Μόνο φυγόπονο και αργό δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τον Mark Tremonti. Όλοι οι προσδιορισμοί που τον συνοδεύουν μάλλον προέρχονται ακριβώς από την αντίθετη κατεύθυνση, και αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο. Καλλιτέχνης που δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες των Creed επιχειρώντας να κοιτάξει πίσω, πολυσχιδής μουσικός με ανάγκες που μπορεί να φτάσουν μέχρι τις παρυφές του μυθικού crooner Frank Sinatra, όταν με πρώην μέλη της μπάντας του μυθικού ερμηνευτή κυκλοφόρησε το “Tremonti Sings Sinatra”. Ήταν τότε που το αποτύπωμα της κοινωνικής του ευαισθησίας έδωσε τα έσοδα αυτού του project στην Εθνική Εταιρεία Συνδρόμου Down, ορμώμενος από την αρρώστια της κόρης του.
Επιστρέφοντας την αυγή του ’25 με το έκτο άλμπουμ της μπάντας που φέρνει το όνομά του, τον βρίσκουμε μαζί με τον κιθαρίστα Eric Friedman, και το σπουδαίο rhythm section του μπασίστα Tanner Keegan με τον ντράμερ Ryan Bennett. Δώδεκα τραγούδια που φέρουν την κλασική σφραγίδα των αγαπημένων χωραφιών του Tremonti κάνουν άμεσα το κουαρτέτο να ακούγεται περισσότερο συγκρότημα από ποτέ.
Με το θεόρατο “The Mother, the Earth and I” να κυκλώνει επιβλητικά την εμπειρία της ακρόασης, μια παράλληλη δυστοπική σκιά κινείται μαζί με τον μεγάλο ήχο και τη σχεδόν επική ώθηση του τραγουδιού. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια αίσθηση, σαν να βρίσκεσαι ανάμεσα σε μια ευρεία και κοντινή διάθεση εναλλακτικού stadium rock και μια πιο μυστική και σκοτεινή υπαινικτική δημιουργία που εμπεριέχει και μια διακριτική προοδευτική διάθεση. Αυτό έχει να κάνει όχι τόσο με τεχνάσματα εκτελεστικά όσο με διαθέσεις και δομές, μικρές στροφές και εκτροπές σε τραγούδια που διατηρούν όμως σταθερή την προσβασιμότητά τους σε πολλά είδη ακροατών.
Και οι δυναμικές των τραγουδιών ποικίλουν αποκαλύπτοντας διαφορετικές προσεγγίσεις και διαθέσεις, καθώς απέναντι στο επιθετικό αλλά εθιστικό metal του “I ‘ll Take my Chances”, μπορεί να σταθεί το σοφιστικέ, κάπως καθησυχαστικό και υποσχόμενο ομότιτλο τραγούδι με τις σχεδόν ηλεκτροακουστικές του υφές και την πιο γλυκιά, προωθητική ροή. Μια ενδεικτική αίσθηση ισορροπίας των δυο τάσεων ίσως παρουσιάζει το εξαιρετικό φινάλε του “All the Wicked Things”, ένα από τα highlight του έργου. Μέσα σε αυτή τη πλατιά γκάμα, ο Tremonti καταφέρνει να διατηρήσει την αίσθηση ενός ομοιογενούς έργου που έχει τις αιχμές και τα παυσίπονά του, αλλά και πολλές ενδιαφέρουσες ενδιάμεσες στάσεις, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι η δυνατή χημεία των ριφ με τις φωνητικές γραμμές. Αυτό δίνει ακόμα και σε συνθέσεις που δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, όπως για παράδειγμα το “The Bottom” μια φλόγα, μια ρεαλιστική ένταση και μια πειστική ροή, με στήριγμα τις πιασάρικες ιδέες της φωνής.
Αν ψάξει κανείς για τον αντίλογο απέναντι σε έναν δίσκο που επιφανειακά έχει τα θέλγητρα να ικανοποιήσει διαφορετικές ομάδες φίλων του ευρύτερου σκληρού ήχου, αυτό θα επικεντρωθεί στην παντελή απουσία έκπληξης και διαφοροποίησης από όσα περιμένει κανείς από τον Tremonti. Βέβαια, με τέτοιο πλήθος κυκλοφοριών και συνθέσεων, η γειτνίαση στην επανάληψη συχνά φαντάζει αναπόφευκτη, αλλά είναι γεγονός πως η φρεσκάδα ενός ακόμα συνθετικού πόλου θα μπορούσε να απογειώσει ένα έτσι κι αλλιώς πολύ καλό άλμπουμ.
Είδος: Alternative Rock/Metal
Εταιρεία: Napalm Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 4 Δεκεμβρίου 2024