Editorial – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ: Διώκτες Ήχων

ARTICLES

Άκουσα τελευταία κάποιους πολύ καλούς, βορειοευρωπαίους. Προχτές το κατέβασα.

-Πώς λέγονται ρε συ;

-Δεν θυμάμαι, μόλις γυρίσω στο σπίτι θα σου γράψω στο messenger…

Τυπικός διάλογος απρόσμενης αμνησίας που έχει επαναληφθεί συχνά σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Έχουμε πιάσει συχνά τους εαυτούς μας να δικαιολογούμε την απουσία της απάντησης, γιατί μεγαλώσαμε και δεν κρατάμε πια στο μυαλό μας εύκολα τα πάντα. Πίσω όμως από αυτό υπάρχουν περισσότερα.

Δεν μου είναι εύκολο να ξεχάσω αυτές τις μακριές, βιωματικές συνειρμικές αλυσίδες που σέρνουν μαζί τους τα άλμπουμ που με σημάδεψαν στην εφηβεία αλλά και μετεφηβικά. Μαζί με τους ήχους τους σέρνονται εικόνες, περιστατικά, πρόσωπα, στέκια, λογομαχίες, ταυτίσεις. Μια παρέα εκκολαπτόμενων μεταλλάδων που έχει νοικιάσει τη βιντεοκασέτα “Kerrang Compilation Vol 1” για να τη δει σε ένα καφέ κατόπιν συνεννόησης με τον ιδιοκτήτη (“θα είμαστε τουλάχιστον οχτώ, θα μας πάρει λίγο παραπάνω από μια ώρα, ναι, στις έξι θα είμαστε εκεί”) είναι μια εικόνα που μένει για πάντα στο μυαλό. Οι μόλις αγορασμένοι δίσκοι που θα παίξουν πρώτη φορά στο γνωστό στέκι με μια μπύρα, και θα συνοδευτούν από τις εντυπώσεις όλων, είναι σχεδόν μια ταινία μικρού μήκους στη μνήμη.

Πέρα από το γεγονός πως το περιεχόμενο των δίσκων έχει συνδεθεί με ζωντανά ίχνη της πραγματικής ζωής, το σημαντικότερο προνόμιο για όλα εκείνα τα έργα ήταν ο χρόνος που πήραν από όλους μας. Ξεκινώντας βέβαια από την ισχυρή διαφορά πως είχαμε να κάνουμε με φυσικά προϊόντα που αποκτήθηκαν συχνά δύσκολα και με στέρηση, υπήρχε και ο άφθονος χρόνος να ζήσεις μαζί τους. Κρατώντας την κασέτα, το βινύλιο, ακόμα και το cd λίγο μετά, ξεσκόνιζες κάθε λεπτομέρεια και οπτική πληροφορία. Σε συνδυασμό με την έκθεση των δικών σου εντυπώσεων για τα τραγούδια στην πραγματική ζωή, με τους φίλους και τις κοπέλες των ζωών μας, οι προαγωγές των συναισθημάτων αυτών ήταν τόσο αυτόματα γενναίες. Το μεγάλο δέσιμο μαζί τους περιλάμβανε την απαραίτητη διαδικασία εκμάθησης των στίχων. Κάποιες φορές, με δεδομένη την έλλειψη πληροφοριών, οι ερμηνείες μας ήταν μακριά από το αρχικό ερέθισμα του καλλιτέχνη, είμαι όμως βέβαιος πως μύθοι της μουσικής μας σαν τον Dio αλλά και πολλούς άλλους, θα τη λάτρευαν αυτή την απόκλιση.

Η εξέλιξη φέρνει την ευκολία, ο κόσμος αλλάζει και κανένας δεν πρόκειται να ρωτήσει ή να αναρωτηθεί πόσο μεταλλάσσονται τα δεδομένα ακόμα και στα ιαματικά αυλάκια της τέχνης. Ήταν δεδομένη η απλοποίηση της διαδικασίας ηχογράφησης με την εξέλιξη της τεχνολογίας, καθώς και η μαζική χρήση μουσικών οργάνων, με βάση τους κανόνες της αγοράς. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή στην εμβρυακή έκρηξη της αύξησης της πληροφορίας να ανακαλύπτουμε το tape trading και η ικανοποίηση της κατάδυσης σε έναν κόσμο δημιουργών μακριά από τους αυστηρούς κανόνες της μουσικής βιομηχανίας, άνοιξε μπροστά μας νέες συγκινήσεις. Ξαφνικά νιώσαμε κάπως σαν σκάουτερς μιας υπόγειας παγκόσμιας μουσικής κοινότητας που περίμενε να την ανακαλύψεις.

Το τρένο όμως άρχισε να αγγίζει ιλιγγιώδεις ταχύτητες, ο ψηφιακός κόσμος άπλωσε το μαγικό του δίχτυ και σχεδόν άλωσε την προηγούμενη ζωή. Πέρα από τον ανυπολόγιστο όγκο απλής πληροφορίας, ήρθε και η ευχέρεια να αποκτάς χωρίς αντίτιμο τις ηχογραφήσεις άσημων και διάσημων, μια κατάσταση που μεταμόρφωσε τις τακτικές της αγοράς και θεωρείται πια κατεστημένη.

Αυτή η διέξοδος σε αμέτρητα αρχεία μουσικής από κάθε ιδίωμα και κάθε γωνιά του πλανήτη, μου φέρνει στο μυαλό λίγο τους μετανάστες χρυσοθήρες που έτρεχαν πανικόβλητοι να αρπάξουν ότι προλάβουν. Το μικρόβιο της μουσικής έχει πολλές όψεις και μια από αυτές είναι η αποκλειστικότητα μιας νέας ανακάλυψης. Πέφτοντας με τα μούτρα να ξεκλειδώσουμε κάθε νέα πληροφορία, συχνά θεωρούμε πως λιγοστεύουμε την πιθανότητα να χάσουμε κάτι σημαντικό, αλλά αυτό το κυνήγι μοιάζει με τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Κάποιες φορές είμαστε τόσο μηχανικά παγιδευμένοι στα νέα ήθη που απλά σκάβουμε χωρίς καν να ξέρουμε γιατί.

Είναι ξεκάθαρο πως η συμπεριφορά του μουσικόφιλου ακροατή άλλαξε σημαντικά μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή. Η βασικότερη διαφορά είναι η περιστασιακή και επιδερμική επαφή με τα περισσότερα από τα άλμπουμ που θα ακούσει. Η διαδικασία έχει τόσο αυστηρά πεπερασμένα όρια που η χρήση τους είναι σύντομη. Συχνά κάποιοι λένε πως δεν βγαίνουν κλασικά άλμπουμ σήμερα, γιατί τα περισσότερα τα ξεχνάμε και τα παρατάμε μετά από ένα μήνα το πολύ. Όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική καθώς η κρίση της σύγχρονης μουσικής εξαρτιέται από πολύ διαφορετικά δεδομένα. Ακόμα και οι συνειρμοί, οι συνδέσεις με κάποια δουλειά που άκουσες προέρχονται από ψηφιακά ίχνη πια, ίσως κάποια μηνύματα με ψηφιακούς φίλους.

Η πληροφορία μοιάζει πια να έχει σχεδόν επιβληθεί απέναντι στην πραγματική εμπειρία, και αυτή η στεγνή της καταχώρηση είναι πολύ συχνά δύσκολο ακόμα και να ανακληθεί στη μνήμη. Όντας πια σχεδόν διώκτες ήχων μοιάζει να έχουμε απολέσει την ένταση της σχέσης με τη μουσική, καθώς όλες οι προϋποθέσεις γι’ αυτό τις περισσότερες φορές υποχωρούν άτακτα μπροστά στη “νέα τάξη ακρόασης”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 890 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.