Είναι γνωστό ακόμα και σε όσους έχουν επιδερμική σχέση με την ιστορία των μυθικών Deep Purple, πως είχαν μια πολυτάραχη διαδρομή, με πολλές αλλαγές μελών: τέσσερις διαφορετικοί τραγουδιστές και τρεις κιθαρίστες, χωρίς περιστασιακές λύσεις, φτάνουν για να δείξουν την αστάθεια κόντρα στην οποία εξακολουθεί να πηγαίνει ως σήμερα το μοναδικό αυθεντικό τους μέλος, ο ντράμερ Ian Paice.
Το 1976, το line up Mark IV των Deep Purple έκλεισε τελικά μια φθίνουσα διαδρομή μετά τις τελευταίες συναυλίες για την προώθηση του άλμπουμ “Come Taste the Band”, με την εμφάνιση στο Liverpool Empire Theater στις 15 Μαρτίου 1976 να αφήνει την αντήχηση της τελευταίας ζωντανής νότας. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε πως το όνειρο είχε πια τελειώσει.
Το 1980, ένας αδίστακτος promoter που ονομαζόταν “Steve G”, έβαλε μπροστά ένα περίεργο σχέδιο. Προσέγγισε τον τραγουδιστή της Mark I, τον Rod Evans και βάλθηκε να δημιουργήσει μια νέα εκδοχή του σχήματος. Το όνειρο του Evans με τη μπάντα έσβησε σχετικά πρόωρα, μετά τα τρία πρώτα άλμπουμ τους και είδε τον Ian Gillan να κρατά το μικρόφωνο. Δοκίμασε στη συνέχεια την τύχη του και με άλλα μουσικά σχήματα, δημιουργώντας τους Captain Beyond, ένα είδος progressive supergroup, με τα μέλη των Iron Butterfly, Rhino Reinhardt και Lee Dorman, το 1972. Βέβαια το σχήμα αποδείχτηκε πολύ περιορισμένης αντοχής και διέλυσε το 1974, ενώ κυκλοφόρησε μόλις ένα άλμπουμ.
Μετά και από αυτό, ο Evans αποφάσισε πως ολοκλήρωσε το μουσικό του κύκλο, έκλεισε το μικρόφωνο, και έπιασε δουλειά σε νοσοκομείο. Έτσι, φτάσαμε στο 1980, όταν ήρθε η πανούργα πρόσκληση από τον Steve G. Ο τύπος δούλευε σε μια εταιρεία που πουλούσε μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και μάλλον το είδε σαν καλή ευκαιρία να πουλήσει στις διψασμένες λεγεώνες των hard rock οπαδών, μεταχειρισμένα συγκροτήματα. Είχε μόλις δοκιμάσει το ίδιο κόλπο με μια περιοδεία επανασύνδεσης των Steppenwolf, που αποτελούσαν σίγουρα ένα καυτό δέλεαρ, το πρόβλημα ήταν όμως πως στη σύνθεση δεν υπήρχε ούτε ένα αρχικό μέλος του γκρουπ. Γρήγορα προέκυψε η μήνυση από τον πραγματικό frontman των Steppenwolf, John Kay, και τα σχέδια άλλαξαν γρήγορα.
Σε αντίθεση με την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα, ο Steve G και η εταιρεία προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή κάποιων παλιών μελών του γκρουπ, χωρίς φυσικά να απευθυνθούν σε κάποιον από τα μεγάλα ονόματα. Επικοινώνησαν μάλιστα και με τον αρχικό μπασίστα Nick Simper, ο οποίος όμως ήταν αρκετά διορατικός για να διαισθανθεί την απάτη και αρνήθηκε. Η μικρή φωτιά όμως που έκαιγε κάπου μέσα στον Rod Evans, τον έκανε να δεχτεί, πιστεύοντας πως αυτός ο δρόμος θα αποτελούσε κάπως μια επιστροφή στους Deep Purple, αλλά και στην πρόωρα χαμένη καριέρα του. Το υπόλοιπο συγκρότημα συμπληρώθηκε από τους Tony Flynn, Tom de Rivera, Dick Jurgens και Geoff Emery, τους ίδιους δηλαδή μουσικούς που είχαν χρησιμοποιήσει και για τους “Bogus Steppenwolf”.
Ο Rod Evans, δυστυχώς για τον ίδιο, έγινε ο μοναδικός μέτοχος, γεγονός που σήμανε πως ήταν ο μοναδικός που κινδύνευε άμεσα από το εγχείρημα “Deep Purple 1980”, και κατά συνέπεια το μοναδικό πρόσωπο που θα μπορούσε να οδηγηθεί στο δικαστήριο.
Ο Steve G. κινήθηκε γρήγορα και επιτήδεια, αρχίζοντας να κλείνει ημερομηνίες για ζωντανές εμφανίσεις. Σε μια εποχή χωρίς την ευκολία της πληροφορίας του διαδικτύου, δεν ήταν εύκολο να διασταυρωθεί και να επαληθευτεί αν οι άνθρωποι αυτοί αντιπροσώπευαν τους Deep Purple, και πολύ περισσότερο ποιους Deep Purple συγκεκριμένα, με το όνομα του Evans να καλύπτει αισθητά την πραγματικότητα. Έτσι, κλείστηκε μια σεβαστή λίστα από εμφανίσεις σε μεγάλους χώρους στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό.
Ήταν όμως δύσκολο να κοροϊδέψουν και στην πράξη το κοινό. Όταν το γκρουπ έκανε την πρώτη του συναυλία, στο Civil Center του Amarillo στο Texas, στις 17 Μαΐου 1980, το κοινό δεν ξεγελάστηκε από τους Bogus Deep Purple. Καθώς η περιοδεία συνεχίστηκε, το κοινό ήταν συνεχώς δυσαρεστημένο και κάποιες εμφανίσεις έληξαν επεισοδιακά με ταραχές. Τα πλάνα που υπάρχουν άλλωστε δείχνουν ξεκάθαρα το επίπεδο μιας συνοικιακής pub rock μπάντας, που εξαφανίζεται στα αρένες, ενώ η φωνή του Evans δεν ανταποκρίνονται στις υψηλές απαιτήσεις του Gillan και του Coverdale.
Μέχρι τις 19 Αυγούστου του 1980, όταν ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστούν στο Long Beach Arena, η άμεσα θιγόμενη πλευρά, η επίσημη πλευρά του πραγματικού συγκροτήματος ήταν ήδη ενήμερη για όλα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η αντεπίθεση για να σταματήσει η εξαπάτηση. Το πρώτο τους βήμα ήταν να ξεκαθαρίσουν ποιοι ακριβώς ήταν, ή για να είμαστε ακριβείς, ΔΕΝ ΗΤΑΝ σε αυτή την υποτιθέμενη εκδοχή των Deep Purple. Έτσι, δημοσιεύτηκε στους L.A. Times μια διαφήμιση που έπιανε μισή σελίδα και ενημέρωνε τους υποψήφιους θεατές της συναυλίας πως:
“Οι παρακάτω σταρ δεν θα παίξουν στη συναυλία των Deep Purple στο Long Beach Arena, αύριο στις 19 Αυγούστου 1980.
RITCHIE BLACKMORE- DAVID COVERDALE- IAN GILLAN- ROGER GLOVER- GLEN HUGHES- JOHN LORD- IAN PAICE”
Φυσικά, η επόμενη φάση ήταν η νομική δράση, και το θύμα ήταν, όπως άλλωστε αναμενόταν, ο Rod Evans. Μηνύθηκε και τιμωρήθηκε με αποζημίωση 672.000 δολαρίων (περίπου δυο εκατομμύρια σε σημερινά χρήματα) , και καθώς δε μπορούσε να πληρώσει το ποσό, κατέληξε να χάσει όλα τα μελλοντικά δικαιώματα από τα άλμπουμ και τα singles που ηχογράφησε με τη Mark I του γκρουπ. Σύμφωνα με τον Paice, οι Purple δεν κέρδισαν χρήματα από τη μήνυση, ούτε σκόπευαν σε αυτό, απλά ήθελαν να προστατέψουν το όνομα του γκρουπ: “ δεν ένιωθα ευχάριστα να εμφανιστώ στο δικαστήριο εναντίον ενός ανθρώπου με τον οποίο είχα κάποτε συνεργαστεί, αλλά αυτός που θα κλέψει το πορτοφόλι μου, θα πάρει σκουπίδια, αυτός που θα κλέψει το καλό μου όνομα, μου παίρνει όλα όσα έχω…”
Τέσσερα χρόνια αργότερα από την ιστορία των Bogus Deep Purple, η περίφημη Mark II της μπάντας πραγματοποιεί την πολυπόθητη επανασύνδεση, που συνοδεύεται με την κυκλοφορία του εξαιρετικού “Perfect Strangers”, και μια πετυχημένη παγκόσμια περιοδεία που τους φέρνει σε επαφή με μια νέα γενιά οπαδών. Για τον Rod Evans, όλα τέλειωσαν άδοξα, και το οριστικό τέλος της καριέρας του επιδεινώθηκε από την τραγική οικονομική του κατάσταση.