IGGY & THE STOOGES: “Raw Power”

ALBUM TRIBUTE

Η Columbia Records & Legacy Recordings γιορτάζουν την 50ή επέτειο του Iggy & The Stooges, “Raw Power”, με τη νέα 50th Anniversary Legacy Edition (σε ψηφιακή μορφή) και εμείς ταξιδευουμε πίσω στην δεκαετία του ‘70 για να θυμηθούμε μια από τις πολλές ιστορίες της ροκ «υποκουλτούρας».

«Και τα τρία άλμπουμ των Stooges είναι ίσα για μένα, αλλά το “Raw Power”… είναι το μεγάλο», είπε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Uncut o Iggy Pop. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Οι Stooges ενώ το 1972 ήταν «στην εντατική», απέκτησαν μια ακόμη ευκαιρία. Ήταν χιλιάδες μίλια μακριά από την πόλη τους, το Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, όταν βρέθηκαν στα στούντιο CBS στο Λονδίνο. Η σύνθεσή τους είχε ανακατευτεί, προς μεγάλη απογοήτευση μελών του συγκροτήματος, ενώ το όνομα τους είχε αλλάξει για να αναδειχτεί ο frontman τους, Iggy Pop. Έχοντας καταφέρει να υπογράψουν, υπό την επίβλεψη ενός άλλου διάσημου ροκ σταρ, ένα «σφιχτό» συμβόλαιο, είχαν ακόμα πολλά να δώσουν.

Τις δεκαετίες από την κυκλοφορία του, το “Raw Power” δεν κατάφερε να γίνει δημοφιλές. Ήταν όμως «διανθισμένο» από διαβόητες ιστορίες, που ακολούθησαν την παραγωγή του, από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε, στις αρχές του 1973. Για τις μεταγενέστερες γενιές, οι ιστορίες «βρώμικων μίξεων», οι φρικιαστικές συνήθειες ηρωίνης, οι μπαλάντες με εντολή των δισκογραφικών και τα ειδικά εφέ από bong, έχουν προσθέσει ένα μυστήριο στο “Raw Power”. Ήταν ένας δίσκος με παντελή έλλειψη γοητείας και ζεστών συναισθημάτων, που βομβάρδισε δυνατά την σκηνή του hard rock στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Η αρχική σύνθεση των Stooges διαλύθηκε, αφού κυκλοφόρησε μόνο δύο στούντιο albums, το “The Stooges” του 1969 και το “Fun House” του 1970. Ο αρχικός μπασίστας Dave Alexander είχε απολυθεί λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και ο παιδικός φίλος του Iggy, James Williamson, είχε προστεθεί ως δεύτερος κιθαρίστας για λίγους μήνες, πριν το γκρουπ απορριφθεί από την Elektra Records. Μόλις δύο μήνες μετά την επίσημη διάλυσή τους, o Iggy συνάντησε τον ανερχόμενο (τότε) Βρετανό τραγουδιστή David Bowie στο Max Kansas City στη Νέα Υόρκη. Ο Bowie τον έπεισε να υπογράψει με τo management team του την Main Man.

Αφού εξασφάλισε μια δισκογραφική συμφωνία από την Columbia Records, ο Bowie στρατολόγησε τον Williamson για να πετάξει στο Λονδίνο και να ηχογραφήσει αυτό που επρόκειτο να είναι το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του Iggy. Όταν oι Iggy και Williamson δεν κατάφεραν να βρουν μουσικούς που να ταιριάζουν στο άκρως «επιθετικό» στυλ τους, αποφασίστηκε ότι μόνο δύο άνθρωποι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στo να πάρουν πνοή τα νέα τους τραγούδια: τα πρώην μέλη του συγκροτήματος, Ron και Scott Asheton.

Έπρεπε όμως να γίνουν κάποιες αλλαγές μόλις οι Asheton συμφώνησαν να «αναβαθμιστούν» οι Stooges. Πρώτον, δεν θα ήταν πια The Stooges, αλλά ο Iggy and the Stooges. Δεύτερον ο Ron Asheton κλήθηκε να αλλάξει τον πρώην ρόλο του ως βασικός κιθαρίστας, σε μπασίστα, παραδίδοντας την «σκυτάλη» στον Williamson. Η νέα σύνθεση έκανε τους Asheton να νιώθουν μέλη β’ κατηγορίας στο συγκρότημα, που οι ίδιοι είχαν αρχικά ιδρύσει, ενώ οι ήδη ασταθείς προσωπικότητες τους άρχισαν να συγκρούονται σχεδόν αμέσως.

Ακόμη χειρότερα, το δισκογραφικό συμβόλαιο του γκρουπ (το οποίο ευνοούσε τον Iggy έναντι των άλλων μελών του συγκροτήματος) είχε αυστηρούς όρους. Ένα από αυτά ήταν ότι το συγκρότημα έπρεπε να ηχογραφήσει μια μπαλάντα σε κάθε πλευρά του άλμπουμ τους. Μέσα σε αυτό το κλίμα και παρόλο που ήταν γνωστοί για την έλλειψη λεπτότητας στην συμπεριφορά τους, οι Stooges κρατήθηκαν και έκαναν πρόβες στο στούντιο επιμελώς. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1972, το συγκρότημα είχε οκτώ κομμάτια (συμπεριλαμβανομένων των δύο μπαλάντων του) έτοιμα για ηχογράφηση.

Eκκινώντας με το αδυσώπητο “Search and Destroy”, το “Raw Power” αποτελεί 33 λεπτά αφιλτράριστου και απογυμνωμένου lo-fi χάους. Με τους ενισχυτές στριμωγμένους στις υψηλότερες ρυθμίσεις τους και τον Iggy στην πιο «λαλημένη», ψυχικά, κατάσταση, το άλμπουμ έχει το είδος της ενέργειας και της δυναμικής που θα γινόταν απαραίτητο για την punk rock μουσική λίγα μόλις χρόνια αργότερα. Ακόμη και οι μπαλάντες, “Gimme Danger” και “I Need Somebody”, είναι «αδυσώπητες». Στο πρώτο υποβόσκει μια αίσθηση «απειλής» και «σκοταδιού», που έρχεται σε αντίθεση με τις ακουστικές κιθάρες, ενώ το δεύτερο είναι κάτι περισσότερο από ένα «κουρελιασμένο» μπλουζ ανακάτεμα.

Το υπόλοιπο άλμπουμ συμπληρώνεται με μερικά από τα πιο «άγρια» και λιγότερο συγκρατημένα τραγούδια που κυκλοφόρησαν ποτέ σε μεγάλη εταιρεία. Το “Your Pretty Face is Going to Hell” περιλαμβάνει την πιο ρεαλιστική φωνητική ερμηνεία του Ιggy που έχει καταγραφεί ποτέ, ενώ τα “Shake Appeal” και “Raw Power” αναδεικνύουν την αγάπη του συγκροτήματος για το παλιό rock ‘n’ roll, φιλτραρισμένο μέσα από τη στρεβλή αίσθηση του στυλ τους. Κάθε πλευρά του άλμπουμ τελειώνει με δυο τραγούδια, που υποθετικά μιλώντας, ένας συντηρητικός κριτικός θα τα χαρακτήριζε μια μορφή διαλογισμού στον εκμαυλισμό και την εξαχρείωση: το “Penetration” και το “Death Trip”.

Όταν ήρθε η ώρα να μιξαριστεί το άλμπουμ, ο Pop επιχείρησε να το κάνει μόνος του. Το αποτέλεσμα ήταν στην καλύτερη περίπτωση ασυνάρτητο, απαιτώντας την παρέμβαση από το management του συγκροτήματος. Tον ενημέρωσαν ότι ο Bowie θα έκανε remix στο άλμπουμ, κάτι που έγινε μέσα σε μια μέρα και ότι θα κυκλοφορούσε οριστικά με αυτή την μορφή. Mέσα από τις μίξεις των Iggy και Bowie, το “Raw Power” κατέληξε να μετατραπεί σε ένα από τα πιο «σκοτεινά», «βρώμικα» και «ανόθευτα» άλμπουμ στην ιστορία της ροκ μουσικής. Χωρίς να έχει απομείνει χρόνος ή προϋπολογισμός, η μίξη του Bowie έγινε η «βερσιόν» που θα άκουγαν οι περισσότεροι αν αγόραζαν το άλμπουμ το 1973.

Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι δεν αγόρασαν πολλοί άνθρωποι τον δίσκο. Φτάνοντας στο νούμερο 183 του Billboard 200, ήταν το τρίτο εμπορικά αποτυχημένο άλμπουμ των Stooges στη σειρά. Με τη χρήση ναρκωτικών να έρχεται για άλλη μια φορά στο προσκήνιο, οι Stooges ξεκίνησαν να κάνουν περιοδεία, για να συναντήσουν τα ίδια εμπόδια που εμπόδισαν την αρχική τους ενσάρκωση. Με την Columbia να απορρίπτει τη συμφωνία τους για δύο άλμπουμ και η Main Man να επικεντρώνεται αποκλειστικά στον Bowie, οι Stooges αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην τύχη τους.

Σχεδόν ακριβώς έναν χρόνο μετά την επίσημη κυκλοφορία του album, οι Stooges έπαιξαν αυτό που θα ήταν το τελευταίο τους σόου πίσω στο Ντιτρόιτ. «Αιχμαλωτισμένο» στο ακόμα πιο lo-fi live LP “Metallic K.O.”, το τελευταίο σόου του συγκροτήματος είδε τον Iggy να στρέφεται ενάντια στο κοινό της πόλης του, οδηγώντας το πλήθος να εκσφενδονίσει στο συγκρότημα οτιδήποτε μπορούσε να βρει γύρω του. Με αυτό, οι Stooges τελείωσαν μετά από κάτι περισσότερο από μισή δεκαετία αποτυχημένων άλμπουμ, κακών κριτικών και χωρίς χρήματα να επιδείξουν για τις προσπάθειές τους.

Αλλά καθώς «ξεθώριαζαν» στη λήθη, κάτι περίεργο άρχισε να συμβαίνει γύρω τους. Σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, τα «δυσαρεστημένα» παιδιά άρχισαν να ακούνε τα άλμπουμ τους και να «αγκαλιάζουν» τον ήχο τους. Μουσικοί όπως ο Johnny Ramone και ο Steve Jones έμαθαν πώς να παίζουν τα όργανά τους χάρη σε άλμπουμ όπως το “Raw Power”. Τραγουδοποιοί όπως ο Kurt Cobain και ο Nick Cave πήραν πολύτιμα μαθήματα από την «απογυμνωμένη» ειλικρίνεια των στίχων του Iggy. Το noise rock των Sonic Youth και των Big Black προσανατολίστηκαν μέσα από την «επιθετικότητα» του “Raw Power”. Με τα χρόνια, όλοι, από τους Slayer μέχρι τους Soundgarden και από τους R.E.M. έως τον CeeLo Green, βρήκαν έμπνευση στα αυλάκια αυτού του δίσκου. Για ένα άλμπουμ που ήταν κατά γενική ομολογία μια άθλια αποτυχία, το “Raw Power” πραγματικά τα κατάφερε.

Πρόσθετα ρεμίξ και επανεκδόσεις προσπάθησαν να δημιουργήσουν την οριστική εκδοχή του Raw που φαινόταν τόσο άπιαστη το 1973. Η πραγματικότητα είναι ότι τίποτα δεν πρόκειται ποτέ να κάνει το άλμπουμ τέλειο: το ίδιο του το DNA, έχει να κάνει με την έλξη της απόγνωσης και του υποβιβασμού. Έχει επίσης μερικά από τα πιο «άγρια» τραγούδια, τα πιο συναρπαστικά riff κιθάρας και τα βαθύτερα grooves από οποιοδήποτε ροκ άλμπουμ που κυκλοφόρησε ποτέ. Ο κόσμος χρειάστηκε απλώς μερικά χρόνια, για να μην πω δεκαετίες για να το καταλάβει.

Avatar photo
About Βαγγέλης Νασόπουλος 23 Articles
Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας την χρονιά που οι Metallica κυκλοφόρησαν το μυθικό ντεμπούτο τους. Σε βρεφική ηλικία κατέστρεψε την βελόνα του πικάπ του γείτονα , ενώ για παιχνίδια είχε τα εξώφυλλα του Iron Fist , του Powerage και Live Evil . Η μεγάλη του αγάπη είναι το ραδιόφωνο. Τα τελευταία 20 χρόνια συντονίζεται από τις 4 στις 5 στο Α πρόγραμμα ραδιοφωνίας ,για να ακούσει την εκπομπή που διαμόρφωσε τα γούστα του. Η μουσική και οι ταινίες , ήταν και θα είναι διέξοδος από την τρέλα της καθημερινότητας. Ευγνωμονεί τα ξαδέρφια και τα αδέρφια του που του κόλλησαν το μικρόβιο της μουσικής . Η μισή του καρδιά βρίσκεται στην Μεσσηνία και άλλη μισή στην Μακεδονία γενέτειρα της αγαπημένης του.