The British Lion
Αν και ο τίτλος είναι κλεμμένος από το προσωπικό συγκρότημα του Steve Harris είμαι σίγουρος ότι ταιριάζει απόλυτα στον κύριο Blaze Bayley. Από τους καλύτερους frontman της γενιάς του και από τους πιο ευγενείς ανθρώπους στο metal, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή και από εκεί να πέσει στα τάρταρα τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Κάποιος άλλος στη θέση του θα το έβαζε κάτω, αλλά αυτός κατάφερε να αναστήσει την καριέρα του και να ξαναβρεί την προσωπική του ευτυχία και φυσικά ακόμα βρυχάτε, κυκλοφορώντας με το προσωπικό του συγκρότημα δίσκους που αξίζουν να ακουστούν από όλους τους οπαδούς του metal.
Ο Bayley Alexander Cooke γεννήθηκε στο Birmingham στις 29 Μαΐου 1963. Γόνος κλασικής Βρετανικής εργατικής οικογένειας είχε μια ισορροπημένη παιδική ηλικία και αποφάσισε να γίνει τραγουδιστής όταν παρακολούθησε τις πρόβες ενός συγκροτήματος που έπαιζε διασκευές των Sex Pistols. Αφού τελείωσε το Λύκειο ο νεαρός Bayley βρήκε δουλειά σαν πορτιέρης στα τοπικά club την οποία σύμφωνα με δηλώσεις του την αγαπούσε γιατί μπορούσε να ακούει με το Walkman του τα αγαπημένα album του. Φυσικά, με τόση αγάπη για το heavy metal δεν άργησε να μπλεχτεί σε κάποιο συγκρότημα και έτσι το 1984 στο Tamworth μια πόλη 14 μίλια νοτιότερα του Birmingham γεννήθηκαν οι Wolfsbane. Η μπάντα απαρτιζόταν από τον Blaze στα φωνητικά, jase Edwards στη κιθάρα, Jeff Hateley στο μπάσο και Steve “Danger” Ellett στα τύμπανα.
Οι Wolfsbane για τα επόμενα πέντε χρόνια δούλεψαν σκληρά οργώνοντας τη Γηραιά Αλβιόνα και κυκλοφορόντας τρία EP. Τελικά, το 1989 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους δίσκο το “Live Fast, Die Fast” και υπογράφουν με την Αμερικάνικη δισκογραφική Def American. Παραγωγός του “Live Fast, Die Fast” είναι ο πολύς Rick Rubin. Εδώ οι Άγγλοι παίζουν street heavy metal με αρκετές hard rock και punk επιρροές. Οι μερακλήδες του heavy metal είναι σίγουρο ότι θα απολαύσουν τα 10 τραγούδια-δυναμίτες του δίσκου.
Το 1990 βγάλανε άλλο ένα EP και το 1991 το δεύτερο album τους “Down Fall the Good Guys”. Εδώ ο ήχος γίνεται πιο Αμερικάνικος και τα τραγούδια πιο εμπορικά. Το “Ezy” κατάφερε να μπει στο νούμερο 68 του UK Singles Chart. Παραγωγός του δίσκου ήταν άλλος ένας γνωστός Αμερικάνος παραγωγός ο Brendan O’Brien( The Offspring, Pearl Jam, Rage Against the Machine, Stone Temple Pilots). Ακολούθησε περιοδεία που έπαιξαν ως support σε ονόματα όπως Iron Maiden, Motörhead, Ozzy Osbourne, Alice Cooper, Anthrax, Overkill, Sepultura, Kreator, Sepultura, Dark Angel, King Diamond και έτσι γίνανε γνωστοί σε πολύ κόσμο.
Παρόλο που η Def American αρχικά τους στήριξε εμπορικά δεν τα πήγαν τόσο καλά όσο η εταιρεία ανέμενε έτσι μετά το τέλος της περιοδείας τους αποδέσμευσε. Ίσως έφταιξε ότι η συνεργασία ενός Αγγλικού συγκροτήματος με μια Αμερικάνικη εταιρεία ήταν κάπως περίεργη. Οι Wolfsbane μένουν για ένα χρόνο χωρίς συμβόλαιο και το 1993 κυκλοφορούν ένα live album το “Massive Noise Injection” από τη Βρετανική Bronze Company.
Το 1994 οι Wolfsbane έχουν έτοιμο τον τρίτο δίσκο του το ομώνυμο “Wolfsbane”. Εδώ σαφέστατα παίρνουν το αίμα τους πίσω, με τις κιθάρες να είναι πιο βαριές και επίσης βγάζουν την ενέργεια που είχαν στο ντεμπούτο τους. Η σπέσιαλ έκδοση περιλαμβάνει και δεύτερο δισκάκι με το όνομα “Everything Else”, με έξι τραγούδια bonus υλικό τα οποία περιλαμβάνουν δύο διασκευές στον Bruce Springsteen και τους Anti-Nowhere League. Παρόλο που το “Wolfsbane” ήταν καλό, δεν υπήρχε άλλη βενζίνη στο ντεπόζιτο τους και διαλύθηκαν με το Blaze να πηγαίνει στους Maiden και τους υπόλοιπους Wolfsbane να ιδρύουν νέα μπάντα το 1995, τους Stretch.
Τo 1994 ξεκινάει η εποχή Blaze για τους Iron Maiden. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, ανάμεσα σε δεκάδες υποψήφιους, ο Harris τον επιλέγει για αντικαταστάτη του Bruce Dickinson και πλέον το όνομα του γίνεται γνωστό σε όλο τον πλανήτη. Δυστυχώς, λίγο μετά την υπογραφή του συμβολαίου του είχε ένα σοβαρό ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα, οπότε για τον υπόλοιπο χρόνο έμεινε εκτός δράσης. Τελικά, το 1995 οι Maiden κυκλοφορούν το πολυαναμενόμενο “X-Factor”. Ένα διαφορετικό δίσκο από ότι μας είχαν συνηθίσει, πιο σκοτεινό, με τις μεγάλες και πιο prog συνθέσεις να παίρνουν τα ηνία. Αρκετά καλό το “X-Factor”, παρόλο που είχε ψεγάδια, ήταν προπομπός των δίσκων της επιστροφής του Bruce. Η απόδοση του Blaze είναι φανταστική και τραγούδια όπως το “Lord of the Flies”, “The Edge of Darkness” η το έπος “Sign of the Cross” δείχνουν σε όλους ποιος είναι ο Bayley. Κάποιοι οπαδοί τότε ξίνισαν επειδή ήταν διαφορετικος σε σχέση με τον Bruce αλλά το σύνολο των fans τον αγκάλιασε.
1998 και οι Maiden μπαίνουν στο studio για την ηχογράφηση του “Virtual XI”. Δυστυχώς, ο δίσκος ήταν εμπορική αποτυχία. Ήταν ο χειρότερος δίσκος μέχρι να βγει το “The Final Frontier”, έπασχε από συνθέσεις, μέχρι και το εξώφυλλο ήταν τελείως χάλια. Το “Virtual XI” άγγιξε το Νο16 στο UK Albums Chart, τη χειρότερη θέση που είχε μέχρι τότε δίσκος των Maiden. Άλλωστε δύο κούκοι δε φέρνουν την άνοιξη(“Futureal” , “The Clansman” ). Ο Blaze προσπάθησε, έδωσε τον καλύτερο εαυτό του και ήταν ο μόνος που ΔΕΝ έφταιγε. Αλλά και αυτός δεν κατάφερε να γλιτώσει την κριτική από τους οπαδούς. Ο δίσκος επηρέασε και την προσέλευση των οπαδών στις συναυλίες, με τους Maiden να δυσκολεύονται να γεμίσουν στάδια και να επιστρέφουν στα live στα clubs. Τελικά, ο Blaze μαθαίνει για την επιστροφή του Bruce το 1999 από τον μουσικό τύπο και αναγκάζεται να αποχωρήσει πικραμένος από τους Maiden.
Εκείνη την περίοδο ο Bayley δέχθηκε την πιο άδικη κριτική που έχει δεχθεί metal τραγουδιστής. Αρχικά οποιοσδήποτε να αντικαθιστούσε τον Dickinson θα τα άκουγε. Ο Blaze είναι πολύ καλός τραγουδιστής με ιδιαίτερη φωνή αλλά ειδικά στα φωνητικά που έπρεπε να πιάσει υψηλές νότες φαινόταν η διαφορά του με τον μυθικό προκάτοχο του. Σε αυτό φταίει και ο Harris που τον έβαζε να τραγουδάει παλιό υλικό ζωντανά χωρίς να προσαρμόζει λίγο τα τραγούδια πάνω του και έτσι έμενε εκτεθειμένος στο κοινό. Δεύτερον ειδικά στο “Virtual XI” κλήθηκε να ερμηνεύσει τις πιο μέτριες συνθέσεις των Maiden από την ίδρυση τους και υπεύθυνος μόνο αυτός δεν ήταν. Άλλωστε τις δυνατότητες του τις έδειξε σε συνθέσεις όπως “Sign Of The Cross”, “The Edge Of Darkness”, “The Clansman”, “Lord Of The Flies”, “Futureal”, “Man On The Edge”. Τώρα στο ερώτημα αν άξιζε εξαρχής να είναι στους Maiden το μόνο σίγουρο είναι ότι είχε το όνομα που έπρεπε στο underground, ζωντανά ήταν ένα μεταλλικό κτήνος με πολύ ενέργεια που έχει ακόμα και τώρα και το κυριότερο είχε χαρακτηριστική και καλή φωνή. Τώρα αν ο Harris είχε πάρει ένα τραγουδιστή πιο κοντά στο στυλ του Dickinson, αυτό είναι από τα μεγαλύτερα what if στην ιστορία του heavy metal.
Μετά την απομάκρυνση του από τους Maiden o Bayley δεν το έβαλε κάτω και έφτιαξε νέο συγκρότημα που το ονόμασε Blaze. Μαζί του οι κιθαρίστες Steve Wray και John Slater, ο μπασίστας Rob Naylor και ο drummer Jeff Singer. Το 2000 υπέγραψαν στη Γερμανική SPV και κυκλοφόρησαν το “Silicon Messiah”. Στο “Silicon Messiah” οι Blaze παίζουν σύγχρονο heavy metal, με το Bayley να δοκιμάζει νέα πράγματα με τη φωνή του. Ο δίσκος πήρε πολύ καλές κριτικές και το συγκρότημα είχε περάσει και από την Ελλάδα ως support στους Savatage στο γήπεδο του Σπόρτιγκ στα Πατήσια, με τον Βρετανό να τα σπάει με την απόδοση του.
Με το συγκρότημα σε φόρμα το 2001 παραδίδεται το “Tenth Dimension”. Επίσης, πολύ καλό το “Tenth Dimension” είναι concept και είναι ο δεύτερος δίσκος που θα ασχοληθεί ο Bayley με τα αγαπημένα του θέματα τη φυσική και το διάστημα γενικότερα. Εδώ η παραγωγή έχει γίνει από τον Andy Sneap στο Backstage Studios και υπάρχουν κομματάρες όπως το ομώνυμο και τα “Kill and Destroy” και “Leap of Faith”.
Αρχές του 2003 κυκλοφορούν το πρώτο τους live album το “As Live As It Gets”. Μετά από αυτό θα αποχωρήσουν οι Jeff Singer και Rob Naylor και γενικά το συγκρότημα θα ταλανιστεί από οικονομικά προβλήματα και προσθαφαιρέσεις μελών. Το 2004 θα κυκλοφορήσουν τον τρίτο τους δίσκο το “Blood & Belief”. Η παραγωγή έγινε πάλι στα Backstage Studios και έκαναν και ένα βίντεο για το “Hollow Head”. Ο δίσκος γενικά έχει μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα και ασχολείται με πιο προσωπικά θέματα σε σχέση με τα προηγούμενα album. Η εποχή είναι δύσκολη για τον Bayley, αντιμετωπίζει προβλήματα αλκοολισμού και μετά την ολοκλήρωση του δίσκου τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας τον εγκαταλείπουν. Αν και το “Blood & Belief ”είναι καλό, δεν προωθήθηκε κατάλληλα και είναι από τις λιγότερο γνωστές δουλειές του Βρετανού.
Το 2007 η μπάντα μετονομάζεται σε Blaze Bayley Band με νέα σύνθεση τους κιθαρίστες Nicolas Bermudez και Rich Newport, τον μπασίστα Dave Bermudez και drummer τον Rico Banderra και ηχογραφούν το live album “Alive in Poland ”. Τo 2008 κυκλοφορεί το “The Man Who Would Not Die” με ένα τίτλο δήλωση από τον Bayley. Το “Robot” είναι το πρώτο single που κυκλοφορεί και αργότερα γυρίζεται ένα βιντεοκλίπ για αυτό. Σε συνέντευξη του ο Blaze παραδέχεται ότι τον βοήθησαν αρκετά στις συνθέσεις τα νέα μέλη της μπάντας και αυτό φαίνεται στο “The Man Who Would Not Die” που ακούγεται πολύ φρέσκο και με νέες ιδέες.
Δυό μήνες μετά από τη κυκλοφορία του “The Man Who Would Not Die” ο Blaze θα χάσει ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Η γυναίκα του και manager Debbie Hatlands μετά από δίμηνη νοσηλεία σε νοσοκομείο πεθαίνει από εγκεφαλικό. Παρότι το χτύπημα ήταν βαρύ ο τραγουδιστής συνέχισε να περιοδεύει αφιερώνοντας κάθε συναυλία στη μνήμη της αδικοχαμένης γυναίκας του.
Το 2010 κυκλοφόρησε ο νέος δίσκος “Promise and Terror”. Η παραγωγή έγινε από τον Jason Edwards των Wolfsbane στο The Majestic Splendour Studio. Το “Promise and Terror” χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μισό είναι πιο γρήγορο και έχει ένα θετικό vibe και το άλλο μισό είναι πιο σκοτεινό, με τα 4 τελευταία κομμάτια να έχουν ως θέμα τα τέσσερα στάδια της προσωπικής τραγωδίας: απώλεια, πόνος,θρήνος αποδοχή. Ο δίσκος είναι ο πιο επιτυχημένος από αυτούς που προηγήθηκαν και ήταν Νο3 στα UK charts.
Το 2011 ήταν η χρονιά του reunion για τους Wolfsbane. Μετά από μια περιοδεία μπήκαν στο studio και έβγαλαν νέο δίσκο το “Wolfsbane Save The World” το οποίο έχει ένα old school χαρακτήρα και στην ουσία είναι ένας hard rock δίσκος. Μέχρι στιγμής είναι και ο τελευταίος που έχουν βγάλει και η πιο αδύναμη στιγμή στη δισκογραφία τους. Επίσης, αυτή τη χρονιά ο Bayley παντρεύτηκε και απόκτησε μια κόρη την Alice.
Μετά από το διάλειμμα με το παλιό συγκρότημα και αφού προηγήθηκε μια περιοδεία με τον Paul Di’Anno, επιστροφή για τους Blaze Bayley Band με το “The King of Metal” το 2012. Καλός δίσκος που όμως είχε μια αρκετά μέτρια παραγωγή αλλά και πάλι στέκεται αξιοπρεπώς στο χώρο του κλασσικού heavy metal ήχου. Από εδώ και πέρα o Bayley αποφασίζει ότι το συγκρότημα θα λογίζεται σαν one man band.
Το 2012 κυκλοφορεί το “Soundtracks of My Life” που είναι ένα best-off συν δυο νέα τραγούδια τα “Hatred” και “Eating Children”. Μετά από αρκετές αλλαγές στο line up τελικά καταλήγει επιτέλους σε ένα σταθερό κορμό που θα τον βοηθήσει αρκετά στην καριέρα του. Μαζί του θα είναι και οι Chris Appleton στην κιθάρα,Karl Schramm στο μπάσο και Martin McNee στα τύμπανα. Το 2014 κυκλοφορεί το DVD “Live in Prague” που περιέχει το full show της περιοδείας για το “Soundtracks of My Life”.
Αφού τελείωσε η πετυχημένη περιοδεία, το συγκρότημα ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις για το “Infinite Entanglement”. Το 2016 η αρχή της τριλογίας που είχε στο μυαλό του ο Blaze είναι γεγονός. Επιστροφή στη στη sci-fi θεματολογία έπειτα από τα “Silicon Messiah” και “Tenth Dimension” και επιστροφή σε πιο heavy metal φόρμες. Ο Blaze είναι στα καλύτερα του και γενικά η ομάδα πετάει.
Γίνεται μόλις σε ένα χρόνο να κυκλοφορήσεις δίσκο sequel καλύτερο από τον πρώτο και ενώ ήδη το αρχικό album είναι πολύ καλό; Και όμως ο Blaze το καταφέρνει και το “Endure and Survive – Infinite Entanglement Part II”. Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει και έτσι και σε αυτό το δίσκο έχουμε συνθέσεις υψηλής ποιότητας. “Endure” and Survive”, “Escape Velocity και “Fight Back” είναι τραγούδια που ήδη οι οπαδοί του τα θεωρούν κλασσικά. Άψογος δίσκος.
Το “The Redemption of William Black (Infinite Entanglement Part III)” κυκλοφορεί το 2018 και ο Blaze πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Να βγάλει τρίτο σερί δίσκο, που αφορά την ίδια ιστορία και να είναι και οι τρεις δίσκοι ισάξιοι! Ακολουθούν εκτεταμένες περιοδείες και επιτέλους ο γερό-Blaze μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος.
Μέσα στην ίδια χρονιά επίσης θα κυκλοφορήσει το “December Winds” που στην ουσία είναι ένας ακουστικός δίσκος με νέα τραγούδια και δύο διασκευές σε τραγούδια των Maiden. Ειδικά η διασκευή στο “Sign of The Cross” είναι ανατριχιαστική. Επίσης, το 2019 κυκλοφόρησαν το live DVD “Live in France”.
Τελευταία δισκογραφική δουλειά μέχρι στιγμής είναι το “War Within Me” που κυκλοφόρησε το 2021. Το “War Within Me” είναι ένας εξαιρετικός δίσκος στο γνωστό στυλ του Blaze, με τον Luke Appleton να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις συνθέσεις και να κάνει αρκετά καλή δουλειά στις κιθάρες. Στο “War Within Me” οι στίχοι ξεφεύγουν από το φανταστικό πλαίσιο των προηγούμενων album, η έμπνευση προέρχεται είτε από ιστορικές φιγούρες (“The Dream of Alan Turing”, “The Power of Nikola Tesla”, “The Unstoppable Stephen Hawking” είτε αφορά προσωπικά θέματα (“Pull Yourself Up”, “War Within Me”). Επισης έχει γράψει ένα τραγούδι για τους οπαδους, το “18 Flights”. Στο “War Within Me” ο Bayley ακούγεται ανανεωμένος και φαίνεται ότι έχει νικήσει οριστικά τους δαίμονες του παρελθόντος.
To 2022 o Blaze και η παρέα του πέρασε για άλλη μια φορά από τη χώρα μας και μάλιστα έκαναν μια μίνι περιοδεία με σταθμούς την Ξάνθη, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Αθήνα και Πάτρα. Μάλιστα είχαμε την τιμή να δώσει μια υπέροχη συνέντευξη στο περιοδικό μας. Δυστυχώς, το Μάρτιο που μας πέρασε ο τραγουδιστής αντιμετώπισε ένα καρδιακό επεισόδιο και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για ένα χρονικό διάστημα. Πλέον είναι καλύτερα και όπως δήλωσε ο ίδιος αναμένεται να επιστρέψει στη σκηνή στα τέλη του 23.
Το βρετανικό λιοντάρι σε όλη τη πορεία στο metal, μας έχει αποδείξει άπειρες φορές πόσο υπέροχος και αξιοπρεπής άνθρωπος είναι. Πάντα προσιτός και πάντα ένας από εμάς. Σε αντίθεση με τον Paul Di’Anno που δεν κατάφερε τίποτα μετά τους Maiden και έχει γίνει καρικατούρα του εαυτού του, ο Blaze είναι ακριβώς το αντίθετο. Μαχητής, στην πρώτη γραμμή του heavy metal ακόμα και όταν το metal φυτοζωούσε, έχει αφήσει παρακαταθήκη αρκετούς δίσκους και επιπλέον την Infinite τριλογία, το magnum opus του. Είναι ένας πραγματικός metal warrior και είναι σίγουρο ότι ακόμα έχει να προσφέρει πολλά στο heavy metal.
I can be a warrior
Broken alone left for dead
I can be a warrior
With courage to rise up again