Και όμως, ένας τύπος από την Αυστραλία έγινε ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με την ανερχόμενη σημασία του μουσικού βίντεο κλιπ στο Ηνωμένο Βασίλειο, την εποχή που οι ήχοι και τα ιδιώματα άνθιζαν μαζί με την τεχνολογική εξέλιξη στα στούντιο. Βρέθηκε στην Αγγλία για δυο εβδομάδες, να γυρίσει ένα σύντομο μουσικό κλιπ, και έμεινε τελικά σχεδόν δυο χρόνια, δουλεύοντας με την αφρόκρεμα των μουσικών. Αυτή είναι η ιστορία του Russell Mulcahy.
Γεννημένος στη Μελβούρνη το 1953, μεγάλωσε στο προάστιο Mangerton της πόλης Wollongong στη New South Wales της Αυστραλίας. Με έντονη κλίση στον κινηματογράφο από πολύ νωρίς, έβλεπε από παραγωγές της Universal μέχρι ταινίες της Hammer, αν και πολλές από τις τελευταίες είχαν απαγορευτεί εξαιτίας ενός περίεργου νόμου περί λογοκρισίας. Στην εφηβεία του πέρασε μια μεγάλη φάση εθισμού στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, όντας θαυμαστής του Fellini, του Bergman, του Bertolucci και του Ken Russell. Μόλις στα 14 χρόνια του απέκτησε την πρώτη κάμερα, μια τυπική κάμερα 8 χιλιοστών, και έκανε μια ταινία μικρού μήκους με τους φίλους του. Για να δημιουργήσει μια απόκοσμη αίσθηση, κάθισε και γρατσούνισε με μια καρφίτσα σχολαστικά τις εικόνες των ανθρώπων, σε μια βασανιστική λεπτομερή διαδικασία που του πήρε περίπου τρεις εβδομάδες.
Ενώ βρισκόταν ακόμα στο σχολείο, έκανε τις πρώτες ταινίες μικρού μήκους. Αργότερα, έπιασε δουλειά στην επεξεργασία των ειδήσεων, στον τηλεοπτικό σταθμό Channel 7 στο Σύδνεϋ. Αυτό του έδωσε πρόσβαση στις αίθουσες του μοντάζ, έτσι έμπαινε τη νύχτα για να μοντάρει τις δικές του ταινίες. Εκείνη την περίοδο, δοκίμασε και τις ικανότητές του στην υποκριτική, και κάποια στιγμή δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήθελε να γίνει ηθοποιός ή σκηνοθέτης. Το βραβείο καλύτερης ανεξάρτητης ταινίας μικρού μήκους στο City Film Festival που κέρδισαν δυο ταινίες του, τον βοήθησαν να κατασταλάξει πως ένιωθε αισθητά πιο άνετα σαν σκηνοθέτης.
Ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να κάνει μουσικά βίντεο στην Αυστραλία. Μαζί με έναν ακόμα συνεργάτη που είχε ένα station wagon, μια κάμερα και ένα τρίποδο, έκανε μια μικρή εταιρεία, και πήγαιναν και κινηματογραφούσαν αυστραλιανά συγκροτήματα καλλιτέχνες από τη Νέα Ζηλανδία, όπως τους AC/DC , The Saints, Dragon, Hush, και Stylus. Τα βίντεο αυτά κατέληγαν στις μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές της Αυστραλίας, όπως το “Countdown”. Η απόρριψη της Αυστραλιανής Ακαδημίας Κινηματογράφου στην ταινία του “Rape the Rutherfords”, ως μη πολιτικά ορθή, τον οδήγησε στην απόφαση να συνεχίσει μόνος και ανεξάρτητος το δρόμο του, μια εξέλιξη που αργότερα την χαρακτήρισε ο ίδιος σαν το καλύτερο πράγμα που του συνέβη πραγματικά.
To 1979, o Tony Hogarth από τη Woods Records τον έστειλε στην Αγγλία να κάνει με κάποιο punk γκρουπ από το Birmingham ένα βίντεο κλιπ. Το αποτέλεσμα του έδωσε την ευκαιρία να συνεχίσει τη δουλειά του στο Νησί. Μια ξεχωριστή συγκυρία τον περίμενε, καθώς το “Video Killed the Radio Star” που έκανε για το new wave σχήμα των Buggles ήταν το πρώτο που μεταδόθηκε από το MTV στις Ηνωμένες Πολιτείες, την 1η Αυγούστου 1981. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να φανταστεί από πριν τον αντίκτυπο του βίντεο ή πόσο επίκαιρο ήταν. Ήταν ένα πιασάρικο, καλογραμμένο τραγούδι με την ιδανική παραγωγή του Trevor Horn, γυρίστηκε μέσα σε μια μέρα, και στήθηκε με σκηνικό ένα παράξενο εργαστήριο. Ο Mulcahy είχε την ιδέα για την κοπέλα που κατέβαινε μέσα σε έναν διάφανο σωλήνα με ένα σύρμα. Η κοπέλα που εμφανίστηκε ήταν φίλη του και δεν του μιλούσε μετά για κάποιο διάστημα, καθώς δεν μπορούσε να περπατήσει για έξι μέρες.
Ήταν η αρχή της εποχής του MTV, ένα εντελώς νέο πράγμα. Όταν του ζητήθηκε πρώτη φορά να κάνει ένα μουσικό βίντεο, δεν υπήρχε πραγματικά η ανάγκη ή απαίτηση για μια συγκεκριμένη ιδέα. Άκουγες την κασέτα, σημείωνες κάποιες ιδέες και άμεσα τις επόμενες μέρες έκανες το γύρισμα. Υπήρχε μια ευκολία, μια ελευθερία που άγγιζε την αφέλεια. Όταν πήρε από τους Ultravox μια κασέτα με το τραγούδι τους “Vienna”, τους είπε –σαν τυπικός Αυστραλός που δεν είχε ιδέα για την Ευρώπη- πως είχε την ιδέα να τους κάνει το γύρισμα μέσα σε γόνδολες. Ήταν βέβαια η Βιέννη και όχι η Βενετία… Πήγαν στη Βιέννη και έκαναν κάποια γυρίσματα στο νεκροταφείο, στην πλατεία της πόλης και αλλού.
Ήταν μια εποχή πειραματισμών τόσο στην αφήγηση όσο και στο γύρισμα του βίντεο. Ο Mulcahy δεν ήθελε να είναι κυριολεκτικός, ήθελε τα βίντεο να είναι μικρά δράματα των εαυτών τους, και θα έκλεβε κόβοντας τις εικόνες στο πάνω και κάτω μέρος, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ταινιών ευρείας οθόνης. Κάποια στιγμή μάλιστα, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από παράγοντες του MTV που του ανέφεραν ένα τεχνικό πρόβλημα με τις μαύρες γραμμές στο πάνω και το κάτω μέρος της οθόνης, για να τους καθησυχάσει πως έτσι πρέπει να φαίνεται. Εκείνη την εποχή ήταν ασυνήθιστη η περικοπή των βίντεο.
Σε μια συναρπαστική περίοδο άμεσου συσχετισμού εικόνας και ήχου, ο Mulcahy υπήρξε ο κατάλληλος άνθρωπος στο κατάλληλο περιβάλλον. Βρέθηκε να συνεργάζεται με ένα πλήθος μεγάλων καλλιτεχνών των 80’s, με τη μακριά λίστα να περιλαμβάνει ονόματα όπως οι Spandau Ballet, Bonnie Tyler, Elton John, Duran Duran, XTC, The Human League, The Stranglers, Paul McCartney, Classix Nouveaux, Ultravox, Rod Stewart, Icehouse, Kim Carnes, Fleetwood Mac, Billy Joel, The Rolling Stones, Talk Talk, Supertramp, Cliff Richard, Berlin, Culture Club, Queen μέχρι και Def Leppard και Vixen.
Ίσως έπαιξε σημαντικό ρόλο πως ήταν ο άνθρωπος που είχε την αύρα να κάνει εύκολα σπουδαίες φιλίες. Μπορούσε να γεφυρώνει επικοινωνιακά κάθε φαινομενικό χάσμα: όταν οι Duran Duran εμφανίστηκαν για τα γυρίσματα του “Planet Earth” με τα νεορομαντικά τους ρούχα και κουρέματα, ο Mulcahy είχε ένα κούρεμα σέρφερ και φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι. Ήταν όμως όλοι τους νέοι και πρόθυμοι να ρισκάρουν και τους ένωνε αυτό. Με τον τραγουδιστή Simon Le Bon απέκτησαν μια αδερφική σχέση, με την μπάντα ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο και θυμάται τον εαυτό του σαν έναν τουρίστα με μεγάλη κάμερα. Στα γυρίσματα του “The Wild Boys” στο Shepperton, τους επισκέφτηκε ο Sting που έκανε τα γυρίσματα του “The Bridge” κάπου κοντά, τη στιγμή που ο Simon ήταν δεμένος σε έναν ανεμόμυλο. Γρήγορα έγινε φίλος και με αυτόν, αν και το πιο συνταρακτικό γεγονός της ημέρας ήταν πως κάποια στιγμή ο ανεμόμυλος κόλλησε με τον Simon μέσα στο νερό και παραλίγο να πνιγεί.
Μέσω του φίλου του σκηνοθέτη Bruce Gowers που είχε κάνει το περίφημο “Bohemian Rhapsody”, γνώρισε τους Queen. Όταν λοιπόν έψαχνε μουσικούς για την ταινία του “Highlander”, τους έδειξε δοκιμαστικά πλάνα 20 λεπτών, και δέχτηκαν να γράψουν μουσική. Άλλη μια πολύ δυνατή φιλία προέκυψε με τον Freddie Mercury, κάτι που δυσκολευόταν να πιστέψει, όταν έτρωγε πρωινό μπέικον και αυγά μαγειρεμένα από τον Freddie στο σπίτι του. Ανάλογο ήταν και το δέσιμο με τον Elton John.
Όσο και αν εδραιώθηκε από τη δράση του στα μουσικά βίντεο, ο Mulcahy υπήρξε παραγωγικός και κινηματογραφικά με 15 ταινίες, ξεχωρίζοντας το ντεμπούτο του με το cult film “Razorblack”. Εκείνο τον καιρό δούλευε για τον Elton John, όταν του τηλεφώνησε ο παραγωγός Hal MacElroy για να τον ρωτήσει αν ήθελε να κάνουν μια ταινία μεγάλου μήκους. Αυτό ήταν το μεγάλο του όνειρο από παιδί και απάντησε αμέσως καταφατικά.
Ο άλλος σημαντικός σταθμός είναι η ταινία “Highlander” του 1985, με τους Christopher Lambert και Sean Connery, και βέβαια τη μουσική των Queen, όπως ήδη γράφτηκε παραπάνω. Διάβασε το σενάριο ενώ έκοβε το “Wild Boys” των Duran Duran, και τον τράβηξε πολύ η αίσθηση του τραγικού, επικού ρομαντισμού στην ιστορία. Η επιτυχία του εγχειρήματος αποδίδεται από τον ίδιο στη μοναδική ευστοχία που είχαν να επιλέγουν τους κατάλληλους ανθρώπους.
Ο Mulcahy είχε μια σεβαστή διαδρομή τόσο σε τηλεταινίες, όσο και σε τηλεοπτικές σειρές, κυρίως από το 1990 ως σήμερα. Όμως όλα τα υπόλοιπα ωχριούν μπροστά στην σφραγίδα που έβαλε στην ιστορία του μουσικού βίντεο κλιπ. Από την άγραφη, άγνωστη, απροσδιόριστη αφετηρία του εγχειρήματος στη διαμόρφωση της απαραίτητης αργότερα συνοδείας της εικόνας στον ήχο, και την εξέλιξη στις τακτικές, τις μεθόδους, τις τεχνικές και τη συνολική προσέγγιση, υπήρξε αναμφισβήτητα πρωτοπόρος. Είναι σχεδόν αδύνατο να έχει κανείς ασχοληθεί έστω και επιδερμικά με εκείνη την εποχή και να μην έχει παρακολουθήσει κάποιο δικό του βίντεο.
Το ύφος του με τα γρήγορα κοψίματα, τα δυνατά φώτα, τον neo-noir φωτισμό, τα πλάνα παρακολούθησης, τον άνεμο, αποτελεί αναπόσπαστο τεκμήριο της συνολικής αισθητικής προσέγγισης μιας εποχής που ανέδειξε το μουσικό βίντεο σε ένα υπερόπλο στον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας.