BELL WITCH, THE KEENING (11/5/24) Skyland, Λάρισα

LIVE REPORT

Δυο βαν κλέβουν αμέσως τη ματιά στον περιβάλλοντα χώρο του Skyland. Στο ένα από αυτά υπάρχει κοτσαρισμένη και μια μεγάλη καρότσα, που υποδηλώνει πως κάποιοι μεταφέρουν μαζί τους όσα υπάρχοντα θεωρούν απαραίτητα για να αποδώσουν τη μουσική τους ζωντανά, ακριβώς όπως αυτοί θέλουν. Και δεν είναι καθόλου περίεργο και απροσδόκητο αυτό, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη νύχτα.

Η προνομιακή αυτή νύχτα θα μας πρόσφερε στο φιλόξενο Skyland δυο από τα πιο ιδιαίτερα σχήματα της απέναντι πλευράς του ωκεανού. Δεν είναι τυχαίο πως το κοινό που βρέθηκε έγκαιρα και ανυπόμονα στο χώρο, είχε από νωρίς επικαλεστεί τις εύστοχες προσδοκίες γι’ αυτό που ερχόταν. Η εκφραστική δύναμη μιας παραμελημένης, απόμακρης, βαθιά ενδοσκοπικής Αμερικανικής μουσικής, παραμόνευε να μας τραβήξει σε μοναδικές διαδρομές.

Κοντά στις δέκα ανέβηκαν στην στριμωγμένη σκηνή του Skyland, οι The Keening, ουσιαστικά το μωρό της ερμηνεύτριας και συνθέτριας Rebecca Vernon, για 13 χρόνια στο μικρόφωνο των doomsters από το Salt Lake City, Subrosa. Με μια πενταμελή σύνθεση για τις ανάγκες της περιοδείας, το σχήμα της Rebecca είχε στις αποσκευές της το ντεμπούτο άλμπουμ “Little Bird”, και την αποστολή να ζωντανέψει μια απαιτητική και ευαίσθητη ηχογράφηση με αρκετά επιπλέον ηχοχρώματα.

Ο προσωπικός δρόμος που τράβηξε η Vernon στη δική της διαδρομή, στηρίζεται σαν ηχητική φόρμα στην αμερικανική folk παράδοση, αλλά μάλλον περισσότερο στις στιχουργικές εμπνεύσεις και αφηγηματικές τακτικές. Μουσικά, εμπλουτίζεται με μια ισχυρή δόση νεοκλασικών χρωμάτων αλλά και post rock, που αφήνουν τα τραγούδια να πλεύσουν προς έναν ευγενικό λυρισμό ή άλλοτε σε μια έντονη αγωνία. Η ίδια έχει αναλάβει τα keyboards, υποκαθιστώντας κάποια φυσικά όργανα της ηχογράφησης. Με την βοήθεια από λίγες κουταλιές μελιού, καθώς αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα με τη φωνή, το οποίο ποτέ δεν ακούσαμε, βρήκε λειτουργική υποστήριξη στη φωνητική συνεργασία με την καταπληκτική βιολονίστρια Andrea Morgan. Οι The Keening αποδίδουν το “Little Bird” στην ολότητά του. Είναι μια εμφάνιση βαθιά συναισθηματική, όπως οφείλει ένας καλλιτέχνης που περιγράφει στη μουσική του το συναρπαστικό εγχείρημα της απόδρασης από την ασφάλεια, τη στασιμότητα, την επανάληψη. Οι δυναμικές αλλάζουν με ισορροπία, τα τραγούδια απλώνονται σταθερά και συγκεκριμένα με τη μουσική σιγουριά μιας ομάδας συγκροτημένης, αλλά ταυτόχρονα δεν χάνονται τα χρώματα και οι εντυπώσεις τους, ενώ υπάρχουν και διαστήματα μεγαλύτερης έντασης. Η ίδια η Rebecca μοιάζει να απολαμβάνει κάθε στιγμή, οι αφηγήσεις της προσπερνούν αυτό τον folk συμβολισμό και γίνονται καθημερινές και ανθρώπινες, κοντινές και λειτουργικά δικές μας. Ο χρόνος των The Keening γλιστρά τόσο ελκυστικά, αβίαστα και όμορφα, με μια λυτρωτική αμεσότητα. Και όλη αυτή η αίσθηση χρειαζόταν μια ανάλογη απάντηση.

The Keening Setlist:

Autumn

Eden

Little Bird

Hunter I

Hunter II

Με μια απρόσμενα γρήγορη διαδικασία, όλος ο εξοπλισμός των The Keening απομακρύνθηκε από τη σκηνή και φορτώθηκε έτοιμος για το επόμενο ταξίδι. Αμέσως, άρχισε η πυρετώδης προετοιμασία για το στήσιμο του drumset του Jesse Shreibman, και κοντά του, ο ηγετικός μπασίστας/τραγουδιστής Dylan Desmond έκανε τη δική του προεργασία.

Οι Bell Witch αποτελούν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του λεγόμενου funeral doom, ακόμα πιο δύσβατη και απαιτητική από τα ήδη συνήθη εμπόδια του χώρου για τον μέσο ακροατή. Ο δρόμος έκφρασης που έχουν διαλέξει δεν είναι απλά μοναχικός και επικίνδυνος, αλλά καθορίζεται από μια καλλιτεχνική ειλικρίνεια που δεν επιφυλάσσει χώρους για συμβιβασμούς, ούτε καν στα πλαίσια της ελευθεριότητας μιας ζωντανής εμφάνισης. Είναι δεδομένο και αυτονόητο πως πηγαίνεις να ακούσεις και να δεις απόλυτα συνειδητοποιημένος πως σε περιμένει μια οπτικοακουστική περιπλάνηση πολύ μακριά από τα συνηθισμένα. Ήταν ξεκάθαρο πως σχεδόν όλοι όσοι βρέθηκαν στο χώρο, είχαν όλες τις αναγκαίες προδιαθέσεις και υποβολές γι’ αυτό που άρχιζε.

Η παγωμένη εισαγωγή του οργάνου, με τις δυο φιγούρες να βρίσκονται στις θέσεις τους επί σκηνής, μας σπρώχνει ομαλά στο σύμπαν του τελευταίου τους άλμπουμ, “The Clandestine Gate” του 2023, το οποίο θα αποδοθεί στην ολότητά του, μια διαδρομή γύρω στα 80 λεπτά.

Όσο και αν υπάρχει η δυνατότητα να υποθέσεις πώς πιθανά ζωντανεύουν αυτά τα ιδιόμορφα μουσικά έργα των Bell Witch στη σκηνή, μόνο η ασύγκριτη πραγματικότητα μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια και δικαιοσύνη. Το ντουέτο στήθηκε και τράβηξε το δρόμο του μέχρι την τελευταία στιγμή, σαν να έπαιζε απόλυτα απομονωμένο σε ένα ακρωτήρι στο τέλος του κόσμου. Δεν έχει σημασία πόσοι στέκονται από κάτω ή πώς αντιδρούν: οι δυο μουσικοί αντιπαραβάλλονται, αγωνίζονται, αλληλοεπιδρούν αποκλειστικά με το δικό τους έργο, κλείνονται μέσα του και παλεύουν να τραβήξουν το δρόμο μέχρι τη στιγμή που όλα θα φτάσουν σε ένα τέλος.

Με έναν ήχο που συντρίβει, καθώς το έργο αρχίζει να βαδίζει αργά και επιβλητικά, το ιδιότυπο παίξιμο του Desmond στο οχτάχορδο μπάσο χτίζει αυτά τα πελώρια σκοτεινά τείχη και πάνω του καρφώνονται τα μοιραία, οριακά χτυπήματα του Shreibman, με βιβλικές αντηχήσεις. Οι προβολές, μάλλον με κυρίαρχο το υγρό στοιχείο, υποβάλλουν περισσότερο αυτή την αχανή διαδρομή που δεν οδηγεί σε λυτρώσεις, μόνο σε περιοδικές εντυπώσεις άδειων ηχητικών ξέφωτων, όπου η ανάσα της ανάπαυλας μοιράζεται με την αναμονή μιας άγνωστης αγωνίας. Οι Ταρκοφσκικοί ρυθμοί, με δεδομένη την επίδραση του Ρώσου σκηνοθέτη πάνω τους, παλεύουν απέναντι στον άπειρο χρόνο της έννοιας της ζωής. Οι Bell Witch καλλιεργούν άλλωστε αυτή τη δύσβατη επαναληπτικότητα, με την εντύπωση μιας τελετής που τιμά την αιωνιότητα. Τα ζωντανά , και κάποια προηχογραφημένα, φωνητικά του Desmond, μοιράζονται ανάμεσα στην παλιότερη εντύπωση  θρησκευτικών ύμνων και πιο ακραίες φωνητικές εκφράσεις που στιγμιαία προσεγγίζουν το death metal.

Τίποτα βέβαια δεν ταράζει την πιστή ισορροπία τους ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Με ένα έργο με δομή κυκλική, απλώνονται μπροστά μας με τον υπαινιγμό της ατέρμονης επαναληπτικής περιπλάνησης, μέχρι το αποθεωτικό φινάλε.

Καθώς βγαίνουμε από το κουκούλι του “The Clandestine Gate”, επιστρέφουμε με τα δικά μας χειροκροτήματα στον πραγματικό κόσμο, και το ίδιο συμβαίνει και με τους δυο πρωταγωνιστές, που μπορούν πια να μας χαμογελάσουν ζεστά. Σε μια τροποποιημένη μουσική βιομηχανία όπου οι συμβάσεις είναι πια όλο και πιο συνταγογραφούμενες και θεσμοθετημένες, η επαφή με την αυθεντική τέχνη και έκφραση μοιάζει να πονά πια σαν καυτό σίδερο.

Bell Witch Setlist:

Future’s Shadow Part One: “The Clandestine Gate”

Bell Witch Website
Bell Witch Facebook
The Keening Facebook
The Keening Bandcamp

Φωτογραφίες: Δημήτρης Ζαμπός

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1040 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.