Ταινία – PEARL (2022): Ένας θηλυκός Malmsteen στη χρυσή εποχή του Χόλυγουντ

HORROR

«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες». «Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό». «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»: Όλα τους γνωστά, σοφά γνωμικά, που μας προειδοποιούν να μην προτρέχουμε και να μην βιαζόμαστε να ενθουσιαστούμε, για να μην καταλήξουμε να μουτζωνόμαστε στον καθρέφτη επικαλούμενοι την έτερη σοφή λαϊκή ρήση, που λέει «δεν έτρωγα τη γλώσσα μου»;

Σε πρόσφατο review, λοιπόν, είχα εκθειάσει το X του Ti West κι ενώ δεν ανακαλώ τίποτα σε ό,τι έχει να κάνει με την ταινία, υπάρχει κάτι που με κάνει να νιώθω άβολα, τώρα που είδα το Pearl, το prequel του Χ. Συγκεκριμένα, είχα γράψει: «Όλοι οι χαρακτήρες είναι πειστικοί στο πώς δείχνουν, τι λένε και πώς το λένε και μέσα στα 5 πρώτα λεπτά, άμεσα και χωρίς πολλά – πολλά, ξέρεις ακριβώς ποιός είναι τι. Αυτό το αναφέρω γιατί έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο να υπομένουμε παρατεταμένα flashbacks ή ολόκληρα επεισόδια (αν πρόκειται για σειρές) για να δούμε επακριβώς τι βάσανα πέρασε ο κάθε χαρακτήρας στην παιδική του ηλικία για να καταλήξει όπως κατέληξε». Κούνια που με κούναγε. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος που παίνεψα δεν γύρισε ούτε παρατεταμένο flashback ούτε τηλεοπτικό επεισόδιο αλλά ολόκληρη ταινία για να διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία που κρύβεται πίσω από τη γηραιά, σεξομανή κατά συρροή δολοφόνο του Χ.

Η υπόθεση, λοιπόν, βρωμούσε άρμεγμα με το καλημέρα και οι προσδοκίες ήταν αναπόφευκτα χαμηλότερες, αν και είχα την ελπίδα ότι ο Ti West θα τραβούσε κάποιον άσσο από το μανίκι και θα με διέψευδε – άλλωστε και το Χ δεν είναι παρά μια πολύ καλά εκτελεσμένη γνώριμη συνταγή. Δυστυχώς, όμως, στην περίπτωση του Pearl η ομάδα δεν τραβάει. Και ναι μεν η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ το βοηθάει να ξεχωρίσει από τον σωρό, δεν το κάνει, όμως, καλή ταινία.

Βρισκόμαστε στο Τέξας το 1918, εν μέσω Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και πανδημίας ισπανικής γρίπης. Η νεαρή ακόμα Pearl ζει στη φάρμα των γονιών της (η ίδια φάρμα που βλέπουμε στο X) βοηθώντας στις αγροκτηνοτροφικές εργασίες, ενώ ο σύζυγός της και μετέπειτα παππούς – δολοφόνος λείπει στρατιώτης στο μέτωπο. Η Pearl πιστεύει ακράδαντα ότι είναι γεννημένη χορεύτρια και ότι το πεπρωμένο της είναι να γίνει ξακουστή σταρ, όπως, δηλαδή, και η ηρωίδα του Χ. Η αυστηρή, πραγματίστρια μητέρα της είναι κάθετα αντίθετη και προσπαθεί μάταια να προσγειώσει την κόρη της στη σκληρή πραγματικότητα, αφού ο πατέρας έχει μείνει παράλυτος και όλη η δουλεία της φάρμας έχει πέσει πάνω στις δύο γυναίκες, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Φυσικά, το αυτί της Pearl δεν ιδρώνει, αφού δεν είναι μόνο υπερφίαλη και φαντασιόπληκτη, αλλά επιπλέον παρουσιάζει τις τυπικές ψυχικές διαταραχές του εκκολαπτόμενου serial killer (ναρκισσισμό, έλλειψη συμπόνοιας, θανάτωση ζώων κλπ). Η κατάσταση αρχίζει να στραβώνει επικίνδυνα όταν ο προβολατζής του τοπικού κινηματογράφου φουσκώνει κι άλλο τα μυαλά της με σκοπό να την κουτουπώσει (κάτι που καταφέρνει), εκτροχιάζεται όταν έρχεται η αναπόφευκτη σύγκρουση με την μητέρα της, που καταλήγει στον σοβαρό τραυματισμό της τελευταίας, και βγαίνει αμετάκλητα εκτός ελέγχου όταν η Pearl αποτυγχάνει παταγωδώς σε χορευτική οντισιόν. Και όπως ακριβώς η πορνοταινία υπήρξε ο καταλύτης του μακελειού στο Χ, έτσι και στο Pearl η βροντερή διάψευση των προσδοκιών και η άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας βάζουν φωτιά στο φυτίλι και οδηγούν στο αιματοβαμμένο φινάλε.

Το Pearl είναι κι αυτό ένα ρετρό slasher, αντί όμως να καταπιάνεται με το grindhouse της δεκαετίας του ’70, αναβιώνει τις κλασικές ταινίες της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. Σε γενικές γραμμές, η αναπαράσταση της εποχής και του όλου πνεύματός της είναι αρκετά πετυχημένη, με έντονη χρωματική παλέτα σε στυλ «Μάγος του Οζ» και αναμενόμενα κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο, παλιομοδίτικες ερμηνείες, καλοφτιαγμένα κοστούμια, ταιριαστό ορχηστρικό score, τίτλους αρχής και τέλους με γραμματοσειρά εποχής κλπ. Σκηνοθεσία και φωτογραφία παραμένουν στα γνωστά υψηλά επίπεδα, που μας έχει συνηθίσει ο Ti West, κι ευτυχώς δεν υπάρχουν αναχρονισμοί, οπότε δεν βλέπουμε ανθρώπους να συμπεριφέρονται σα να βρίσκονται στο TikTok ούτε έγχρωμες, non-binary Τεξανές αγρότισσες. Εκεί όμως που το Χ έπαιρνε άριστα στον τομέα της αναβίωσης, το Pearl φαλτσάρει, αφού για κάποιον ανεξήγητο λόγο προς το τέλος κάνουν την εμφάνισή τους σκηνοθετικά τσαλιμάκια (π.χ. χώρισμα της οθόνης στα δύο με παράλληλη δράση στα δύο μισά), που πλασαρίστηκαν πολύ μετά την εποχή, που υποτίθεται ότι αναπαριστά το Pearl, και τα οποία φαντάζουν ξεκάρφωτα κι εκτός κλίματος. Ένα άλλο μειονέκτημα είναι η απουσία του υπόγειου χιούμορ αλλά και του exploitation στοιχείου, που ήταν από τα δυνατά χαρτιά του Χ. Έτσι, ενώ γίνεται σαφές το πώς και το γιατί η ηρωίδα εξελίχθηκε σε μανιακή δολοφόνο, παραμένει άγνωστο από πού προέκυψαν οι ασυγκράτητες πανσεξουαλικές ορμές της. Κι εντάξει, θα πει κανείς ότι exploitation δεν υπήρχε στις κλασικές ταινίες του Χόλυγουντ, οπότε η παράβλεψη λειτουργεί υπέρ της πιστότητας, αν όμως αυτό ισχύει τότε κακώς υπάρχει η σκηνή, στην οποία η Pearl ερωτοτροπεί με σκιάχτρο μέσα σε καλαμποκοχώραφο κι εν συνεχεία το χρησιμοποιεί ως ερωτικό αξεσουάρ, η οποία για νοσηρή το πήγαινε, αλλά κακόγουστη προέκυψε. Μοναδική άλλη σχετική αναφορά είναι η υποπλοκή με το κέρατο που ρίχνει η ηρωίδα στον απόντα σύζυγό της, η οποία, όμως, δεν έχει να κάνει με σεξομανία αλλά με το ψώνιο της να γίνει σταρ με οποιοδήποτε τίμημα. Σε κάθε περίπτωση, από το Pearl λείπει ο απενοχοποιημένος χαβαλές, που έδινε έξτρα πόντους στο Χ.

Για να πάμε και στο δια ταύτα, το Pearl ακολουθεί τη «βραδυφλεγή» συνταγή (slowburn, στην καθομιλουμένη), που είχαν και παλιότερες ταινίες του Ti West, όπως το House of the Devil. Έτσι, τα φονικά και η αιματοχυσία στριμώχνονται στο τελευταίο εικοσάλεπτο, πιο καθυστερημένα απ’ ό,τι στο Χ, ευτυχώς, όμως, μέχρι τότε η ταινία καταφέρνει και κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον χάρη στους καλοστημένους χαρακτήρες και την κλιμακούμενη ένταση, αφού υπάρχουν αρκετές εμβόλιμες σκηνές μέχρι την κορύφωση, στις οποίες γίνεται αρκετά σαφές ότι η πρωταγωνίστρια δεν είναι στα συγκαλά της. Ως προς το «ζουμί» της υπόθεσης, έχω ανάμεικτα συναισθήματα: Και φόνοι υπάρχουν (ένας, μάλιστα, αρκετά καλογυρισμένος), και ανωμαλία υπάρχει, και λιγάκι gore με πρακτικά εφέ υπάρχει, όχι όμως στις ποσότητες που θα ήθελα, χώρια που κάπου έμεινα με την αίσθηση ότι όλα αυτά μπήκαν απλά για να μπουν και ότι το Pearl δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να είναι ταινία τρόμου ή ψυχόδραμα. Και γι’ αυτό έχω την εντύπωση ότι ευθύνεται η Mia Goth (η ηθοποιός που υποδύεται την Pearl), η οποία μάλλον είδε την ταινία σαν προσωπικό project και προσπαθεί να την πάρει όλη πάνω της. Έτσι, έχει συμμετοχή και στην παραγωγή και στη συγγραφή του σεναρίου (κάτι που δεν συνέβαινε στο Χ) και υποπτεύομαι ότι αυτός είναι ο λόγος που το Pearl γέρνει περισσότερο προς το δράμα παρά προς τον τρόμο. Εκτός αυτού, και η ερμηνεία της συναγωνίζεται σε ναρκισσισμό τον χαρακτήρα που υποδύεται, αφού ναι μεν παίζει καλά αλλά χωρίς αίσθηση του μέτρου. Μια ταιριαστή αναλογία για να γίνω πιο κατανοητός θα ήταν, νομίζω, ο Yngwie Malmsteen και τα σόλα του – κοινώς, η κοπέλα το ματώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σχεδόν πεντάλεπτος μονόλογος προς το τέλος, όπου η υποκριτική αυταρέσκεια της Goth βαράει κόκκινο καθώς εξιστορεί μετά καημών και δακρύων το δράμα της ζωής της (κάτι που άνετα η ταινία θα μπορούσε να έχει περάσει πολύ πιο διακριτικά και έμμεσα) και ο οποίος παρακαλούσα να τελειώσει, βρίζοντας ταυτόχρονα γιατί στον ίδιο χρόνο θα μπορούσαν να χωρέσουν εύκολα κάνα – δυο επιπλέον φονικά. Και υπάρχει, επίσης, και η τελευταία σκηνή, στην οποία η υπερβολή στην έκφραση σε συνδυασμό με την παρατεταμένη διάρκεια παραλίγο να μου προκαλέσουν κρίση νευρικού γέλιου. Έτσι, λοιπόν, η ίδια ηθοποιός, που ήταν ένα από τα ατού του Χ, εδώ καταλήγει να γίνεται βαρίδι, που δεν αφήνει την ταινία να ανασάνει. Τουλάχιστον, δεν προσπαθεί (κι αν προσπαθεί, δεν το καταφέρνει) να κάνει την ηρωίδα συμπαθή παρουσιάζοντας την ως θύμα των περιστάσεων και αδικημένη από την κακούργα κοινωνία – το πρόσημο παραμένει αρνητικό και η Pearl μία αντιπαθής, ανισόρροπη κι επικίνδυνη φιγούρα.

Τελικά, αν και καλογυρισμένο και πάνω από τον μέσο όρο, το Pearl αποδεικνύεται χαμηλότερο των προσδοκιών, πέφτει σε παγίδες που το Χ είχε αριστοτεχνικά αποφύγει και όχι μόνο μου άφησε μια δυσάρεστη αίσθηση, αλλά χάλασε λίγο και την καλή εντύπωση που μου είχε μείνει από την πρώτη ταινία. Επομένως, όποιος δεν έχει δει το Χ, ας το δει γιατί παραμένει ένα από τα πιο δυνατά slasher των τελευταίων ετών κι ας μείνει εκεί. Όποιος, πάλι, έχει δει το Χ, δεν θα χάσει τίποτα σπουδαίο αν προσπεράσει το Pearl, όπως κι εγώ πιθανότατα θα προσπεράσω το επερχόμενο MaXXXine, δηλαδή το sequel του Χ, το οποίο διαδραματίζεται (πού άλλου;) στα 80s. Όχι, βέβαια, ότι χρειάζονται και πολλές αναλύσεις: Kαι μόνο το γεγονός ότι σε review ταινίας τρόμου αφιέρωσα μισή παράγραφο στον τρόμο και το υπόλοιπο κείμενο σε άσχετα θέματα, μάλλον μιλάει από μόνο του.

Κείμενο: Στέφανος Δημόπουλος

Trailer:

Avatar photo
About Soundcheck Partner 295 Articles
Souncheck.network