UDO DIRKSCHNEIDER

TRIBUTE

UDO DIRKSCHNEIDER

50 plus χρόνια, μισός αιώνας, κυριολεκτικά «ολόκληρη ζωή»!! Μνημειώδες γεγονός από μόνο του, πώς ένας άνθρωπος αφιερώνει μία ολόκληρη ζωή σε αυτό που αγαπά, πόσο μάλλον όταν τυγχάνει, κατά γενική ομολογία, θετικής αντιμετώπισης η συνεισφορά του στη «δυναμική» του σαν «στοιχείο».
Udo Dirkschneider, περί ου ο λόγος. Η πρώτη του «επαφή» με τον κόσμο, έρχεται στις 6 Απριλίου του 1952, στο Wuppertal της Γερμανίας. Δεν ξέρω αν σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα άστρο αναλάμπον παρουσιάζεται στην πρώτη αυτή «εμφάνιση» ταλαντούχων ανθρώπων, εκεί περίπου στα δυτικά σύνορα της χώρας του όμως, οι «μουσικές συναστρίες ευδοκιμούσαν». Ένα τέτοιο, ενδεχομένως να βρισκόταν κάπου εκεί όμως, και στα 12 του χρόνια, όταν οι γονείς του τού έκαναν δώρο το album των Beatles, “I’m Down”.

Κάπου στο μυαλό του, στην καρδιά του, κάτι μεταφυσικό πρέπει να παρίστατο. Όπως μας έχει γνωρίσει ο ίδιος, ήταν η απαρχή αυτής της υπερπεντακονταετούς πλέον ενασχόλησής του με τη μουσική (δυναμικά στοχεύει τις έξι δεκαετίες), που μόνο ως άκρως πετυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί, και ουχί μόνο προϊόντος του χρόνου, αλλά και της συστάσεως και ποιότητας αυτής.

Η μοίρα και οι προτιμήσεις του το έφεραν και από τους Beatles, θα περάσει γρήγορα στους Rolling Stones, με ελαφρώς απαξιωτική διάθεση για τη «μαλθακότητα» του προηγούμενου «σταδίου» και ήταν πλέον θέμα χρόνου, ο «σκληρός ήχος», να τον υποδεχθεί στην «αγκαλιά» του, «γεμίζοντας» τα «μουσικά κενά» του και πληρώνοντας τις μουσικές του φιλοδοξίες, με τον αρμοστό, θαρρείς από πάντα, τρόπο έκφρασής του.

Η έναρξη της καριέρας του, είναι συντροφιά με τον παραγωγό Michael Wagner, ο ίδιος κιμπορντίστας (δώρο πάλι των γονέων του στα 14) και ο έτερος κιθαρίστας, χρησιμοποιώντας το ραδιόφωνο των γονέων του δεύτερου, ως ενισχυτή. Το «νερό είχε ξεκινήσει να μπαίνει στο αυλάκι», να γίνεται ποτάμι και στις εκβολές του να εμφανίζονται αχνά, τα πρώτα σημάδια του ρου μίας καριέρας που ξεδιπλωνόταν, αργά και σταθερά. Δε θα αργήσει να καταλήξει στο γεγονός ότι το να τραγουδάει, ήταν πιο αρεστό στον ίδιο από το να παίζει. 2 χρόνια αργότερα, στα 16, η πρώτη μπάντα είναι γεγονός, «βαπτισμένη» ως BAND X. Το ημερολόγιο δείχνει 1968 και φτάνοντας στα 1971 μετονομάζονται και αποδεικνύεται ότι, ουσιαστικά, ήταν ο «προθάλαμος» των ιστορικών Accept.

Μέχρι να έρθει το 1978, ο αρχικός συνοδοιπόρος του έχει, αποκλειστικά, αφοσιωθεί στην παραγωγή και η «τελική» σύνθεση της μπάντας, έχει «κλειδώσει». Ήταν αυτή, που θα κατακτούσε την τρίτη θέση σε διαγωνισμό στο Dusseldorf, και μαζί το πρώτο τους δισκογραφικό συμβόλαιο, που θα οδηγούσε στο debut album, “Accept”.

Από τότε, θα ακολουθήσουν ακόμη 6 albums, μέχρι ολοκληρώσεως της πρώτης περιόδου του στη σύνθεσή της, τα “I’m a Rebel” (1980), “Breaker” (1981), “Restless & Wild” (1982), “Balls to the Wall” (1983), “Metal Heart” (1985) και “Russian Roulette” (1986).

Κι έτσι, ενώ στο πρώτο εξ’ αυτών «ψαχνόντουσαν», στο δεύτερο «ταρακουνούσαν» τη «μουσική πιάτσα», για να έρθει η ώρα, να προσφέρουν στη «μεταλλική κοινότητα» δύο εξαιρετικούς δίσκους, πιθανότατα τους καλύτερους στην ιστορία των Accept (τον έναν μετά τον άλλον σε 2 συναπτά έτη μάλιστα!), με τα “Restless & Wild” και “Balls to the Wall”.


«Φτωχά» τα λόγια για να περιγράψουν δύο από τους πιο αναγνωρίσιμους δίσκους του metal, διαχρονικά. Με τα “Fast as a Shark”, “Restless & Wild” και “Neon Nights” να είναι μερικά από αυτά που «ξεπηδάνε απειλητικά» από τον πρώτο, και τα “Fight It Back”, “Head over Heels”, “Losing More Than You’ve Ever Had”, “Turn Me On”, “Losers and Winners” και “Guardian of the Night” από το δεύτερο.

Τί να γράψει κανείς βέβαια, για το «επικών διαστάσεων», “Balls to the Wall”, αλλά και για ένα από τα καλύτερα και πιο «ζωντανά» riffs στην ιστορία του heavy metal, στο “Princess of the Dawn”, το οποίο είναι σαν να «μιλάει χωρίς στίχους».


Ο UDO σε μία από τις καλύτερες περιόδους της καριέρας του (πώς να πεις την καλύτερη, όταν αυτή περιλαμβάνει πάνω από 55 έτη;;!!), ήδη, αν και μικρός ηλικιακά, μεστός στην ερμηνεία του, με τη φωνή του να «αναβλύζει μία σκοτεινιά», αλλά και ονειρώδη ηχοχρώματα και συναισθήματα, σε στιγμές.

Για να έρθει το 1986, φέρνοντας μαζί του εκτός από την έκδοση του “Russian Roulette” και την αποχώρησή του από τη μπάντα. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, αιτία ήταν η διαφωνία του με τα υπόλοιπα μέλη της, που παρ’ όλα τα νούμερα πωλήσεων της εποχής, επιθυμούσαν μία «εμπορική οδό», γεγονός που τον ώθησε εκτός, καθώς ήταν σαν (όπως πιστεύει) να επιθυμούσαν να αλλάξουν τραγουδιστή.

Ακολουθούν τέσσερα δικά του albums, τα “Animal House” (1987), “Mean Machine” (1989), “Faceless World” (1990) και “Timebomb” (1991) (με το πρώτο και το τρίτο να είναι αρκετά καλά, αλλά κανένα να μην αγγίζει το εξαιρετικό), πριν λάβει χώρα μία επαναπροσέγγισή του από τη μπάντα και να ακολουθήσει επανένωση, με συνέχεια την έκδοση τριών albums, των “Objection Overruled” (1993), “Death Row” (1994) και “Predator” (1996). Στο τελευταίο, παραγωγός ήταν ο αρχικός συνοδοιπόρος του UDO, o Michael Wagner, ενώ μία επιτυχημένη περιοδεία, με αφορμή το “Objection Overruled”, ήταν και το «κύκνειο άσμα», πριν την οριστική αποχώρησή του από τους Accept.

Σίγουρα λυπηρό γεγονός, ίσως απόρροια και των διαφορετικών απόψεων ισχυρών προσωπικοτήτων. Ο Wolf Hoffmann, σε συνέντευξή του, με αφορμή το “Acceptology”, ένα ντοκιμαντέρ για το group, που προσεκλήθη και ο UDO να συμμετάσχει αλλά ουδέποτε απάντησε, μίλησε για πικρία από μέρος του και ίσως εμπάθεια. Ο UDO από μεριάς του, έχει δηλώσει ότι όσο η μπάντα είναι ενεργή, δεν υπάρχει περίπτωση συνεργασίας μεταξύ τους, αφήνοντας παράθυρο μόνο για πολύ μακριά μελλοντική σύμπραξη. Άσχημες καταστάσεις και άδοξο τέλος, στη συνεργασία μιας μπάντας, που αναμφίβολα, έβαλε τη δικιά της «κοτρόνα» (ε, με τέτοια μνημειώδη albums δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για λιθαράκι…..), στη διαμόρφωση του speed/thrash ήχου, επηρεάζοντας, αναμφίβολα, πολλά groups.

UDO

O UDO βέβαια, δε θα εγκατέλειπε αυτό που από μικρός ήξερε ότι ήταν το πεπρωμένο του. Έτσι συνεχίζει από το 1997, μία, πλέον της εικοσιπενταετίας, solo πορεία, κυκλοφορώντας μέχρι το 2015, 11 studio albums. Κοινά χαρακτηριστικά τους, οι «δυνατές» συνθέσεις, πιστές στην παρακαταθήκη τους, η χαρακτηριστική, «τραχύτερη» και μάλλον ελκυστικότερη φωνή του, με αφοσίωση και σεβασμό στον ήχο που «θέσπισε» μαζί με τους Accept.

Αξιοπρεπή έως πολύ καλά albums, με τα “Man and Machine” (2002), “Thunderball” (2004), “Mastercutor” (2007) και “Dominator” (2009) να ξεχωρίζουν κατά τη γνώμη του γράφοντα.

Ώσπου, φτάνουμε στις 31 Αυγούστου 2018, για να παρουσιάσει έναν ακόμα πολύ καλό δίσκο, το “Steelfactory” (2018), πλησιάζοντας στα υψηλά standards, τα οποία «δόμησαν» και του «χάρισαν» μία λαμπρή καριέρα και εισερχόμενος σε πολλές λίστες των κορυφαίων της χρονιάς εκείνης.


Τότε, περίπου, ήταν και πιο συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου του 2019, όταν ήρθε και τελευταία φορά στη χώρα μας, σε μία συγκινητική εμφάνιση, μαζί με τους Red Partizan και τους Kiss of the Dolls, στο Piraeus Academy.

Φυσικά όμως, η πηγαία δημιουργικότητά του δε θα εξαντληθεί εκεί. Θα συνεχιστεί με μία ιδιαίτερη συνεργασία με τη μπάντα των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, στο “We Are 1” (2020), ενώ θα ακολουθήσουν το “Live in Bulgaria 2020 – Pandemic Survival Show Live album” (2021), ένας δίσκος με διασκευές, “My Way” (2022) και η συλλογή “The Legacy” (2022). Μεσολάβησε ένα ακόμα πολύ καλό studio album, το “Game Over” (2021), ενώ βρισκόμαστε «προ των πυλών» του νέου του, “Touchdown” (25 Αυγούστου 2023, Atomic Fire Records). Και η έμπνευση αλλά και η αγάπη για μουσική και δημιουργία, μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό….


U.D.O. στο διαδίκτυο:
Facebook
Official Page

Avatar photo
About Σταύρος Βλάχος 445 Articles
Born in a shiny, Athens West Coast’ s town …. την χρονιά που κυκλοφόρησαν κάποια «μνημεία» της metal και rock (“Let There Be Rock”, “Bad Reputation”, “Sin After Sin”, “Spectres” and “Love Gun”). Πορεύθηκε μεταξύ Metallica, Sepultura, Iron Maiden, Raw Silk, Sacred Reich, Black Sabbath, DIO, Whitesnake, Obituary, Led Zeppelin, Megadeth, Savatage, AC DC και Rainbow, πριν «χαθεί» στον «κόσμο» του Jim Matheos, των Fates Warning και φτάσει να «ανακαλύψει» τον «τόπο» καλύτερων ανθρώπων, μέσω των The Paradox Twin. Ευχαριστεί τον μεγαλοδύναμο που έχει ακούσει live τον DIO, τους Black Sabbath και τους AC DC εν έτει 2009 και που πιτσιρίκος «έλιωνε» τα αγαπημένα του “....And Justice for All”, “Parallels”, “Silk Under the Skin” και “Rust in Peace”. Η ζωή γίνεται ομορφότερη αν στοχάζεσαι ότι «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», και επιχειρείς να εφαρμόσεις το “Carpe Diem”, προσπαθώντας να παραμείνεις άνθρωπος, σε μία εποχή που αυτό φαντάζει η σημαντικότερη πρόκληση και η μόνη «επανάσταση». Αν η ζωή ήταν ταινία, θα έπρεπε να είναι ένα «μείγμα» του «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» και της «Λίστας του Σίντλερ» και να «εμποτίζεται» συνεχώς με την πανέμορφη εικονοπλασία του λόγου του Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τί κι αν έχει αντικρύσει ουρανούς σε ωκεανούς και πόσες θάλασσες, εκείνος ο μοναδικός, από το μπαλκόνι της παιδικής του ηλικίας στο ορεινό Ρωμανό κοντά στο Σούλι, θα παρέχει πάντα την σημαντικότερη, πιο «μεστή» γαλήνη ψυχής. Όταν δεν ψάχνει μουσικές, θα «σκάει» τη στρογγυλή «θεά», που «εκτόξευσε» ο goat MJ ή θα «ψυχοθεραπεύεται» πάνω σε μία “forty eight”, ατραπό για την «σωτηρία της ψυχής».