RUSH: “Grace Under Pressure”

ALBUM TRIBUTE

Η πλέον διχαστική, για τους οπαδούς των Rush, περίοδος των synthesizers ξεκίνησε με την κυκλοφορία του “Signals” το 1982.

Στην πραγματικότητα βέβαια, η είσοδος του group στη δεκαετία του ’80 με το σπουδαίο “Moving Pictures” του 1981, περιείχε όλα τα μηνύματα και τις προειδοποιήσεις για τη διάθεση των τριών μουσικών να μεταφέρουν τις μουσικές τους εκφράσεις με τους κώδικες, τα μέσα, και τον αντίκτυπο της εποχής στις καρδιές και τα μυαλά τους.

Τον Ιούλιο του 1983 ολοκληρώθηκε η περιοδεία του γκρουπ για το “Signals” με μία εμφάνιση στη Νέα Υόρκη. Μετά από πολλούς προβληματισμούς και συζητήσεις, μια σημαντική απόφαση είχε παρθεί ομόφωνα: ανακοινώθηκε η λήξη συνεργασίας με τον μόνιμο ως τότε παραγωγό τους –και σχεδόν τέταρτο μέλος τους- Terry Brown. Η σχετική δυσαρέσκειά τους για το τελικό αποτέλεσμα του “Signals” και ο μη εύστοχος παραγκωνισμός της κιθάρας του Lifeson, σε συνδυασμό με τη γενική τους διάθεση για εξέλιξη τους ώθησε στο τέλος.

Οι Rush απευθύνθηκαν στον Άγγλο παραγωγό Steve Lillywhite, γνωστό από τις δουλειές του με πολύ μεγάλα ονόματα όπως οι U2, Rolling Stones, Peter Gabriel, Ultravox και πολλούς άλλους. Μία πρόταση από τους Simple Minds ήταν αρκετή για να παρατήσει ο Lillywhite τους Καναδούς, κάνοντας υποτιμητικές δηλώσεις για τη μουσική τους. Αμέσως αποφασίζουν να αναλάβουν μόνοι τους την παραγωγή, με τη βοήθεια του Peter Henderson που είχε δουλέψει με τους Supertramp, Frank Zappa και King Crimson.

Οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ, που έγιναν στο “Le Studio” στην οροσειρά Laurentian, νότια της πόλης Morin Heights του Quebec, ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1983 και ολοκληρώθηκαν μέσα Μαρτίου του 1984. Όλοι τους εργάστηκαν σκληρά, με μια 10ήμερη ανάπαυλα για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Η πίεση του να δουλέψουν για πρώτη φορά ουσιαστικά μόνοι τους, και τα εξωτερικά γεγονότα στον κόσμο υποδηλώνονται στην έκφραση του Hemingway που διάλεξαν τελικά για τίτλο στο άλμπουμ: “Grace Under Pressure”. Στα γνωστά πια σημειολογικά τους παιχνίδια, το σύμβολο του άλμπουμ είναι το γράμμα “p” πάνω από τη γραμμή, και το γράμμα “g” από κάτω: p/g.

Με την εφημερίδα “Toronto Glob & Mail” κάθε πρωί έξω από την πόρτα του studio, η άμεση επίδραση των μεγάλων γεγονότων και εξελίξεων, ο Ψυχρός Πόλεμος, η πυρηνική απειλή, η τεχνολογική εξέλιξη, μαζί με τις προσωπικές εσωτερικές ανησυχίες και αντανακλάσεις αυτών χάραξαν το πρώτο νοητικό μονοπάτι του δίσκου. Παράλληλα, ενισχύθηκε η στροφή σε έναν ήχο που αφουγκραζόταν την στουντιακή εξέλιξη και τον νέο εξοπλισμό, καθώς ήταν δεδομένη η έκφραση και περιγραφή του παρόντος με τα ανάλογα μέσα. Ο Geddy Lee εξομάλυνε ακόμα περισσότερο την ερμηνευτική του τακτική, προσάρμοσε τη φωνητική του παράσταση σε περισσότερο ρεαλιστικά δεδομένα και πάτησε με ακρίβεια πάνω στο μουσικό υπόβαθρο που οικοδόμησε με τους συμπαίκτες του. Ο Neil Peart εξέλιξε με τα ηλεκτρονικά τύμπανα, μαζί με τους ευρηματικούς ρυθμούς, τις έξυπνες ενστάσεις εντάσεων και συναρμολόγησε ένα εγκεφαλικό, αλλά και χρήσιμο στη ροή, παίξιμο. Τέλος, ο Alex Lifeson προσέφερε μια πραγματική αποθέωση της οικονομίας και της ουσιαστικής παρουσίας. Έχοντας φανερά εκτιμήσει διαφορετικές προσεγγίσεις συναδέλφων από άλλους χώρους, όπως ο Edge των U2, o Midge Ure των Ultravox και ο Andy Summers των Police, πέρα από το εφευρετικό εύρος των ήχων και τα εμπνευσμένα, απόλυτα εναρμονισμένα στο rhythm section θέματα, συχνά εμπλουτίζει και τα lead μέρη με εκπληκτικά ρυθμικά που βιδώνουν ιδανικά στις συνθέσεις. Οι μελωδικές του φράσεις έχουν δουλευτεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ενώ και οι θέσεις του στο χρόνο, σε συσχετισμό με τους άλλους δύο, προσθέτει χρώματα.

Μουσικά, πέρα από τον επαναπροσδιορισμό του τεχνικού προοδευτικού rock, κυρίως μέσω της εξέλιξης του ήχου,  εισβάλλουν με έλεγχο κάποια reggae, ska και funk στοιχεία καθώς τους ακούμπησε η επιδραστική σκιά των Talking Heads. Θεματικά το άλμπουμ παρουσιάζει μια σχεδόν τέλεια αυστηρότητα, που αφήνει μια concept αίσθηση. Η δυνατή συνταγή που διατηρείται σε όλα τα τραγούδια του δίσκου και η δυστοπική θεματολογία που συγκρούεται με την ανακουφιστική μελωδικότητα και τη ρυθμική τραγουδοποιία, δημιουργούν τελικά ένα ιδιαίτερο φίλτρο που θα σημαδέψει τη διαδρομή τους και στα επόμενα άλμπουμ: το πεντάγραμμο των Rush είναι γεωμετρικό, πειθαρχημένο, προοδευτικό, μα η καρδιά της μουσικής τους είναι ουμανιστική και ανήσυχη. Αυτά τα δύο μαζί δίνουν το σύνθημα για αντίσταση.

Τα ναυάγια των διαπραγματεύσεων για τον πυρηνικό εξοπλισμό, η κατάρριψη κορεατικού αεροσκάφους από τους Ρώσους με αποτέλεσμα 269 νεκρούς (μέλος του Κογκρέσου των Η.Π.Α. μεταξύ τους), η αποτροπή ενός πυρηνικού πολέμου από τη σωστή αντίδραση σοβιετικού στρατιωτικού αξιωματικού σε ψεύτικο συναγερμό για επίθεση αμερικανικών πυραύλων, διατηρούν μόνιμα την αύρα του Ψυχρού Πολέμου και τον φόβο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Το “Distant Early Warning” ανοίγει ιδανικά το μουσικό χρονογράφημα των Kαναδών. Η “γραμμή μακρινής έγκαιρης προειδοποίησης” (DEW Line), ήταν ένα σύστημα από σταθμούς με ραντάρ στην Καναδική Αρκτική, με πρόσθετους σταθμούς κατά μήκος της βόρειας ακτής και στις Αλεούτιες Νήσους της Αλάσκας, μέχρι την Γροιλανδία και την Ισλανδία. Κατασκευάστηκε για να εντοπίζει τα εισερχόμενα σοβιετικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη και πυραύλους κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Βέβαια γρήγορα ξεπεράστηκε από τη ξέφρενη εξέλιξη της τεχνολογίας, και μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ Αμερικής και Καναδά για τον καθαρισμό, η επιβάρυνση από τις ποσότητες αποβλήτων στο περιβάλλον ήταν τεράστια. Με αυτή την παγκόσμια αφετηρία, το περιεχόμενο του τραγουδιού αγγίζει πιο προσωπικά πεδία, όπως τους τρόπους διατήρησης μιας σχέσης σε έναν τόσο γρήγορο κόσμο με περιστρεφόμενες πόρτες και κοσμικά ενδιαφέροντα που υπερισχύουν των σχέσεων και των αξιών.

Μια ξαφνική τραγωδία κρύβεται πίσω από το “Afterimage”. O Robbie Whelan, μηχανικός ήχου είχε δουλέψει μαζί τους στα άλμπουμ “Permanent Waves”, “Exit Stage Left”, “Moving Pictures” και “Signals” και ήταν στενός φίλος του Neil Peart, που του είχε μάθει να κάνει σκι (“…I remember the shouts of joy, skiing fast through the woods…”). O Whelan σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας, πηγαίνοντας για το στούντιο. Το “Afterimage” γράφτηκε για να τιμήσουν τη μνήμη του και την αγάπη του για τη ζωή. Ο Lifeson θυμάται χαρακτηριστικά τα χαμηλωμένα φώτα στο στούντιο και τη συναισθηματική φόρτιση της ηχογράφησης. Οι στίχοι γράφτηκαν με την κύρια σκέψη του ίχνους το οποίο αφήνει κάποιος που φεύγει πάνω στις ζωές των άλλων. 

Δυστυχώς για τον Peart, η ιστορία και η σημασία του “Afterimage” δεν σταμάτησαν στο μακρινό 1984. Τον Αύγουστο του 1997, η κόρη του Selena σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μόλις 40 μίλια μακριά από το σημείο που χάθηκε ο Whelan. Δέκα μήνες αργότερα, η σύζυγός του Jackie ουσιαστικά οδηγεί τον εαυτό της στο θάνατο από καρκίνο, μην αντέχοντας την απώλεια. Οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού (“suddenly, you were gone, from all the lives you left your mark upon”) συνόδευσαν το artwork του τρίτου cd στο τριπλό live album “Different Stages” του 1998.

Ακολουθεί Το “Red Sector A”, με θέμα το ολοκαύτωμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εμπνευσμένο από τις μαρτυρίες των γονιών του Geddy Lee, αλλά και από το βιβλίο της Livia E. Bitton-Jackson “I Have Lived a Thousand Years”. H πρώτη βινυλιακή πλευρά του δίσκου ολοκληρώνεται με το “The Enemy Within”, που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, έστω κι αν εμφανίζεται χρονολογικά τελευταίο (τα έχουν αυτά οι Rush). H αρχή είχε γίνει με το “Witch Hunt” του “Moving Pictures”, που ασχολήθηκε με τη νοοτροπία του εκφοβισμού των μαζών και ήταν το τρίτο μέρος. Συνεχίστηκε με το δεύτερο “The Weapon” του “Signals”, με θέμα τη χρήση του φόβου σαν όπλο μεταξύ των ανθρώπων. Στο “The Enemy Within” o Peart αντιμετωπίζει πιο ενδοσκοπικά το θέμα του φόβου, κοιτάζοντας μέσα του. Η πρώτη πλευρά του “Grace Under Pressure” είναι πιθανώς η απόλυτη και κορυφαία συνδρομή τους στο νεωτεριστικό μονοπάτι που χάραξαν στη δεκαετία του ’80.

Το μηχανικό, τεχνοκρατικό “The Body Electric” έχει την αφετηρία του στο ποίημα του Walt Whitman, “I Sing The Body Electric” και στο 100ο επεισόδιο της σειράς “Twilight Zone” που είχε τον ίδιο τίτλο με το ποίημα. Σε αυτό, μια οικογένεια που χάνει τη μητέρα της παραγγέλνει ένα ρομπότ τύπου “Grandmother” να την αναπληρώσει. Το τραγούδι περιγράφει ένα ρομπότ που επιχειρεί να υπερβεί τον κατασκευαστικό του σκοπό και να απελευθερωθεί.

Το πολύ ενδιαφέρον συνθετικά “Kid Gloves” με τον χειρισμό ως την ενηλικίωση, και το αμέσως επόμενο “Red Lenses” με θέμα την φτηνή προπαγάνδα από τον τύπο είναι τα πιο αδύναμα τραγούδια του, συγκριτικά με το υπόλοιπο υλικό. 

Το άλμπουμ κλείνει με το επιβλητικό “Between The Wheels”, μια κατάθεση ψυχής στον καθένα χωριστά αλλά και στα πλήθη που η πλάνη τους μπορεί να καθορίσει μια περίοδο απόλυτα χαμένη. Κάτω από την αμφίσημη επίδραση του χρόνου, οι στίχοι του Peart , με την ηθελημένη χρήση άλλης μιας έκφρασης του Hemingway, “Lost Generation”, μεταφέρουν την απώλεια του χρόνου για τους ανθρώπους του Μεσοπολέμου, και τον φόβο του για μια επανάληψη στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Το “Grace Under Pressure” κυκλοφόρησε στις 12 Απριλίου του 1984. Ο βαρύς ουρανός και η θάλασσα, σαν αρχικοί αντίπαλοι στον πόλεμο πίεσης και χάρης, έχουν εξελιχθεί σε μια πιο σουρεαλιστική, μεταφορική κατεύθυνση στο εξώφυλλο από τον συνεργάτη του γκρουπ Hugh Syme, με τις παρεμβάσεις και προτάσεις του Neil Peart. Το συμβολικό κλάσμα p/g βρίσκεται δεξιά, ακριβώς στο σημείο που ενώνεται η θάλασσα με τον ουρανό.

Οι τρεις μουσικοί δεν ξέχασαν όμως ούτε τον Terry Brown: το πρώτο λοιπόν άλμπουμ χωρίς αυτόν στην κονσόλα, είχε το μήνυμα στα ευχαριστήρια του εσώφυλλου “et toujours notre bon vieil ami-Broon” (“και πάντα o παλιός καλός μας φίλος”). Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του πορτρέτου του group στο οπισθόφυλλο τραβήχτηκε από τον Yousuf Karsh. Φυσικά αφιερώθηκε ολόκληρο στη μνήμη του Robbie Whelan.

Το άλμπουμ εμπορικά πέτυχε, φτάνοντας στο nο4 στον Καναδά, το nο5 στην Αγγλία και το nο10 στην Αμερική. Κυκλοφόρησαν τέσσερα singles, τα “The Body Electric”, “Distant Early Warning”, “Afterimage” και “Red Sector A”. Για τα τρία πρώτα γυρίστηκαν και τα αντίστοιχα βίντεο ( μάλιστα στο βίντεο του “Distant Early Warning” εμφανίζεται ο γιός του Geddy Lee, Julian), όπως και για το “The Enemy Within”. Επανακυκλοφόρησε remastered τον Ιούνιο του 1997.

Πέρα από την τολμηρή, πρωτοποριακή ηχητική εξέλιξη των τριών Καναδών, που θα αποτελεί αιώνια θέμα προς συζήτηση στις τάξεις των ακροατών τους, το “Grace Under Pressure” μεταφέρει ακόμα και σήμερα τον αέρα μιας εποχής που μοιάζει να μας ακολουθεί σαν σύννεφο πάνω από το κεφάλι μας. Το ίδιο κάνει και το άμεσο προφανές μήνυμά του: “θέλω να συνεχίσω να παλέψω γι’ αυτό που θέλω να κάνω, ξέρω πως υπάρχει μεγάλη πίεση, δεν ξέρω αν θα έχω αυτό το είδος χάρης να τα καταφέρω, αλλά σίγουρα έχω τη φιλοδοξία και θα παλέψω”.

Όπως ήταν ολόκληρη η έκφραση του Hemingway, “Courage is grace under pressure”. 

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο rockway.gr)

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1187 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.