NEW MEXICAN DOOM CULT: “Necropolis”

ALBUM

Σε ένα κρύο και μοναχικό μέρος, στα βόρεια της Σουηδίας, στα περίχωρα μιας μικρής πόλης με το όνομα Gavle, οι ανελέητοι άνεμοι που έρχονται από τη Βαλτική θάλασσα συμπληρώνουν ένα ιδανικό σκηνικό για να γράψει κανείς αυτό που οι άνθρωποι του βορρά αποκαλούν “langsamrock”. Ακριβώς σε εκείνο το γεωγραφικό σημείο ευδοκίμησαν αυτοί οι παράξενοι τύποι που υποστηρίζουν πως το Νέο Μεξικό βρίσκεται στην Άνω Σουηδία.

Ο Nils, ο πιο σοφός της παρέας, που σηκώνει στις πλάτες του το μεγάλο βάρος της μουσικής σύνθεσης αλλά και εκτέλεσης, τραγουδώντας, παίζοντας κιθάρα και μπάσο και γράφοντας περίπου το 90% του υλικού και των στίχων, καταστάλαξε από την αρχή πως έπρεπε να δημιουργήσουν ένα σχήμα που θα τιμούσε εμμονικά το fuzz, την ανδροπρέπεια και την αδερφοσύνη. Με τη συνδρομή του ρυθμικού κιθαρίστα Emil Alstermark, του κημπορντίστα Jonas Stromberg, και των ντράμερ Jonathan Ekvall και Viktor Ellasson, ολοκλήρωσε το πρώτο πλήρες άλμπουμ, το πρώτο κυρίως πιάτο μετά από κάποια ορεκτικά ψηφιακά singles που προηγήθηκαν από το 2018 ως σήμερα.

Έξι τραγούδια και 42 λεπτά συμπληρώνουν το σύμπαν των Σουηδών που παρουσιάζουν μια ενδιαφέρουσα συμπαγή πρόσμιξη από stoner rock, doom metal, fuzz rock, αλλά ακόμα και sludge με κάποια alternative στοιχεία. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής ο πελώριος, ογκώδης ήχος που ακόμα και στις περιστασιακές σιωπές του απλώνει έναν απόκοσμο βόμβο αναμονής. Τα τραγούδια συγκρατούνται με συνοχή μεταξύ τους, οι mid tempo και αργές συμφωνίες δεν καταπατούνται ποτέ και όλο το ταξίδι στο “Necropolis” είναι πράγματι μια κατάδυση στο “langsamrock”, δηλαδή στο αργό rock.

Πετυχημένα, η εισαγωγή στο άλμπουμ γίνεται με το “Architect”, που διατρέχεται στο μεγαλύτερο μέρος του από ένα ριφ που τρυπώνει άμεσα στο μυαλό, ενώ η διαδοχή του “Seven Spirits” αποκαλύπτει μάλλον το πιο “Sabbath-driven” τραγούδι του δίσκου, που αλληθωρίζει σε διάφορες εντυπώσεις της Ozzy-era. Μάλλον το “Underground” επιμελήθηκε να αφήσει αυτή την ανδροπρέπεια, την ογκώδη σκληρή πρόθεση να υψωθεί λίγο περισσότερο, πριν το ομότιτλο τους διαμορφώσει και τους ολοκληρώσει με τον πιο εμφατικό τρόπο και τις πιο επίμονες φωνητικές μελωδίες. Μετά το επιβλητικό φινάλε του “Necropolis”, το “Vortex” εμφανίζει μια κρίσιμη ένταση με τα περισσότερο δραματικά φωνητικά του που ενισχύουν το εμβατηριακό σκοτάδι του. Με περισσότερο ψυχεδελικά και groovy επιθέματα, το “Archangel” οδηγείται παιχνιδιάρικα στην έξοδο αυτού του έρημου, σκοτεινού και πυκνού δίσκου.

Η ευστροφία του Nils βρίσκεται στην τακτική να απλωθεί σαν αράχνη πάνω στα επιμέρους είδη που σχηματίζουν τον ήχο και το ύφος της μπάντας, επικαλούμενος από τη λατρευτική θλίψη του βόρειου doom, και την σφριγηλή επανάληψη του αμερικανικού stoner, ως τις bluesy προσεκτικές δόσεις ύφους και το παχύ φαζαριστό υπόστρωμα που κρατά το άλμπουμ σε μια έντονη, απειλητική, μυστική και απόμερη τοποθεσία.

Οι εξοικειωμένοι με όλα τα παραπάνω και θα το ευχαριστηθούν άμεσα, και θα βάλουν τους Σουηδούς στο λογαριασμό και το περισκόπιό τους, και θα έχουν πολλούς λόγους να περιμένουν κάτι μεγαλύτερο. Ίσως και να πιστέψουν πως το Νέο Μεξικό είναι μια αποικία στα βόρεια της χώρας τους.

Είδος: Doom/Stoner Metal
Εταιρεία: Ozium Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 26 Φεβρουαρίου 2023

Facebook: https://www.facebook.com/newmexicandoomcult
Bandcamp: https://newmexicandoomcult.bandcamp.com/album/necropolis

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 885 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.