Πραγματικά τίποτα δεν είναι προφανές, εύκολο και τυχαίο με τους “Frosties”, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τους μεγάλους Celtic Frost οι αφοσιωμένοι οπαδοί τους. Η πορεία του ιθύνοντα νου Thomas Gabriel Fischer, μαζί με τον συνοδοιπόρο του Martin Eric Ain και τον τρίτο κρίκο του αχανούς πυρήνα, Reed St. Mark, δεν άφησε απλά ανεξίτηλα σημάδια, αλλά γέμισε τον ουρανό της δημιουργίας σημάδια για να βρουν το δρόμο σε νέα καταφύγια έκφρασης, αμέτρητοι άλλοι μουσικοί.
¨όταν η δισκογραφική εταιρεία Noise υπέγραψε μαζί τους, είπε πως θέλουν την πιο ακραία μπάντα στον κόσμο και αυτοί ήταν οι Celtic Frost. Όσο και να το έλεγαν όμως με πειθώ, δεν είχαν καταλάβει στην πραγματικότητα πόσο ακραίοι ήταν. Ο Fischer και ο Martin είχαν τόσες πολλές αντιφατικές μουσικές επιρροές και ήταν αποφασισμένοι να τις ενσωματώσουν όλες στη μουσική τους. Στην πραγματικότητα, υπήρχε από την αρχή ένα συγκεκριμένο αυστηρό πλάνο πορείας για το συγκρότημα: οι Celtic Frost (που δεν μετονομάστηκαν τελικά σε Celtic Fire, όπως σοβαρά είχαν σκεφτεί), θα έκαναν τρία άλμπουμ και θα έκλειναν τον κύκλο τους. Είχαν μάλιστα επεξεργαστεί την αρχική βάση για όλα αυτά. Υπήρχαν τίτλοι τραγουδιών, θέματα στίχων, επιλογές έργων τέχνης για το δικό τους artwork. Πίσω από όλα αυτά, οι Celtic Frost υπήρξαν ένα μακρόπνοο σχέδιο.
Βρισκόμαστε στην αυγή του 1987, όταν η μπάντα μπαίνει στο Horns Sound Studio, στο Αννόβερο, για να ηχογραφήσει το τρίτο της έργο, ένα άλμπουμ που ουσιαστικά σφυρηλατήθηκε στη διάρκεια των έξι μηνών που προηγήθηκαν και έμελλε να αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο για τους ίδιους. Είχαν και οι ίδιοι αυτή τη γαργαλιστική βεβαιότητα πως είχαν οδηγηθεί πολύ μακριά με τα πειράματά τους, αλλά η συγκλονιστική αβεβαιότητα μιας τέτοιας απόφασης τους έδινε ήδη την αίσθηση μιας περίεργης ικανοποίησης. Ο Martin Eric Ain, που απουσίαζε στο “To Megatherion” έχει επιστρέψει και μοιράζεται με τον Fischer τα γενναία ανοίγματα.
Μισώντας πραγματικά κάθε άγραφο περιορισμό της τότε metal σκηνής, και με μια γενναία δόση post punk έμπνευσης από μπάντες όπως οι Christian Death, The Sisters Of Mercy, Bauhaus, και άλλες, το συγκρότημα κάνει πράξη τις δεσμευτικές του αρχές για παράτολμους συνδυασμούς και περιφρονεί τα υπάρχοντα δεδομένα. Στιχουργικά, εξακολουθεί να δελεάζεται από την άνοδο και την πτώση αρχαίων πολιτισμών αλλά και την ποίηση του 19ου αιώνα, έτσι δεν είναι παράξενο που θα ανακαλύψει κανείς την αισθητή παρουσία της Emily Bronte και του Charles Baudelaire στις γραμμές τους.
Η Noise υπήρξε από την αρχή ξεκάθαρη στις απαιτήσεις της, και ζήτησε από τους Frost ένα δίσκο στο ύφος των Slayer και των Exodus. Η πιθανότητα συμβιβασμού ήταν νεκρή από την αρχή, έτσι ξεκίνησε μια περίοδος έντονων συγκρούσεων με τα στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας που πίεσαν ακόμα και με οικονομικούς εκβιασμούς για να τους μεταπείσουν. Πήγαν όμως κόντρα σε όλα. Ήθελαν τόσο πολύ να κάνουν ένα άλμπουμ που θα ένωνε τις gothic, electronica, ακόμα και dance επιρροές τους με τον metal χαρακτήρα τους, κάτι που οι ιθύνοντες της Noise έβρισκαν τουλάχιστον τρομακτικό.
Έχοντας αυτό το πληθωρικό και απαιτητικό όραμα, το συγκρότημα δεν ήθελε να κάνει μόνο του την παραγωγή του άλμπουμ, πιστεύοντας ότι η απειρία τους θα αδικούσε το υπάρχον υλικό. Η τόλμη της ιδέας απαιτούσε έναν παραγωγό που θα κατανοούσε και τη φιλοσοφία τους, αλλά θα μπορούσε ταυτόχρονα να την πραγματοποιήσει στο στούντιο. Κατάρτισαν μια μικρή λίστα πιθανών παραγωγών, με ονόματα όπως αυτά του Rick Rubin πριν γίνει γνωστό) και του Michael Wagener (που είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά τους άρεσαν οι ήχοι που χρησιμοποιούσε), αλλά κάθε απόπειρα απέτυχε. Η Noise τους είπε πως όλοι όσοι είχαν πλησιάσει είτε το είχαν απορρίψει είτε δεν ήταν διαθέσιμοι. Ποτέ δεν κατάφεραν να μάθουν αν αυτή ήταν η αλήθεια, αλλά κατέληξαν να κάνουν την παραγωγή μόνοι τους, κάτι που δεν ήθελαν καθόλου.
Με τη συμμετοχή Αράβων μουσικών, μιας ορχήστρας και μιας τραγουδίστριας όπερας, ο συντονισμός από μια τριάδα νεαρών παιδιών με ελάχιστη στουντιακή εμπειρία δεν ήταν και η ιδανική επιλογή. Οι Frost ήταν όμως αποφασισμένοι να αγνοήσουν κάθε εμπόδιο, αλλά και να σπρώξουν ττις αποφάσεις υψηλού κινδύνου στα άκρα. Ηχογράφησαν το τραγούδι των αγαπημένων τους Wall Of Voodoo, μάλιστα με τον Reed να αντιδρά έντονα αρχικά, με σκοπό να χρησιμοποιήσουν την ηχογράφηση σαν bonus τραγούδι. Τους άρεσε όμως τόσο το αποτέλεσμα, ώστε αποφάσισαν τελικά να ξεκινήσουν το άλμπουμ με αυτό.
Άλλωστε οι εκπλήξεις του δίσκου αποτέλεσαν ένα ισχυρό σοκ για τη συντηρητική μερίδα του metal μουσικού τύπου και κοινού τότε. Ο ηλεκτρονικός χαρακτήρας του “One In their Pride” με την κυριαρχία των samples από το Apollo, το νεοκυματικό βάθρο του “I Won’t dance”, ο παραισθησιογόνος γοτθικός χορός του “Mesmerised”, η νεοκλασική απόκοσμη ανατριχίλα του “Tristesses de la Lune”, και η πανοραμική θεώρηση του συνολικού οράματος στο “Rex Irae (Requiem)”, τάραξαν τα νερά όσων δεν είχαν εντρυφήσει στην ασύχαστη φλέβα των δημιουργών τους. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της παραγωγής του, οι Celtic Forst αναγκάστηκαν, από την Noise, να κάνουν κάποιες εμφανίσεις με τους Anthrax. Αν δεν το έκαναν, η εταιρία θα περιόριζε τη χρηματοδότηση για το Pandemonium. Βέβαια, το αφεντικό της εταιρείας Karl-Ulrich Walterbach είχε πει ότι απλώς πρόσφερε την ευκαιρία για την περιοδεία και δεν την πίεσε ποτέ. Ήξερε ότι ο χρόνος δεν ήταν ιδανικός για το συγκρότημα. Μία από αυτές τις ημερομηνίες ήταν αυτή του 1987, του Aardschokdag, ενός ολλανδικού ετήσιου φεστιβάλ heavy metal. Οι Frost έπαιξαν μαζί με τους Anthrax, Metal Church, Crimson Glory, Laaz Rockit και τους headliners Metallica στις 8 Φεβρουαρίου.
Όταν επιτέλους τέλειωσε ο δίσκος, οι άνθρωποι της εταιρείας έφτασαν να τον ακούσουν. Ήταν πραγματικά τρομοκρατημένοι, με βλέμματα φρίκης στα πρόσωπά τους. Ποτέ δεν κατάλαβαν τι ακριβώς έκαναν, και το έβλεπαν απλά σαν μια εμπορική αυτοκτονία. Ξεστομίστηκε ακόμα και η φράση “βάλτε τον δίσκο στον πάγο”. Βέβαια, δεν υπήρχε πια αυτή η πολυτέλεια μετά τα χρήματα που είχαν δαπανηθεί στο στούντιο, αλλά οι προϋπολογισμοί μάρκετινγκ, για ένα βίντεο και τη διαφήμιση, απλά εξαφανίστηκαν σε μια νύχτα.
Το μυθικό πια “Into The Pandemonium” στήθηκε με το απόσπασμα από τον πίνακα του Hieronymus Bosch στις βιτρίνες των δισκοπωλείων του πλανήτη την 1η Ιουνίου 1987. Μια ισχυρή μερίδα του μουσικού τύπου το υποδέχτηκε διθυραμβικά, εντοπίζοντας έγκαιρα τον υπερβατικό του χαρακτήρα. O σπουδαίος Malcom Dome το χαρακτήρισε το πιο διορατικό άλμπουμ του metal και ένα αληθινό avant garde αριστούργημα. Υπήρξαν και οι περιπτώσεις σαν αυτή του Metal Forces, όπου ο δίσκος βαθμολογήθηκε με 0/100. Το συγκρότημα βγήκε στο δρόμο μετά από μήνες έντονης αντιπαράθεσης με τη Noise, και ένας αιωρούμενος εφιάλτης έμοιαζε να τους ακολουθεί. Τελικά η πίεση, η αρνητικότητα και η κούραση νίκησαν και το γκρουπ διαλύθηκε στη σκηνή του Ντάλας τον Δεκέμβριο του 1987.
Το “Into the Pandemonium” είχε καθοριστικό αντίκτυπο στην ανερχόμενη gothic metal σκηνή της δεκαετίας του 1990. Πρωταγωνιστές της σκηνής όπως οι Paradise Lost, οι My Dying Bride, και οι Moonspell δεν έκρυψαν ποτέ τον θαυμασμό τους για το επίτευγμα των Frost. Ο Fischer ακόμα και σήμερα δεν κρύβει την περηφάνια του για το θάρρος και το θράσος που έδειξαν απέναντι σε κάθε πίεση, αλλά όπως συνηθίζει να είναι πολύ αυστηρός με τον εαυτό του, θεωρεί πως με άλλες συνθήκες, το όραμα θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς να διαφαίνεται σε συγκεκριμένα τραγούδια. Οι δυσκολίες έχουν δείξει βέβαια διαχρονικά πως κρύβουν τις δικές τους προκλήσεις, και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για τα αποτελέσματα των απουσιών τους.