Editorial – ΜΑΡΤΙΟΣ: Το Αποτύπωμα

EDITORIAL

Ένας όγκος πάνω από 3000 σελίδες ήταν το μεγάλο οδόφραγμα που με απέτρεψε λίγο μετά την εφηβεία να βυθιστώ στο εφτάτομο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ με τον προκλητικό τίτλο “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Ίσως να ήταν στην πραγματικότητα η περιφρόνηση που έχει η υπεροψία της νιότης απέναντι στο χρόνο που τελικά με εμπόδισε. Δεν υπάρχει άλλωστε δυσκολότερη απόπειρα από το να πείσεις έναν νέο να μην αφήσει το χρόνο να γλιστρήσει άσκοπα.

Όταν φυσικά ο άνθρωπος χώρισε το χρόνο με το πνευματικό μαχαίρι του σε πρακτικές φέτες, το έκανε για χρηστικούς καθημερινούς λόγους συντονισμού, και όχι για να τιθασεύσει τις πανούργες του ιδιότητες. Από τη στιγμή που στη διάρκεια της ευάλωτης παιδικής ηλικίας αντιμετώπισα σε μια ταινία την σκηνή της απώλειας των γονιών ενός παιδιού, και ήρθα επιφανειακά αντιμέτωπος με την ανυπολόγιστη και απρόβλεπτη έννοια του εφήμερου, μου δημιουργήθηκε μια αλλόκοτη σκέψη πως στην πραγματικότητα ο θεός αυτού του κόσμου ήταν ο χρόνος. Μια ελαστική, απροσδιόριστη ιδιότητα με μια μαθηματική συνέπεια αλλά και μια παραπλανητική σπατάλη, μια σύνθετη μετοχή αμέτρητων συντεταγμένων, που αλλάζει πιθανότητες και προοπτικές για τον καθένα με έναν μυστηριώδη σιωπηλό αλλά αδυσώπητο τρόπο…

Η άγνωστη σχέση με το χρόνο μοιάζει σαν μια καμπύλη με άγνωστη κορυφή: στο αρχικό της μέρος ξοδεύεις το χρόνο και μετά την κορυφή, ο χρόνος αρχίζει και ξοδεύει εσένα. Κανείς δεν γνωρίζει την κορυφή του. Όλα εξαρτώνται από τα σημεία του χρόνου στα οποία θα καρφώσεις την παραμικρή πράξη και επιλογή σου. Στην πραγματικότητα οι δυο βασικές επιδιώξεις, της διάρκειας και της ποιότητας του χρόνου είναι και αυτές δυο νομίσματα των οποίων οι αξίες καθορίζονται από αμέτρητους αυθαίρετους παράγοντες. Βέβαια, πάνω και έξω από όλους αυτούς, ο χρόνος παραμένει ένας τουλάχιστον ασυγκίνητος μετρητής.

Ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τον πανικό του με το χρόνο είναι αυτός που θα αποδώσει τις ευθύνες για όλα τα διαφορετικά νήματα των μορφών που κινούνται γύρω μας και κάποια στιγμή χάνονται από πολλές συναρτήσεις χρονικών ρυθμίσεων. Γνωρίζεις κάθε στιγμή πως ακόμα και το παρελθόν παύει συνέχεια να είναι αυτό που γνώριζες. Ο άνθρωπος που είναι προικισμένος από το περιβάλλον του ή τη φύση του με σημαντικές δημιουργικές δυνάμεις παλεύει απέναντι στην περιφρόνηση του χρόνου τόσο αξιοποιώντας το πέρασμά του με τα προσωπικά του επιτεύγματα, όσο και επιζητώντας την αιωνιότητα μέσα από τη διατήρηση του ονόματός του. Τα πάρκα και οι πλατείες είναι γεμάτες με ομοιώματα από ανθεκτικό υλικό σημαντικών ανθρώπων, οι οποίοι κατάφεραν τουλάχιστον  να εξαγοράσουν μια ισχυρή παράταση ανάμνησης. Κάθε φορά που τους βλέπω ακίνητους και παγωμένα επίμονους, σκέφτομαι πως ο πανταχού παρών χρόνος, ένας αδυσώπητος, κυνικός θεός, γελά με απόλαυση με τις κουτσουλιές των πουλιών πάνω τους.

Αν η σχέση με το χρόνο προσεγγίζει τα όρια της δεισιδαιμονίας, μπορείς εύκολα να δεχτείς τον πρόωρο θάνατο του Αντρέι Ταρκόφσκι σαν μια τιμωρία για τον τίτλο του βιβλίου του, “Σμιλεύοντας το χρόνο”. Είναι τόσο σύνηθες για τον καλλιτέχνη να αναρωτιέται για την αντοχή του δικού του αποτυπώματος στη ροή του χρόνου. Μέσα από αυτή την αγωνία άλλωστε επιζητά την πνευματική ολοκλήρωση. Αν σκεφτεί κανείς πως ο Ταρκόφσκι πίστευε πως ο σκοπός της τέχνης είναι να προετοιμάσει τον άνθρωπο για το θάνατο, να οργώσει και να καλλιεργήσει την ψυχή του για να στραφεί στο καλό, η πικρή ειρωνεία της ζωής μοιάζει να φούσκωσε γι’ αυτόν σαν πυρηνικό μανιτάρι.

Στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου όλοι εμείς οι καθημερινοί άνθρωποι συσσωρευόμαστε σαν τις μύγες που δεν έχουν ονόματα και προφανείς διακριτές ιδιαιτερότητες, έπιασα συχνά τον εαυτό μου να ζηλεύει κάποιους απίθανους μάγους της καθημερινότητας. Κατάφερναν να κερδίζουν τη σκέψη σου με τις απλές συνηθισμένες πράξεις και μέσα από τα δικά τους ακούσια μονόπρακτα της γειτονιάς, τους αυθεντικούς μονόλογους της άγνωστης παρέας, της αβίαστης, χωρίς προβολείς τέχνης του δρόμου, του μικρού καφέ της συνοικίας, του γηπέδου. Και όταν αναρωτήθηκα γιατί, απλά ανακάλυψα την δύναμη και τη γοητεία της αυτονόητης αλήθειας και ειλικρίνειας. Και ήταν από τις λίγες στιγμές που ένιωσα πως αυτά τα ανώνυμα αποτυπώματα ύπαρξης ήταν ίσως τα δυνατότερα χαστούκια στη δυναστεία του χρόνου.

Γιατί, μπορεί η άβυσσος του χρόνου να είναι ο κοινός τάφος όλων, έχει όμως σημασία με ποιους τρόπους θα εξαγοράσεις το δικό σου αποτύπωμα.

Αντί επιλόγου: το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του συνοδοιπόρου-φίλου-αδερφού Σέργιου Μαρούδα. Μπορεί ο χρόνος να του έστησε πολλές και απανωτές πανούργες παγίδες για να τον πάρει πρόωρα και άδικα, αυτός όμως ανήκει σε εκείνους που θα συνεχίσουν να τον χαστουκίζουν χωρίς αιώνια έργα τέχνης, αμύθητες περιουσίες, ματαιόδοξες επιτυχίες ή χρυσές μπάλες. Μόνο με την σημαία της αλήθειας, της ειλικρίνειας του αγώνα για τον καθημερινό άνθρωπο, την έγνοια για τον διπλανό και το φίλο, και ένα παντοτινό χαμόγελο που έκανε τους θεούς να ανησυχούν…

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1161 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.