AMAROK: “Hope”

ALBUM

Ας επιχειρήσω να βρω έναν δελεαστικό τρόπο για να στρέψω την προσοχή του αναγνώστη σε αυτούς τους μάλλον άγνωστους Πολωνούς progressive rockers. Σίγουρα, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το ομότιτλο άλμπουμ του Mike Oldfield. Είναι δισκογραφικά ενεργοί από το 1999, και στα πρώτα τους άλμπουμ υπήρχε η αξιοσημείωτη συμμετοχή του Mariusz Duda των συμπατριωτών τους Riverside. Μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικά κενό, από το 2005 ως το 2017, όταν επέστρεψαν σε πλήρη δράση.

Για να συντομεύσουμε τα μαθήματα ιστορίας και να περάσουμε στην πρόσφατη δράση, οι Πολωνοί έρχονται φέτος με το “Hope”, το τέταρτο πλήρες έργο τους μετά την επιστροφή του 2017, και έβδομο συνολικά άλμπουμ. Αν μου χαρίζεται απλόχερα η πρόκληση να προλογίσω λακωνικά το περιεχόμενο του δίσκου, θα έγραφα απλά πως το “Hope” είναι πραγματικά η απενοχοποίηση για κάθε υπερφίαλο, περιττό, μουχλιασμένο και κουραστικό συστατικό του progressive rock. Ναι, οι τύποι μοιάζει να κυματίζουν το κόκκινο πέπλο της ουσίας και της ευστοχίας στο εξώφυλλο του δίσκου τους.

Από την υποδοχή του “Hope Is”, η συναρπαστική αμεσότητα της μουσικής τους ταυτότητας σε αρπάζει από το λαιμό: ένα επίμονο ρυθμικό ριφ που συνοδεύεται ιδανικά από το rhythm section, διανθίζεται διακριτικά από spacey σταγόνες και ανοίγει από την αφηγηματική παρέμβαση της Marta Wojtas. Η σύμπραξη είναι απόκοσμη και ανατριχιαστική, καθώς η προοπτική αισιοδοξίας που αναδύεται στα λόγια της ακούγεται να πηγάζει από έναν άνθρωπο που βρίσκεται πια στα όριά του.

Αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα λειτουργική η παράδοξη απόπειρά τους να εκφράσουν με ηλεκτρονικές ακροβασίες την επείγουσα ανάγκη να παραμείνει κανείς ανθρώπινος, όταν στο “Stay Human” ο ρυθμός που σε σπρώχνει στις προτροπές επιπλέει σε τέτοιους συνθετικούς ήχους. Η αρχικά έρημη ενδοσκόπηση του “Insomnia” θα ανεβεί σε ένα Floyd-ικό σόλο για να στείλει το αγωνιώδες ρεφρέν του στον ουρανό. Ένα ηλεκτρονικό ρυθμικό χαλί επιστράτευσης προθερμαίνει το σύνολο του γκρουπ στο “Trail”, για να μπει σταδιακά στον επίμονο ρυθμό του, και το επιβλητικό ριφ της κιθάρας καθορίζει πια τη συνέχεια.

Και είναι αυτός ο καμβάς που χαρακτηρίζει συνολικά το “Hope”, μια ροή συνθέσεων που ακολουθούν την κλίση του συναισθήματος χωρίς τις τρικλοποδιές των τεχνασμάτων και των επιτηδεύσεων. Όταν το κιβώτιο των ήχων αδειάζει, υπάρχει μια ευγενική αναζήτηση που θα οδηγήσει σε μια φωτεινότερη προοπτική, μια προσέγγιση που χαρακτηρίζει και τη συνολική επιδίωξη του δίσκου. Οι Amarok εμπιστεύονται τον ρυθμό σε αυτή την αποστολή και του προσδίνουν αυτή την όμορφη ηλεκτρονική υφή, αποφεύγοντας άλλα κλισέ του progressive rock. Από τη μια εξασφαλίζουν μια ευπρόσδεκτη φρεσκάδα, από την άλλη έχουν το κλασικό και δυνατό χαρτί των μικρών σφετεριστών γνώριμων απόηχων από Kraftwerk μέχρι Jean Michel Jarre. Προσθέτοντας κανείς σε όλα τα παραπάνω, τη γενναιότητα των Amarok να κλείσουν το δίσκο με ένα τραγούδι στη μητρική τους γλώσσα, οι ενδείξεις της αυτάρκειας και της πίστης στο διαθέσιμο υλικό απογειώνονται.

Αν λοιπόν αναρωτιέται ακόμα κανείς πού θα βρεθεί περνώντας τον πρώτο ήχο του “Hope”, τον περιμένει ένας ευδιάκριτος κόσμος δημιουργών που έχουν την δεξιότητα να μετατρέπουν το “φαρμάκι” σε “φάρμακο”, επικαλούνται το φως με μια συγκινητικά όμορφη συνθετική ευγένεια, και μπορούν να δουν μια νέα πύλη πίσω από κάθε αποτυχία. Ανθρώπους που χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο πια…

Είδος: Progressive Rock
Εταιρεία: Oskar Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 5 Απριλίου 2024

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1112 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.