GUNS ‘N’ ROSES, THE LAST INTERNATIONALE (22/7/2023) Ο.Α.Κ.Α.

LIVE REPORT

Guns n Roses

Στα εξώφυλλα των δίσκων των Guns ‘n’ Roses την εποχή που κυκλοφορούσαν, υπήρχε πάντα κολλημένο το στικεράκι “Parental Advisory”. Αντίστοιχο αυτοκόλλητο, ταιριάζει και σε τούτο εδώ το κείμενο, που αφήνει την αντικειμενικότητα στους άλλους «γραφιάδες» και «μυρίζει» οπαδισμό, φανατίλα και λατρεία για τους Guns από χιλιόμετρα. Αφού σας προειδοποίησα λοιπόν, προχωρώ στην καταγραφή συναισθημάτων και γεγονότων αυτής της έντονης βραδιάς.

Η αλήθεια είναι ότι για τους The Last Internationale που άνοιγαν τη συναυλία, οι γνώσεις μου πολλαπλασιάζονταν με το μηδέν. Αντικρίζοντας όμως την ερυθρόμαυρη σημαία με τα αστέρια στη σκηνή, κάτι όμορφο σκίρτησε μέσα μου. A cappella είσοδος της τραγουδίστριας Delila Paz με την υπέροχη blues χροιά της, η οποία μαγνήτισε το κοινό από το πρώτο δευτερόλεπτο. Εκρηκτική συνέχεια από το συγκρότημα το οποίο απέδωσε καταπληκτικά το blues/rock αμάλγαμά του. Πάθος, εκτελεστική δεινότητα και τραγούδια «καρφιά» σε μυαλό και ψυχή με έστειλαν να μαζεύω βρούβες στον περιβάλλοντα χώρο του Σταδίου.

Δεύτερη φορά (μετά τους Piano Magic) ένα άγνωστο σε εμένα support συγκρότημα με αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Η Paz όργωσε τη σκηνή και ξεσήκωσε το κοινό με την ερμηνεία της, καλώντας μας παράλληλα να προασπιστούμε την ελευθερία μας την οποία δεν πρέπει να θεωρούμε πλέον δεδομένη. Μέχρι και crowd surfing, έφτασε να κάνει στο τελευταίο τραγούδι ενώ αναμείχθηκε με τον κόσμο για να τραγουδήσει ανάμεσά μας.

Άξιος συμπαραστάτης της, ο κιθαρίστας Edgey Pires, ο οποίος με την παθιασμένη και άρτια απόδοσή του με συνεπήρε. Εξαιρετικό το solo του στο τέλος του “Soul On Fire”, ενώ η θαλασσί Stratocaster με το μήνυμα Free Peltier (αξίζει να ψάξεις την υπόθεση του Αμερικανού ιθαγενή ακτιβιστή Leonard Peltier), μου επιβεβαίωσε ότι στην περίπτωσή τους έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που εκτός από εξαιρετικά τραγούδια, έχει λόγο και άποψη. Κομματάρες από τις λίγες τα “Wanted Man” και “Hard Times”, ενώ με κέντρισε και το “1984”.

Κέρδισαν το κοινό και το θερμό του χειροκρότημα, ενώ ξενύχτησα το ίδιο κιόλας βράδυ, ψάχνοντας στο διαδίκτυο τη δισκογραφία τους. Μακάρι να τους ξαναδούμε σύντομα από τα μέρη μας, ενώ ένα μεγάλο μπράβο πάει και στους Guns ‘n’ Roses που επέλεξαν ένα τελείως ανεξάρτητο, ελευθεριακό συγκρότημα, το οποίο δεν έχει ούτε manager κατά τα λεγόμενά τους, για να ανοίξει τη συναυλία τους. Μία εμφάνιση που τους χάρισε σίγουρα πολλούς νέους ακροατές.

The Last Internationale setlist:
Killing Fields
Wanted Man
Life, Liberty, and the Pursuit of Indian Blood
1984
Freedom Town
Soul on Fire

O χρόνος αναμονής περνάει γρήγορα και ένα όνειρο ζωής γίνεται πραγματικότητα με τις πρώτες νότες του “It’s So Easy”. Από εκεί και μετά χώρος και χρόνος έλαβαν διαφορετικές διαστάσεις βλέποντας μπροστά μου τους παιδικούς μου ήρωες. Ακολούθησε το “Bad Obsession”, ενώ το “Chinese Democracy” εκπροσωπήθηκε από το ομώνυμο τραγούδι.

Το “Slither” των Velvet Revolver έχει αποκτήσει πλέον τη στόφα του κλασικού, όντας ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Slash στη μετά Guns περίοδο. Τα “Pretty Tied Up” και “Mr. Brownstone” άνοιξαν το δρόμο στη «ζούγκλα» του “Welcome to the Jungle”. Απολαυστικό το solo του Slash στο τέλος του “Double Talkin’ Jive”, ενώ από τα δύο «καινούρια» που ακολούθησαν, το “Hard Skool” με έχει κερδίσει από καιρό, με το “Absurd” να αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα.

Ο πολύ καλός ήχος και των δύο συγκροτημάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας προδόθηκε πρόσκαιρα στο “Estranged” με το ανεξήγητο χαμήλωμα στην κιθάρα του Slash. Εξαιρετική η απόδοση του “Live and Let Die”, ενώ πολύ μου άρεσε η εκτεταμένη εκδοχή του “Rocket Queen”.

Δύο διασκευές περικύκλωσαν το “You Could Be Mine”, τα “Down On the Farm” των UK Subs και το “T.V. Eye” των The Stooges. Στο τελευταίο μάλιστα, στο μικρόφωνο πήρε σειρά ο Duff McKagan ο οποίος με ευκολία ξεσήκωσε το κοινό.

Ευχάριστη έκπληξη ότι σ’ αυτή την περιοδεία πήρε τη θέση που του αρμόζει στο setlist το “Anything Goes”, ενώ τα λόγια του Strother Martin από την ταινία “Cool Hand Luke” προλόγισαν το έπος “Civil War” και προκάλεσαν ανατριχίλα. Εδώ μιλάμε για ένα από τα καλύτερα τραγούδια της μουσικής που αγαπάμε, με πάντα διαχρονικούς και δυστυχώς επίκαιρους στίχους, όπου τα visual effects και το μπλουζάκι του Axl αφιέρωσαν στην Ουκρανία. Μερικές νότες από το “Voodoo Child” έχουν καθιερωθεί πλέον ως outro του “Civil War”, για να το διαδεχθεί το blues solo του Slash.

Κι εδώ θα κάνω μια παύση για να υποκλιθώ στο μεγαλείο αυτού του τεράστιου κιθαρίστα, ο οποίος σαν Τιτάνας σήκωσε στους ώμους του το συγκρότημα και με τη βοήθεια του έτερου βασικού «πυλώνα» Duff McKagan, εκτόξευσαν τη βραδιά στα άστρα.

Από κοντά και ο Richard Fortus, ο οποίος όταν του δόθηκε μερίδιο στα solo, «κέντησε σταυροβελονιά» στην εξάχορδη θεά. Όταν μιλάμε για guitar icons, ουσιαστικά μιλάμε για τον Jimmy Page και τον Slash. Και αν τα γραφόμενά μου σας φαντάζουν υπερβολικά, δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τους πιτσιρικάδες (αγόρια και κορίτσια) στα ωδεία, για το ποιος κιθαρίστας αποτελεί το πρώτο τους πρότυπο. Τον κύριο με το μαύρο ημίψηλο καπέλο θα σου υποδείξουν.

Τρεις ώρες συναυλία και δεν του έφυγε νότα, απέδωσε πιστά στην ολότητα τα τραγούδια και «μας έριξε το σαγόνι» στο ταρτάν του γηπέδου με τους αυτοσχεδιασμούς του. Όλα τα παραπάνω με χαρακτηριστική άνεση, χαρίζοντάς μας παράλληλα τις εμβληματικές του πόζες. Το “Sweet Child o’ Mine” «ταρακουνάει» ακόμα περισσότερο τον κόσμο, σ’ αυτό το «ξέφρενο πανηγύρι».

Οι τεχνικοί στήνουν στη σκηνή το πιάνο και ήρθε η ώρα του Axl Rose να τραγουδήσει το “November Rain”, ένα τραγούδι που μας έκανε να ξημεροβραδιαζόμαστε στα μουσικά κανάλια για να πετύχουμε το πανέμορφο video clip του. Συγκίνηση μόνο, ενώ η «ψηφιακή βροχή» και η πιστή απόδοση του κομματιού έσβησαν την όποια φωνητική αστάθεια του Axl. Την απουσία του “Don’t Cry” από το αθηναϊκό setlist ήρθε να απαλύνει στο μέγιστο βαθμό το “Locomotive”, με το υπέροχο solo του Slash στην έξοδο του τραγουδιού.

Έχουμε φτάσει ήδη στο «μουσικό Παράδεισο», χτυπώντας την πόρτα του, με τη διασκευή στο all time classic του Bob Dylan. Ξελαρύγγιασμα στο “Nightrain” και συγκίνηση με το ακουστικό “Patience”.

O κεφάτος Axl μας κάλεσε να τραγουδήσουμε το “Happy Birthday” καθώς η μέρα που ξημέρωνε σήμαινε τα γενέθλια του Slash, ο οποίος συγκινημένος μας ανταπόδωσε με μια απίστευτη εκτέλεση του “Paradise City”, που βρήκε τον κόσμο ευτυχισμένο να τραγουδάει και να χορεύει με την ψυχή του. Τα φώτα που άναψαν σημαίνοντας το τέλος αυτής της υπέροχης βραδιάς, βρήκαν δεκάδες χιλιάδες κόσμου που αψήφησε τον καύσωνα να αποχωρεί με φαρδιά πλατιά χαμόγελα, χορτασμένος από αυτό το μουσικό υπερθέαμα.

Συγχαρητήρια αξίζουν και στη διοργανώτρια εταιρεία για την πολύ καλή διοργάνωση, η οποία όπως φάνηκε έλαβε σοβαρά υπόψη της τα παράπονα του κόσμου από την περσινή συναυλία των Maiden στον ίδιο χώρο.

Κάπου εδώ αρχίζει το παράδοξο όμως. Μερίδα κόσμου που δεν είχε πάει στη συναυλία βάλθηκε να μας πείσει μέσω των social media πόσο χάλια περάσαμε εμείς που δώσαμε το παρόν, πατώντας ως πρόσχημα στα φωνητικά του Axl. Κακομοιριά και μιζέρια απαντώ. Η κατάσταση της φωνής του γνωστή, ελέω διαδικτύου, ενώ έχει πέσει πλέον τόση ανάλυση που έχει ξεπεράσει την αντίστοιχη στο «Κεφάλαιο», του θείου Κάρολου. Κατά την ταπεινή μου γνώμη πήγε πολύ καλύτερα από ότι περίμενα, συνυπολογίζοντας το τρίωρο set και ότι δεν κατέφυγε σε τεχνικά “cheats”. Όπως έγραψε πολύ ορθά στο προσωπικό του προφίλ ο φίλος μου Βαγγέλης Νασόπουλος, πολύ πιθανόν να παρακολουθήσαμε την τελευταία τεράστια hard rock συναυλία (επιπέδου αρένας) στη χώρα μας.

Υπολογίζοντας ότι οι μεγάλοι του χώρου, μας αποχαιρετούν σταδιακά, ας απολαύσουμε το προνόμιο να τους παρακολουθούμε live σε ενεστώτα χρόνο. Οι Guns ‘n’ Roses υπήρξαν τεράστιο μέγεθος, «ακούμπησαν τον ήλιο» και τελικά «κάηκαν» από τα δικά τους πάθη. Άφησαν όμως πίσω τους τρία studio album γεμάτα τραγούδια πρώτης γραμμής, εσαεί διαχρονικά.

Αλήθεια, πόσα συγκροτήματα του παρελθόντος και των ημερών μας μπορούν να πουν το ίδιο ή μπορούν να αποδώσουν με παρόμοια ποιότητα σε ένα τρίωρο set (Αφεντικού εξαιρουμένου); Οι G ‘n’ R δεν είναι πλέον η πιο «επικίνδυνη» μπάντα του πλανήτη. Παραμένουν όμως μια hard rock «ατμομηχανή» που τρέχει με ταχύτητα στις ράγες που ξανάβαλαν οι ίδιοι, θάβοντας το «τσεκούρι του πολέμου». Και ξέρεις κάτι; Στην τελική εμένα μου αρκεί.


Γράφει ο Σταύρος Βλάχος

Ξεκινώντας από τα «περιφερειακά» της συναυλίας, θα πρέπει να σταθούμε στην (προσεγμένα και μελετημένα) καλή διοργάνωση, αφού η κατάσταση στην αρένα βελτιώθηκε (η κοπέλα στην έκδοση εισιτηρίων γέλασε όταν ρώτησα αν υπάρχει μπάρα όπως πέρσι) και η πρόσβαση, τουλάχιστον στις 19.00 που έφθασα εγώ, ήταν επίσης μελετημένα οργανωμένη (όπως άλλωστε και πέρσι) και απρόσκοπτη, με τους εργαζόμενους να κατευθύνουν συνεχώς, και χωρίς να αναμένουν απορίες, τον κόσμο. Το μόνο «μελανό» σημείο ήταν η μικρή καθυστέρηση στο τέλος, για την αποφυγή της οποίας βέβαια δεν βοήθησε και το κοινό, καθώς οι παρακλήσεις από τα μεγάφωνα για χρήση και της έτερης εξόδου από την αρένα δεν εισακούστηκε ιδιαίτερα. Από εκεί και πέρα, οι τιμές στο merch ήταν κατά τι «τσιμπημένες» ακόμα και από τους ….. Manowar, ενώ θερμά συγχαρητήρια αξίζουν σε όσους δούλεψαν σε οποιοδήποτε πόστο, σε συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών, για την διευκόλυνση και απόλαυση χιλιάδων οπαδών!

Όσον αφορά στο μουσικό κομμάτι, αρχικά ήρθε το σοκ με τους The Last Internationale. Μία μπάντα χωρίς managers και εταιρεία, όπως μας ενημέρωσαν, η οποία έβγαλε μία απίστευτη ενέργεια και μέσω της εκπληκτικής και αισθαντικής front woman και εξαιρετικής performer, που ακούει στο όνομα Delila Paz, κέρδισαν χωρίς αμφιβολία το κοινό (του οποίου μέρος έγινε στο τέλος) και μας έκαναν να μπούμε στην λογική αναζήτησής τους περισσότερο στο μέλλον. {Εδώ και ένα σχετικά πρόσφατο δημιούργημά τους, σε συνεργασία και με την «ανθρωπόμορφη μηχανή των drums», Eloy Casagrande (Sepultura)}

Όσον αφορά στους headliners….; Ένας από τους λόγους που προσήλθα σκεπτικός ως προς τα μελλοντικά διαμειφθέντα στο Ο.Α.Κ.Α., ήταν προφανώς ό,τι κυκλοφορούσε στο διαδίκτυο στο πρόσφατο παρελθόν, ως προς την φωνή του Axl και την κατάστασή της. Και αυτό, μοιραία δεν μπορεί να μην αναφερθεί, σε άμεση συνάρτηση με τα υψηλά επίπεδα που έφθαναν λίγοι, όπως αυτός, «στα ντουζένια» του, αλλά και το συγκριτικό μέγεθος της μπάντας. Σίγουρα δεν ήταν τέλειος και σε σημεία ήταν εξαιρετικά έκδηλο, αλλά ομολογουμένως είχε αρκετές καλές στιγμές, ιδιαίτερα στα πιο χαμηλά. Παραταύτα στο τέλος της βραδιάς, δε μπορείς να σταθείς εκεί, τόσο λόγω του ίδιου, όσο και συνολικά με το τι ζήσαμε.

Τόσο γιατί ο αθεόφοβος δεν έβαλε «γλουτιαίους μύες» κάτω δευτερόλεπτο στο τρίωρο show, μετατρέποντας το εγχείρημα του να συλλάβεις ένα κλικ του, ιδιαίτερα αγχωτικό. Μα και διότι παρά τα προβλήματά του και τις δυσκολίες, διατήρησε μία αινιγματική υπερηφάνεια, αναλογιζόμενος ενδεχομένως, το μεγαλείο που τον ακολουθούσε και δικαιωματικά του άξιζε, ώστε απέφυγε την ασφαλή λύση να μας «πασάρει το μικρόφωνο» περισσότερο, όπως πολλοί (και όχι μόνο οι περάσαντες το κατώφλι των εξήντα) κάνουν και σε συγκριτικά μικρότερα sets.

Αλλά και για άλλους ακόμα, σημαντικούς λόγους. Ένας ήταν η απίστευτη μπάντα, από όποια μεριά της σκηνής και αν «το πιάσεις». Άλλος ένας ήταν το «μνημείο τιμιότητας» ενός τρίωρου set, που αναμφισβήτητα διακηρύσσει ότι δεν ήρθαν για μία «αρπαχτή», όπως αρκετοί άλλοι έχουν πράξει.

Ακόμα ένας, η «ραχοκοκαλιά» του group, ο απίστευτος Duff McKagan. Πραγματικός «ογκόλιθος», είτε στα δεύτερα, είτε, με απαράμιλλη αντοχή, στο μπάσο, είτε ξεσηκώνοντας με περίσσια άνεση και ποιότητα το κοινό, στη δικιά του στιγμή.

Ο σημαντικότερος όμως, δεν ήταν άλλος από τον εξωπραγματικό Slash, που «έκλεψε την παράσταση» με χαρακτηριστική ευκολία, τόση, όσο εκείνη που διεκπεραίωνε δυσθεώρητα μουσικά μέρη για τους πολλούς, «κοινούς θνητούς». Τα λόγια μοιάζουν πραγματικά λίγα, για να εκφράσεις αυτό που βιώσαμε από έναν από τους καλύτερους και σπουδαιότερους «γητευτές» της εξάχορδης. Όσο και αν κάποιος επιθυμεί να σταθεί σε αρνητικά σημεία, η βίωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, όπως και ενός set που προκαλεί δέος ποιότητας, ιστορίας, ακόμα ακόμα και στο «δύσκολο εγχείρημα» ανάγνωσής του και μόνο, δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Ο κόσμος τριγύρω μας, έδειχνε να αδιαφορεί για τις «τεχνικές λεπτομέρειες». Αλλά και εμείς που «αναγκαστικά» τις «ξεψαχνίζουμε» κάθε φορά, αποστασιοποιημένα δε μπορούμε παρά να αντικρύσουμε την αλήθεια κατάματα και να μείνουμε στην ουσία μιας μοναδικής βραδιάς.

Η βίωση μιας ιστορικής και σημαντικά, εφηβικά νοσταλγικής νύχτας, θα μείνει «χαραγμένη» στη μνήμη για χρόνια. Όπως και το να «χαζεύεις» έναν «μάστορα» της εξάχορδης (-ων, τόσες άλλαξε!!), που αν έπαιρναν ανθρώπινη μορφή, σίγουρα θα τον ερωτεύονταν με τον τρόπο που τις μεταχειριζόταν. Και μόνο για αυτόν να το εξέταζες, άξιζε κάθε cent του αντιτίμου. Ακόμα ακόμα και το ότι περάσαμε μαζί του τα 58α γενέθλια, αυτά ενός μύθου, πλέον. Δεν ήταν όμως, πάλι, μόνο αυτό. Το να βιώνεις, παρέα με μερικές δεκάδες χιλιάδες κόσμου, το sing along «ύμνων» όπως τα “Civil War”, “Sweet Child o’ Mine”, “Knockin’ on Heaven’s Door” και του αγαπημένου “Patience”, που έχουν γράψει συναυλιακή ιστορία παγκοσμίως, παραμερίζει τα πάντα. Φρονώ εκκωφαντικά, όπως διεπίστωσα και τους περισσότερους στο Ο.Α.Κ.Α., που αποχώρησαν με ένα εξαιρετικά πλατύ χαμόγελο.

Guns ‘n Roses setlist:
It’s So Easy
Bad Obsession
Chinese Democracy
Slither (Velvet Revolver cover)
Pretty Tied Up
Mr. Brownstone
Welcome to the Jungle
Double Talkin’ Jive
Hard Skool
Absurd
Estranged
Live and Let Die (Wings cover)
Rocket Queen
Down on the Farm (UK Subs cover)
You Could Be Mine
T.V. Eye (The Stooges cover)
Anything Goes
Civil War
Slash Guitar Solo
Sweet Child o’ Mine
November Rain
Reckless Life
Wichita Lineman (Jimmy Webb cover)
Locomotive
Knockin’ on Heaven’s Door (Bob Dylan cover)
Nightrain
Patience

Φωτογραφίες: Σταύρος Βλάχος

Avatar photo
About Γιώργος Μπατσαούρας 94 Articles
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιερή Πόλη Μεσολογγίου, ενώ τα προεφηβικά του χρόνια τα πέρασε αντιγράφοντας ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά albums σε ενενηντάρες TDK κασέτες. Ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι του όταν πρωτοάκουσε το Use Your Illusion II των Guns N’ Roses και είδε το video της live εκδοχής του Child in time στο κρατικό κανάλι. Τα πρώτα του χαρτζιλίκια τα επένδυσε στα τοπικά δισκοπωλεία αγοράζοντας δίσκους (και από το εξώφυλλο μόνο…), ενώ με το πέρασμα του χρόνου τα μουσικά του ακούσματα επεκτάθηκαν over the rainbow σε περισσότερα hard rock, metal και desert μονοπάτια. Με τα ηχεία στα αυτιά και το κάθε είδος ροκ μουσικής στο κεφάλι αντιμετώπισε τις πραγματικές θαλασσοταραχές, αλλά και αυτές της ζωής. Τα hobbies του πέρα από το αδυσώπητο κυνήγι συναυλιών, αποτελούν τα ταξίδια μέσα από τις σελίδες του Ανυπότακτου Γαλάτη, του θαυμαστού κόσμου του Τόλκιν και των βιβλίων ιστορίας καθώς και η χωρίς ντροπή κατανάλωση b-movies με νεκροζώντανους. Στο τέλος της ημέρας επαναλαμβάνει σαν προσευχή τα λόγια του θείου Lemmy ‘’The Chase Is Better Than the Catch’’ και προσπαθεί την επόμενη να τα κάνει πράξη...