φεστιβαλική εγκυκλοπαίδεια της χώρας μας.
Judas Priest setlist:
Panic Attack
You’ve Got Another Thing Comin’
Rapid Fire
Breaking the Law
Riding on the Wind
Devil’s Child
Sinner
Crown of Horns
Turbo Lover
Invincible Shield
Victim of Changes
The Green Manalishi (With the Two Prong Crown) (Fleetwood Mac cover)
Painkiller
Encore:
The Hellion
Electric Eye
Hell Bent for Leather
Living After Midnight
Φωτογραφίες: Γιώργος Μπατσαούρας