Δεν είναι λίγες οι φορές, που μεγάλοι καλλιτέχνες χάριν προσωπικών επιδιώξεων, απωθημένων ή και απλά για λόγους εμπορικούς, συνηθίζουν να δημιουργούν παράλληλα projects, που έχουμε μάθει να τοποθετούμε υπό τον όρο “super groups”, όταν στην ουσία είναι side projects. Μάλιστα, στο παρελθόν, υπήρξαν κάποιες εξόχως ευφάνταστες ιδέες, που αν είχαν πραγματωθεί θα μιλούσαμε για γεγονός ιστορικών, μουσικών διαστάσεων.
Όπως ενδεχομένως είναι γνωστό σε πολλούς, μία τέτοια ιδέα αρχικά ήταν ιδιαίτερα μεγαλεπήβολη. Αν δε είχε λάβει «σάρκα και οστά», θα μιλούσαμε για ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της heavy metal! Και πώς να εκληφθεί διαφορετικά, όταν μιλούσαμε για τους Dickinson-Halford-Tate, στην ίδια σκηνή, κάπου το 2000.
Καθώς μιλάμε φυσικά για τρεις εκ των σπουδαιότερων φωνών που έχουμε βιώσει τις τελευταίες δεκαετίες, πρόκειται να αποτελούσαν ένα «περιφερόμενο» “Hall of Fame” του heavy metal. Κρίμα που δεν συνέβη (δυστυχώς δε μπορούμε να πούμε προς το παρόν, αφού όλοι οδεύουν προς το τέλος, αργά αλλά σταθερά), μα στη ζωή δεν ευδοκιμούν πάντα, όλες οι ιδέες κι ας είναι τόσο σπουδαίες.
Ό,τι δεν συνέβη βέβαια με την ανωτέρω σύμπραξη και συναφώς με την βάση εκείνης της ιδέας, προσπάθησαν και τελικά έκαναν πράξη τρεις άλλοι τραγουδιστές, των οποίων τα ονόματα μπορεί να υστερούσαν σε «λάμψη», αλλά έβριθαν «βαρύνουσας μουσικής ιστορίας», αλλά και δυνατοτήτων.
Πρόκειται για το project που ονομάστηκε The Three Tremors (εμπνευσμένο από το The Three Tenors, τη συνεργασία των τριών σπουδαίων φωνών, Plácido Domingo, José Carreras, Luciano Pavarotti) και αποτελούνταν από τον Tim “Ripper” Owens, τον Harry “The Tyrant” Conklin και τον Sean “The Hell Destroyer” Peck, εκ των οποίων ο καθένας είχε «τραβήξει» τη δική του σημαντική πορεία ήδη.
Εκκίνηση για το τρίο υπήρξε το 2018 και έκτοτε κατάφεραν να εκδώσουν τρία full length, το ομώνυμο “The Three Tremors” (2019), το “The Solo Versions” (2019), (όπου και οι τρεις ερμηνεύουν μεμονωμένα όλα τα κομμάτια του προαναφερθέντος) και το Guardians of the Void (2021), όλα από την Steel Cartel Records. Επίσης, τρία singles μέσα στο 2021, τα “Bone Breaker”, “Crucifier” και “War of Nations”.
Ας δούμε όμως και τί «περγαμηνές» είχαν μέχρι την ίδρυση των The Three Tremors, οι οποίες στοιχειοθετούσαν και τους λόγους που έκαναν σημαντικό το εγχείρημα αυτό.
Ο Tim “Ripper” Owens, έχει καταφέρει είτε λόγω συγκυριών, είτε της μη σταθερότητάς του, είτε λόγω ανήσυχου πνεύματος (μόνο ο ίδιος ξέρει ακριβώς), να περάσει από πάμπολλες μπάντες και projects. Έτσι, στην παρελθοντική του δράση περιλαμβάνεται πλειάδα συγκροτημάτων, όπως Arena (1995-1996), British Steel, MegaPriest, Killing Machine, Soulbender, Spirits of Fire, Winters Bane (1991-1994), Seattle (2018-2021) και άλλα.
Σημαντικότερες βέβαια στιγμές του, υπήρξαν η συμμετοχή στη μπάντα του Yngwie Malmsteen (2008-2012), στους Iced Earth (2003-2007), όπου συμμετείχε και στα “The Glorious Burden” (2007) και “Framing Armageddon (Something Wicked – Part 1)”, εδώ και στη σύνθεση.
Δεν είναι λίγα, ούτε φυσικά «αμελητέα» τα πεπραγμένα του, όπως καταλαβαίνει και ο πιο αδαής, διαβάζοντας μόνο τα ανωτέρω. Μία εικονική φιγούρα στο χώρο του metal, με αποκορύφωμα της καριέρας του την παρουσία του ως frontman των Judas Priest (αντικαθιστώντας τον Halford από το 1996 έως το 2003), όταν και εμφανίστηκε στο Ελληνικό κοινό σε ένα από τα σημαντικότερα και καλύτερα και από πλευράς line up, Rockwaves, πίσω στον Ιούλιο του 2001.
Τότε που οι Priest είχαν κυκλοφορήσει το “Jugulator” (υποψήφιο για Grammy), το πρώτο από τα 2 albums που ηχογράφησαν με τον Owens (ακολούθησε το “Demolition”, ενώ μεσολάβησε ένα live, το “’98 Live Meltdown” και ένα ακόμα τη χρονιά που αποχώρησε, το “Live in London”), με αποτέλεσμα βέβαια που δεν θεωρείται (μάλλον δικαιολογημένα, έχοντας και την ατυχία να διαδεχθεί το “Painkiller”) από τις καλύτερες στιγμές στην ιστορία τους. Βέβαια, όσοι βρέθηκαν σε εκείνο το live στα βοηθητικά του Ο.Α.Κ.Α., κατάλαβαν δια ζώσης, γιατί οι τότε headliners τον επέλεξαν να αντικαταστήσει τον «πολύ» “metal god” Halford.
Στον γράφοντα πάντως, η εμφάνισή του εκείνη θα μείνει ανεξίτηλη (μαζί με εκείνες των Savatage και Megadeth), δίχως ιδιαίτερα «προσωπικά αγκομαχητά», όσο κι αν οι περισσότεροι ενδεχομένως «βλαστημούσαν» που βρισκόταν μαζί μας αντί του πολυαγαπημένου Rob.
Πλέον, δεν παύει ακόμα να παραμένει πολυπράγμων. Μέλος ή συμμετέχων διαφόρων groups, Beyond Fear (από το 2005), Charred Walls of the Damned (από το 2009, project που ξεκίνησε ο Richard Christy, ex drummer των Iced Earth και Death), Dio Disciples (με πρώην μέλη των Dio, 2011-2014, και από το 2016), στο προσωπικό του project φυσικά, αλλά και με συμμετοχές σε συγκροτήματα όπως οι Pyramid, οι Hollentor και οι δικοί μας Valiant Sentinel (αλλά και λιγότερο επιτυχημένες, μάλλον, όπως με τους Helsott).
Τέλος, εκ των σημαντικότερων συμμετοχών του, ως μέλος βέβαια, είναι αυτή στους KK’s Priest του KK Downing, οι οποίοι μόλις κυκλοφόρησαν έναν ακόμα αξιόλογο δίσκο, το “The Sinner Rides Again”.
Ο Harry “The Tyrant” Conklin, μπορεί να μην διαθέτει το ίδιο εκτενές βιογραφικό με το ανωτέρω, όμως η καλλιτεχνική του «βαρύτητα», «βάζει κάτω» πολλούς γνωστότερους, ενδεχομένως, frontmen.
Έχει θητεύσει στους Titan Force (1987-1995 και 2007 έως και σήμερα), τους Satan’s Host (1986-1988, 2009 μέχρι σήμερα) και τους θρυλικούς Jag Panzer (1981-1985, 1995-2011, 2013 μέχρι και σήμερα). Το “Age of Mastery” του 1998, έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά και την προσωπική μνήμη, ενώ πολύ αξιόλογο και το πιο πρόσφατό τους, “The Hallowed”.
Αλλά δεν σταματάει και αυτός, διελθών την πέμπτη και βαδίζοντας στην έκτη δεκαετία της ζωής του, να «παράγει» και παραθέτει ποιοτικότατες και μεγαλοπρεπέστατες μουσικές στιγμές, όπως έκανε μπροστά στα μάτια μας στο Rock in Dio Vol.10 (και ας μειδιούσαν δίπλα μου κάποιοι, που προφανώς δεν γνώριζαν ή/και αντιλαμβάνονταν το μεγαλείο αυτού του τραγουδιστή και ανθρώπου), αλλά και το Up The Hammers. Στο πρώτο δε, αποκάλυψε (φαντάζομαι να ισχύει ακόμα), ότι έχει γίνει «συμπατριώτης» μας, κατοικώντας μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Διαθέτει μία εκτενή και ογκώδη παρακαταθήκη, με πάνω από 20 κυκλοφορίες albums και έχει συμμετάσχει επιπλέον στους Powerslave 2000 και Mother Load (Maiden Tribute Bands), τους Ballistic, τους Riot V και τους Tyrant. Φωνητικές δυνατότητες απίστευτες, μέλος των καλύτερων τραγουδιστών, τουλάχιστον στο power metal ιδίωμα….
Ο Sean “The Hell Destroyer” Peck (Cage, Denner / Shermann, Death Dealer), έχει υπάρξει (και εξακολουθεί να είναι) μέλος των Αμερικανών speed-power metallers, Cage (που είναι και η μπάντα της οποίας τα μέλη έκαναν την εμφάνιση του τρίο εφικτή) από το 1992 μέχρι και σήμερα, των Death Dealer (2012 έως και σήμερα), των Denner/Shermann (2014 έως σήμερα) και των Warrior (2014 έως και σήμερα). Με τους Cage έχει ηχογραφήσει 8 albums (έχοντας ασχοληθεί ενεργά και με την παραγωγή κάποιων από αυτούς) και ακόμα κάποια με τις υπόλοιπες μπάντες πλην των Warrior.
Φωνή στεντόρεια, με το χρώμα, αλλά και την όψη του, να “θυμίζουν Halford”, το βράδυ του Σεπτεμβρίου του 2019 στο Κύτταρο, απέδειξε γιατί υπήρξε μέλος αυτής της σπουδαίας τριάδας….Και φυσικά, δεν ήταν επειδή «προσέφερε» την μπάντα του.
Ο δίσκος που κυκλοφόρησαν το 2019 και με την αφορμή του τους είδαμε live, το ομώνυμο “The Three Tremors”, δεν έλαβε (δικαιολογημένα) τις καλύτερες κριτικές. Η «μαγιά» και το potential σε υψηλότατο βαθμό, η ποιότητα και ελκυστικότητα των συνθέσεων δε, μάλλον απογοήτευσε.
Όμως τίποτα δεν τους πτόησε και με σιγουριά για το «μουσικό ανάστημα» που διαθέτουν, «γεύτηκαν κρύο πιάτο εκδίκησης» με την κυκλοφορία του “Guardians of the Void” (2021). Εδώ δεν χωρούσαν πιθανότητες μέτριων ή κακών κριτικών. Πήραν επιτέλους αυτό που άξιζαν, και εναπόθεσαν έναν δίσκο «στιβαρό», «σκληρό», αντάξιο του δυναμικού τους.
Οι δυνατότητες και των τριών ανέκαθεν ήταν αδιαμφισβήτητες, το εγχείρημά τους, αν δεν απατώμαι, πρωτόγνωρο, και το αποτέλεσμα, συν τω χρόνω, τους δικαίωσε. Η εμπειρία να τους δούμε live, το 2019, έστω και με το λιγότερο ικανοποιητικό υλικό τους, ήταν συγκλονιστική, αν δεν έμενες σε αυτό καθαυτό και βίωνες το vibe και την ενέργεια που ενείχε εκείνη η σύμπραξη.