SUEDE: “Autofiction”

ALBUM

“15 ξανά!”

Για πες, πόσες φορές τα τελευταία χρόνια μπόρεσες να φωνάξεις κάτι τέτοιο από τα βάθη της ψυχής σου, ακούγοντας ένα δίσκο και εφόσον είσαι άνω των 40 ετών;

Τα αγόρια από το Λονδίνο επέστρεψαν με κάθε άγρια διάθεση να στο προκαλέσουν αυτό και το ένατό τους δισκογραφικό παιδί που ακούει στο όνομα “Autofiction” δεν αστειεύεται καθόλου με τις προθέσεις του.

Οι Suede έχουν προσφέρει ένα ασύλληπτο σερί από δισκάρες, μετά τη χαμένη δεκαετία που γεφύρωσε την μετριότητα του “A New Morning” του 2002 με τον “Φοίνικα” “Bloodsports” του 2013. Από τότε, μια πορεία απολύτως ανοδική με αποκορύφωμα το “The Blue Hour” του 2018, ένα album που δεν θεωρώ απλά το καλύτερο της τελευταίας δεκαετίας για την μπάντα, αλλά ένα από τα πιο κορυφαία τους από την αρχή της καριέρας τους. Που χαρτογραφείται το “Autofiction” λοιπόν, σε σχέση με αυτή την πορεία;

Η παρεά του Brett Anderson πάντα κλωτσούσε όρια και έσπαγε καλούπια, δίνοντας νέα πνοή και αξία σε κάθε καινούργια της δουλειά. Το ίδιο κάνει και τώρα, αφού το “Autofiction” βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική τροχιά από το “The Blue Hour” αλλά και την λογική και αισθητική όλων των προηγούμενων albums. Ο ίδιος ο Brett δήλωσε πως ήθελε να δημιουργήσει ένα δίσκο “ωμό, άγριο και κοφτό”, θεωρώντας το “Autofiction” ως το “punk album των Suede”. 

Καταλαβαίνεις πως ο Brett δεν αστειεύεται από την πρώτη στιγμή που πατάς το play και το feedback της κιθάρας ξεχύνεται στους post-punk ρυθμούς του “She Still Leads Me On”, μια συγκινητική αφιέρωση του Brett στην εκλιπούσα μητέρα του. Ο ήχος είναι τόσο ζωντανός, που δίνει την αίσθηση ότι ηχογραφήθηκε σε συναυλία (αυτό ήθελαν να κάνουν άλλωστε, αν δεν είχε προκύψει η πανδημία) και όχι στο studio (ας είναι καλά ο Ed Buller, παραγωγός της μπάντας από την αρχή, που ξέρει ακριβώς τι χρειάζονται για να πραγματοποιήσουν το όραμά τους).

Ακριβώς με αυτή τη ζωντάνια, με ήχο ακατέργαστο που μόνο το ντεμπούτο τους μπορεί να μου φέρει στο μυαλό, με σχεδόν εφηβικό πάθος και διάθεση αλλά και την ωριμότητα τριών δεκαετιών που τους δίνει την μαγική ικανότητα να φτύνουν αισθήσεις και συναισθήματα από τα ηχεία και τα ακουστικά μας, οι Suede ξεδιπλώνουν μερικά από τα πιο υπέροχα τραγούδια που έχουν γράψει ποτέ: “Personality Disorder” (προσωπικό αγαπημένο από το πρώτο άκουσμα και τις χιλιάδες επαναλήψεις), “15 Again” (κανείς άλλος που μυρίστηκε το γοτθικό ροκ του Wayne Hussey στο εναρκτήριο riff;), “The Only Way I Can Love You”, “Shadow Self”, “Turn Off Your Brain And Yell” και τα μελαγχολικά, βροχερά και νυχτερινά “Drive Myself Home”, “What Am I Without You?” και “It’s Always The Quiet Ones”, τα οποία είναι και τα μόνα που παραπέμπουν σε αντίστοιχες στιγμές από albums γεννημένα και λουσμένα σε αυτή την μελαγχολία, όπως τα “Dog Man Star” και “The Blue Hour”.

Όχι, οι Suede δεν παλιμπαιδίζουν, δεν αναπολούν το ένδοξο παρελθόν, δεν αντιγράφουν και δεν δημιουργούν sequels σε παλαιότερα albums. Με έναν ήχο (φαινομενικά) διαφορετικό από ό,τι έχουν τολμήσει μέχρι σήμερα ενώ ταυτόχρονα το έχουν ήδη κατακτήσει ως δικό τους (και δεν είναι εύκολο να τολμάς στα 50+ σου, πίστεψέ με), η λατρεμένη από τα μέσα των ‘90s μπάντα χαρίζει ένα από τα πιο ιδιαίτερα albums της πλούσιας (σε ποιότητα και συναισθήματα) καριέρας της και ένα από τα πιο εντυπωσιακά albums της χρονιάς – και μια ουσιαστική ψυχοθεραπεία άνευ προηγουμένου.

“15 ξανά, λοιπόν!”

Είδος: Britpop / Alternative Rock
Δισκογραφική: BMG
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 16 Σεπτεμβρίου 2022

Official Website: https://www.suede.co.uk/

Avatar photo
About Σπύρος Χονδρογιάννης 59 Articles
Γεννημένος στην Αθήνα την χρονιά που οι Rush κυκλοφόρησαν δύο albums, αλλά και που ο Alice Cooper μας καλωσόρισε στον εφιάλτη του, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να λατρέψει τους Sabbath του Dio και του Tony Martin, τους Fates Warning και τους Sanctuary, τους Candlemass και τους Crimson Glory. 15 χρόνια μετά, τον συνεπήρε η ποίηση των The Mission, Fields Of The Nephilim, And Also The Trees και Nosferatu, ενώ ο απόλυτος συνδυασμός μελωδίας και μαυρίλας του συστήθηκε με φρέσκους, τότε, ήχους των Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema, Elend και Katatonia. Ολοκληρώθηκε μόλις ανακάλυψε την μαγεία του David Bowie, του Scott Walker, του Neil Hannon και του Jarvis Cocker αλλά και του J-Rock/Visual Kei πολύχρωμου κόσμου πριν πατήσει τα πρώτα -άντα του. ‘Οταν δεν ασχολείται με τα εξαναγκαστικά βιοποριστικά που ποσώς τον ενδιαφέρουν, κρατάει τα drum sticks του και νιώθει λίγο σαν τους ήρωες του, Neil Peart και Mark Zonder, ενώ ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος του είναι και πάλι μουσική, μουσική, μουσική - και κινηματογράφος, καθώς τον σπούδασε, όπως και videogaming, γιατί το ιδανικό μέρος να ζει κανείς είναι ξεκάθαρα το Silent Hill, όλοι το ξέρουν αυτό.