Έχουν περάσει τουλάχιστον 20 χρόνια και δεν θα ξεχάσω τη μέρα που αγόρασα το “Thundersteel” των Riot από το Rock City. Κλασσικά Σάββατο πρωί, ξεκίνησα με τα φιλαράκια για την καθιερωμένη βόλτα στα δισκάδικα του κέντρου, αναζητώντας νέους μουσικούς ήρωες, αφού ήδη είχαμε λιώσει δίσκους από Maiden, Metallica και λοιπά μεγαθήρια. Με το που γύρισα σπίτι έτρεξα να ακούσω τα δισκάκια που είχα αγοράσει και με το που έβαλα να ακούσω το “Thundersteel”, αυτό ήταν. Μου τίναξε τα μυαλά στον αέρα!
Για τον υπόλοιπο μήνα δεν άκουσα τίποτα άλλο, παρότι είχα αγοράσει και άλλα cd και έτσι έμαθα τους Riot. Φυσικά πήγα να αγοράσω και άλλα δισκάκια των Αμερικανών με το επόμενο να είναι το “Narita”. Διαφορετικό αλλά και πάλι ξετρελάθηκα. Από τότε είμαι φανατικός οπαδός των Riot και ελπίζω σε αυτό το αφιέρωμα να μην σας πρήξω πολύ, αγαπητοί αναγνώστες, με το πόσο γαμάτο συγκρότημα είναι οι Αμερικανοί.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Aρχικά μιλάμε για ένα συγκρότημα που έχει ιστορία 40 χρόνων και είναι ακόμα εδώ, πόσες μπάντες μπορούν να το παινευτούν αυτό; Δεύτερος λόγος ο εκλιπών, πλέον, Mark Reale από τους πιο υποτιμημένους κιθαρίστες, μας έχει χαρίσει απίστευτα riff και αρκετοί ύμνοι του metal φέρουν την υπογραφή του. Από το στρατόπεδο των Riot έχουν περάσει αρκετοί φοβεροί μουσικοί, για να μην μιλήσω για τους τραγουδιστές που είχε κατά καιρούς η μπάντα. Ένα όνομα θα γράψω προς το παρόν, Tony Moore! H δισκογραφία τους χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους με τη μπάντα να περνάει από hard rock/ πρώιμο heavy metal, κλασσικό heavy metal, μελωδικό heavy metal και τέλος heavy/power metal με όλους τους δίσκους να είναι τουλάχιστο αξιοπρεπής. Επίσης οι Riot είναι η πρώτοι που παίζουν κλασσικό heavy metal στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Τελευταίος λόγος μα εξίσου σημαντικός, μια από τις πιο κουλές μασκότ στην ιστορία του metal, η φώκια Tior ( αναγραμματισμός του Riot), ή αλλιώς Johnny από το χαρακτήρα του κομματιού “Johnny’s Back” από το “Thundersteel”.
Ότι είναι ο Harris για τους Maiden είναι ο Mark Reale για τους Riot, o οποίος γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1955 στο Brooklyn της Νέας Υόρκης. Από μικρός δύο ήταν οι μεγάλες του αγάπες: η φωτογραφία και η μουσική, που τελικά τον κέρδισε. Καθοριστικός παράγοντας ήταν o πατέρας του Mark που διέγνωσε την μουσική κλίση του γιου του, ο οποίος όχι μόνο του αγόρασε μια κόκκινη ηλεκτρική κιθάρα και του παραχώρησε το γκαράζ του σπιτιού, αλλά τον έστειλε και στο τοπικό ωδείο να κάνει μαθήματα. Στο γυμνάσιο γνώρισε τον Peter Bitelli, μετέπειτα drummer των Riot και μαζί ξεκίνησαν να κάνουν πρόβες στο γκαράζ του Mark. Ήταν τόσο ενθουσιασμένοι που έπαιζαν μουσική που συχνά πυκνά όλο και κάτι σπάγανε, με τα σημάδια από τις μπαγκέτες του Bitelli, να υπάρχουν ακόμα στο ταβάνι του υπογείου.
Αρχικά ονομαζόντουσαν Kon – Tiki, αλλά γρήγορα το εγκατέλειψαν και πήραν το όνομα Riot. Την ιδέα για την ονομασία του group είχε ο Peter Bitelli. Μαζί με τον Mark, μετά τις πρόβες έβλεπαν ένα οικογενειακό show, το “the honeymooners με πρωταγωνιστές τους Jackie Gleason και Ralph Kramden, όπου η ατάκα που έλεγε συνέχεια ο Ralph στη Jackie ήταν “Hold on,you are a riot Alice”.
Από τη στιγμή που ακονίσανε τις μουσικές δυνατότητες τους και κατάλαβαν ότι χρειαζόντουσαν και άλλους για το συγκρότημα, ξεκίνησαν να ψάχνουν νέα μέλη. Έτσι αποφάσισαν να βάλουν αγγελία για μπασίστα στο τοπικό δισκάδικο. Στην αγγελία απάντησε νεαρός μπασίστας Phil Feit, όπου βρήκε ότι έχει πολλά μουσικά κοινά με τον Bitelli. ‘Ετσι τον κάλεσαν στο προβάδικο και μετά από λίγες πρόβες έγινε μέλος των Riot. Επόμενος ήταν ο τραγουδιστής Guy Speranza τον οποίο τον ανακάλυψε ο πατέρας του Reale! Εκείνη την εποχή στο Brooklyn ήταν της μόδας να γίνονται πάρτυ στις γειτονιές και να παίζουν οι τοπικές μπάντες, τα λεγόμενα block parties. Πάνω σε ένα τετοιο πάρτυ έπεσε και ο πρεσβύτερος Reale και είδε τον Speranza να τραγουδάει. Χωρίς να χάσει χρόνο έφυγε κατευθείαν για το σπίτι και έφερε σηκωτό τον γιο του στο πάρτυ. Ο Mark κατάλαβε αμέσως ότι με τον Speranza οι Riot θα είχαν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, αφού είχε όλο το πακέτο, τόσο σαν εμφάνιση (σαν αμερικάνος Bon Scot ένα πράγμα), αλλά ειδικότερα διότι τα φωνητικά του προσόντα ξεπερνούσαν κατά πολύ το μέσο όρο των τραγουδιστών της περιοχής. Μετά την συναυλία ο Mark πήγε κατευθείαν να του μιλήσει και μετά από πολλές συζητήσεις δέχθηκε να γίνει τραγουδιστής των Riot. Τελευταίος που μπήκε στη μπάντα ήταν το πατριωτάκι μας ο Louie Kouvaris. Ο Louie έκανε κάτι που το έκαναν όλοι οι μουσικοί χωρίς συγκρότημα εκείνη την εποχή, άφησε το τηλέφωνο του και τις μουσικές προτιμήσεις του στπ τοπικό προβάδικο και τελικά ο Mark τον πήρε τηλέφωνο και τον ενένταξε στη μπάντα.
Το πεντεμελές πλέον συγκρότημα ξεκίνησε να εμφανίζεται σε μικρά clubs της περιοχής και ετοίμασε ένα demo με 4 τραγούδια, με τους Riot να έχουν επαφές με διάφορες εταιρείες. Τελικά αρέσαν στους παραγωγούς Billy Arnell και Steve Loeb, που είχαν επίσης τα Greene Street Recording Studio και την ανεξάρτητη δισκογραφική Fire-Sign Records. Αυτοί απέριψαν το demo που είχαν ήδη ετοιμάσει αλλά αποφάσισαν να υπογράψουν το συγκρότημα. Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο εκείνη την περίοδο έφυγε ο Feit και νέος μπασίστας του group ανέλαβε ο Jimmy Iommi. Λίγο πριν τη ηχογράφηση του πρώτου τους δίσκου η Fire-Sign Records έδωσε στους Riot το συμβόλαιο να το υπογράψουν αλλά οι Riot μόλις το διάβασαν χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Οι Bitelli και Kouvaris υποστήριζαν ότι η δισκογραφική τους έριχνε και κράταγε χρήματα και δικαιώματα στα χέρια της (η ιστορία έδειξε ότι είχαν δίκιο) και προσπάθησαν να πείσουν τους άλλους να μην υπογράψουν. Από την άλλη ο Mark τους έλεγε ότι είναι ευκαιρία για το συγκρότημα και η εταιρεία δεν θα τους πουλήσει. Τελικά το θέλημα του Mark έγινε και οι Riot τελικά υπογράφουν το συμβόλαιο.
‘Ετσι το στις 10 Νοεμβρίου του 1977 κυκλοφορεί το “Rock City”, ένα φοβερό ντεμπούτο με hard rock κομματάρες όπως “Desperation” και “Rock City”, αλλά και heavy metal τραγούδια όπως το “Warrior” που μέχρι και σήμερα είναι από τους μεγαλύτερους ύμνους των Riot. Ο Reale ομορφαίνει τα κομμάτια με φαρμακερά solos αλλά η αποκάλυψη είναι ο Guy Speranza ο οποίος σε μαγνητίζει με τις ερμηνείες του. Στο εξωφυλο εμφανίζεται η μασκότ τους Tior, που ήταν μια τρελή ιδέα μιας φίλης ενός από τους παραγωγούς και δείχνει τον Tior να κρατάει τσεκούρι και τη Νέα Υόρκη να ανατινάζετε από πίσω του. Επίσης σε αυτό τον δίσκο έπαιξε πλήκτρα ο Steve Costello χωρίς αυτό να αναγράφεται στο δίσκο. Οι κριτικές είναι αρκετά καλές και οι Riot κάνουν περιοδείες σαν support με συκροτήματα όπως AC/DC και Molly Hatchet.
Δυστυχώς η Fire-Sign Records δεν έκανε καθόλου καλή δουλειά με την προώθηση της μπάντας και η δυναμική των Riot αρχίζει να ξεφουσκώνει. Επιπλέον, μετά από μια συναυλία που δώσανε ως support στον Neal Schon, φύγανε νωρίς νωρίς το πρωί και παρατήσανε τον Kouvaris στο ξενοδοχείο μόνο του χωρίς να του πουν τίποτα και την άλλη μέρα τον ενημέρωσαν ότι είναι εκτός μπάντας και την θέση του αναλαμβάνει ο μέχρι πρότινος roadie της μπάντας Rick Ventura. Tελικά άλλαξαν και manager και αποφάσισαν να υπογράψουν με την Capitol Records και να κάνουν ίσως το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας τους.
Το 1979 κυκλοφορεί το “Narita”, με τους Riot να συνεχίζουν στο ίδιο μουσικό στυλ. Η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το “Rock City” είναι ότι είχε καλύτερο ήχο και καλύτερη παραγωγή, παρόλο που ηχογραφήθηκε σε pop studio. Eπίσης ο Mark εδώ παίζει πιο απελευθερωμένα, με το “Narita” να είναι ένα κλικ πιο σκληρό σε σχέση με τον προκάτοχο του. Όλα τα τραγούδια γράφτηκαν από τον Reale και τον Speranza και επίσης εδω μέσα υπάρχει και μια μερακλίδικη διασκευή στο “Born to Be Wild των Steppenwolf. Προσωπική αδυναμία του υποφαινόμενου από αυτό τον δίσκο, το καψουροτράγουδο “Hot for Love”. “She’s hot for love, She’s ready to roll it over, She’s hot for love, Got no time to think it over”. Φοβερό ρεφρέν να το τραγουδάς όλο το βράδυ! Και φυσικά υπάρχει και το “Road Racin”! Οδήγησε με αυτό το αυτοκίνητο και μάλλον ετοιμάσου να εισπράξεις κλήση για υπερβολική ταχύτητα!
Με αυτό το δίσκο οι Riot όργωσαν την Αμερική και πήγαν και στην Αγγλία σαν support στον Sammy Hagar αλλά με το τέλος της περιοδείας δεν είχαν άλλες προτάσεις. Αποδείχθηκε ότι η Capitol Records τους ήθελε μόνο για support στον “Red Rocker” χωρίς να έχει κανένα σχέδιο για τη μπάντα. Οι Riot κάνουν ένα διάλειμμα δύο βδομάδων και ξαφνικά ο Peter Bitelli και ο Jim Iommi είναι εκτός με τους Sandy Slavin και Kip Leming να πέρνουν τη θέση τους αντίστοιχα. Η διαφωνία πριν την υπογραφή του πρώτου συμβολαίου τελικά δεν ξεπεράστηκε ποτέ! Η μπάντα είχε φτάσει σε τέλμα οπότε οι managers τους έστειλαν το “Narita σε όσους περισσότερους ραδιοφωνικούς σταθμούς μπορούσαν και έτσι κατάφεραν να προκαλέσουν πάλι το ενδιαφέρον για τους Riot. H Capitol είπε στη μπάντα να ηχογραφήσει νέο δίσκο που όμως όταν το πήραν στα χέρια τους είπαν ότι ο δίσκος δεν ήταν εμπορικός και ότι τελικά δεν θα τον κυκλοφορήσουν! Το σοκ ήταν μεγάλο. Τελικά οι παραγωγοι και managers των Riot που ήταν και οπαδοί του σηγκροτήματος ξεκίνησαν μια καμπάνια στην Αμερική και ειδικά στη Αγγλία και ενεργοποίησαν εκατοντάδες οπαδούς των Riot, οι οποίοι στέλναν θυμωμένα γράμματα στη δισκογραφική, με σκοπό να τους αφήσει ελεύθερους η Capitol. Η Elektra Records πείστηκε και ήρθε σε συμφωνία με την Capitol, με τον δίσκο να κυκλοφορεί άμεσα.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1981, το “Fire Down Under”, ένας δίσκος σταθμός για το Heavy metal, είναι πλέον γεγονός. Οι αλλαγές στο line up δεν επηρέασαν καθόλου το συγκρότημα, με τους Riot να παίζουν καθαρό Heavy metal και να βγάζουν ύμνους όπως “Swords and Tequila”, “Fire Down Under”, “Don’t Hold Back” και “Altar of the King”. O δίσκος είχε φοβερές μελωδίες, riff, solo ότι θες, με τα υπόλοιπα τραγούδια να είναι και αυτά αρκετά καλά. Δεν είναι τυχαίο ότι στις συναυλίες των Riot τα τραγούδια του “Fire Down Under” είναι στις πρώτες επιλογές των fun.
Οι Riot με το “Fire Down Under” μπαίνουν στο Top 100 Billboard και βγαίνουν σε περιοδεία με τους Rush. Kατά τη διάρκεια της περιοδείας τους με τους Rush βρίσκονται μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Guy Speranza ανακοινώνει στους υπόλοιπους ότι αποχωρεί από το συγκρότημα και θέλει να αφοσιωθεί στην οικογένεια του. Νέα ατυχία, πάνω που ορθοπόδησαν, να χάνουν έτσι τον τραγουδιστή τους. Οι τότε φήμες έλεγαν ότι αποχώρησε για θρησκευτικούς λόγους, αλλά μάλλον απλά είχε κουραστεί από τις ιδιαιτερότητες της ζωής ενός μουσικού. Το χτύπημα ήταν μεγάλο για τον Mark όχι μόνο γιατί ήταν φίλος του, αλλά γιατί αυτή η αποχώρηση έβαζε φρένο εκείνη τη στιγμή στην άνοδο της μπάντας.
Και ενώ όλοι οι οπαδοί των Riot περίμεναν να αναλάβει κάποιος που θα ήταν κοντά στο στυλ του Speranza, ο Mark αποφασίζει να πάρει στους Riot έναν επίσης πολύ καλό ερμηνευτή, τον Rhett Forrester που ήταν τελείως διαφορετικός τόσο σαν τραγουδιστής όσο και στην εικόνα που έβγαζε προς τα έξω. Ενώ ο Speranza ήταν χαμηλών τόνων άνθρωπος και δεν δημιουργούσε την παραμικρή φασαρία, ο Rhett ήταν ο ορισμός του Rock Star με την έκφραση live fast, die young να τον αντιπροσωπεύει απόλυτα.
Το 1982 κυκλοφορεί το “Restless Breed” που είναι ο δεύτερος δίσκος με την Elektra Records. Αυτός ο δίσκος υστερεί αρκετά σε σχέση με το “Fire Down Under” με τους Riot να ακούγονται κάπως άκεφοι. Βέβαια πάλι έχουμε τραγούδια που αξίζουν όπως “Hard Lovin’ Man” και Restless Breed” και επίσης υπάρχει και μια διασκευή στο “When I Was Young” των Animal. Για εμένα ο πιο αδύναμος δίσκος των Riot και αυτό φάνηκε και στις πωλήσεις του album.
Το 1983 έχουμε τον πέμπτο δίσκο των Νεουορκέζων, το “Born in America”, που είναι ίσως ο πιο εμπορικός τους. Ο δίσκος αυτός κυκλοφορεί από την Quality records και είναι ο δεύτερος δίσκος με τον Rhett Forrester. Σαφώς καλύτερος δίσκος από το “Restless Breed”, με τις συνθέσεις να ταιριάζουν πιο πολύ με τη φωνή του Forrester και να έχει τραγουδάρες όπως “Born in America”, “Where Soldiers Rule” και το σαρωτικό “Heavy Metal Machine” και φυσικά άλλη μια διασκευή στο “Devil Woman” του Cliff Richard. Επίσης ήταν support στους Kiss και παίξαν αρκετές συναυλίες.
Με αυτόν τον δίσκο όμως οι Riot δεν καταφέρνουν να ανεβάσουν το status τους και o Reale απογοητεύμενος βάζει σε πάγο το συγκρότημα. Σίγουρα η άνοδος τoυ glam περιόρισε την απήχηση του κλασσικού heavy metal στην Αμερική αλλά ο κύριος λόγος που διαλύθηκαν οι Αμερικάνοι τότε ήταν πως όσο και αν προσπάθησαν δεν βρήκαν χημεία με τον Forrester, με το κενό του Speranza να μην συμπληρώνεται ποτέ. Ο Reale πηγαίνει στο San Antonio όπου είχε φίλους από παλιά και σχηματίζει μια νέα μπαντα εν ονόματι “Narita”, η οποία περιλάμβανε αυτόν και μέλη από την τοπική μπάντα “S.A.Slayer” δηλαδή τους Steve Cooper, Don Van Stavern και Dave McClain (γνωστός από τους Machine Head). Τελικά το 1986 ο Don Van Stavern που ήταν από παλιά οπαδός της μπάντας και φίλος του Mark από το 1980 τον πείθει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρεία στους Riot και έτσι αρχικά πηγαίνουν στη Καλιφόρνια όμως εκεί πλέον το thrash ήταν το αφεντικό της πόλης, οπότε φεύγουν και πηγαίνουν στη Νέα Υορκη να ξαναφτιάξουν το συγκρότημα. Στην αρχή δοκίμασαν πάλι με τον Forrester αλλά δούλευε ήδη για το προσωπικό του δίσκο και ήταν και στο συγκρότημα του Jack Starr, οπότε δεν είχε χρόνο. Πέρασαν αρκετοί τραγουδιστές για να πάρουν τη θέση, μέχρι και ο Harry “The Tyrant” Conklin των Jag Panzer, αλλά για διάφορους λόγους κανένας δεν επιλέχθηκε για τη θέση ως κατάλληλος. Επίσης ο drummer Sandy Slavin εκείνη την εποχή αποχώρησε επειδή δεν του άρεσε τόσο πολύ το heavy metal, γούσταρε να παίζει πιο πολύ Hard Rock. Οπότε πλέον η μπάντα έψαχνε και για τραγουδιστή και για drummer.
Το άρθρο αυτό, είχε αρχικά δημοσιευθεί στο Rockway.gr.
(Συνεχίζεται στο Β’ μέρος)