BAUHAUS

TRIBUTE

“All We Ever Wanted Was Everything”! Κάπως έτσι συνοψίζεται το νόημα της ύπαρξης των Άγγλων Bauhaus, σαφώς επηρεασμένοι κατά την έναρξή τους από το Γερμανικό σχολείο τέχνης, καθότι πήραν το όνομα Bauhaus 1919 αρχικά και το οποίο συντομεύσαν μετά από μικρό διάστημα. Βέβαια αρτιστικά δεν επέφεραν καμιά αλλαγή, αλλά μουσικά υπήρξαν πρωτοπόροι και άκρως επιδραστικοί στον χώρο του gothic rock, επιδεικνύοντας πόσο μπροστά ήταν από την εποχή τους.

Οι Bauhaus σχηματίστηκαν περί το 1978 και το συγκρότημα αποτελείτο από τους Daniel Ash (κιθάρα, σαξόφωνο), Peter Murphy (φωνητικά), Kevin Haskins (ντραμς) και τον David J. (μπάσο). Με την συγκεκριμένη σύνθεση παρέμειναν μέχρι το 1983 οπότε και διαλύθηκαν, σίγουρα όμως η παρουσία τους ήταν καταλυτική σε όλο το φάσμα του “σκοτεινού” χώρου, επηρεάζοντας με την σκηνική τους εμφάνιση και τον “ζοφερό” τους ήχο, αναμιγνύοντας με μοναδικό τρόπο ένα πλήθος επιρροών που ξεκινούσαν από το glam rock, την psychedelia και το funk. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην διαμόρφωση του ήχου της post-punk μουσικής, επιδρώντας με μοναδικό τρόπο σε μια πλειάδα σημαντικών καλλιτεχνών που παρουσιάστηκαν μετά από τους Bauhaus.

Η ιστορία εξελίσσεται στην περιοχή του Northampton, όπου σαν έφηβοι αρχικά, οι Daniel Ash και David J. Haskins (αδερφός του Kevin) πειραματίζονται ανέμελα μέσα από διάφορα νεανικά projects, μέχρι που ο Ash κατορθώνει να πείσει τον Murphy να συνδράμει αν και ο ίδιος δεν είχε ιδέα από αυτά. Παρόλα αυτά στην πρώτη του προσπάθεια, κατορθώνει να είναι από τους βασικούς συνθέτες του “In the Flat Field”. Κατά αυτόν τον τρόπο και με την ένταξη του Kevin Haskins ως ντράμερ και του David J. ως μπασίστα, χαράκτηκε ο δρόμος για την δημιουργία ενός σχήματος το οποίο έμελλε να διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στην “σκοτεινή” μουσική σκηνή.

Η αρχή έγινε σε πρώτη φάση με την προσπάθεια ανεύρεσης μουσικού συμβολαίου σε μια δισκογραφική εταιρία, κάτι το οποίο δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή. Βέβαια κατόρθωσαν να ηχογραφήσουν ένα demo προκειμένου να υπογράψουν. Κάπως έτσι μπαίνουν στα Beck Studios στο Wellingborough και το “Bela Lugosi’s Dead” είναι έτοιμο, ένα εννιάλεπτο έπος που ακόμη και σήμερα κατορθώνει να δημιουργεί ρίγη συγκίνησης, ένα άσμα που είναι καταδικασμένο να γίνει κλασσικό.

Με το ντεμπούτο demo και single οι Bauhaus υπογράφουν τον Αύγουστο του 1979 στην Small Wonder Records. Πλέον όλα αρχίζουν να παίρνουν “σάρκα και οστά”. Με το συγκεκριμένο single και με τις θετικές κριτικές που δέχεται το “Bela Lugosi’s Dead”, παραμένει στα ανεξάρτητα Βρετανικά charts για δύο χρόνια. Κατορθώνουν να ακουστούν παντού κυρίως με το BBC, καθώς έπαιξαν και για το Peel’s show στις 3 Ιανουάριου του 1980, διευρύνοντας το μουσικό τους ακροατήριο.

Το διάστημα αυτό υπογράφουν και με την 4AD δισκογραφική για δυο ακόμη singles, τα “Dark Entries” και “Terror Couple Kill Colonel”, τα οποία είναι πλέον διαθέσιμα και είναι οι οδηγοί για το πρώτο album των Bauhaus, το “In the Flat Field”, τον Οκτώβριο του 1980. Αν και αρχικά δεν έχαιρε ιδιαίτερης αποδοχής από τον μουσικό τύπο της εποχής (ο δίσκος είναι πλέον κλασσικός), εκείνη την περίοδο χαρακτηρίστηκαν σαν ψευδορομαντικοί goths (κούνια που σας κούναγε), παρόλα αυτά σκαρφάλωσαν στα indie charts, φτάνοντας και στο UK Albums Chart, στην 72η θέση. Επίσης εκείνη την περίοδο, τον Δεκέμβρη του 1980, ηχογράφησαν και μια διασκευή στο “Telegram Sam” από τους glam rockers T.Rex, το οποίο κυκλοφόρησε σαν single δίνοντας ένα επιπλέον credit στους Bauhaus.

Εννοείται ότι ο δίσκος ήταν πιο κοντά στην punk αισθητική με ολίγη από glam, είναι τόσο πρώιμος, ακατέργαστος αλλά και τόσο “τραχύς”, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για σκέψεις, είναι τόσο απρόβλεπτος και καινοτόμος κερδίζοντας σίγουρα μια σημαντική θέση στις συνειδήσεις και στις καρδίες όλων των φίλων του σχήματος, με συνθέσεις που μένουν χαραγμένες και ανεξίτηλες για πάντα στην ψυχή. Η πορεία διαγράφεται λαμπρή και χαώδης από δω και πέρα…

Ο ντόρος που έγινε γύρω από το όνομά τους, την μουσική προσέγγιση και την αισθητική τους, έχει ως αποτέλεσμα να μεταπηδήσουν στην Beggars Banquet Records. Εκεί κυκλοφορούν το single “Kick in the Eye”, σαν καλωσόρισμα (Μάρτιο του 1981), με φυσικό επακόλουθο την άνοδο στα charts, και αμέσως έχουμε την δημιουργία του εξαιρετικού (προσωπικά, είναι “all-time favourite”) “The Passion of Lovers”. Με αυτές τις δυο κυκλοφορίες ακολουθεί και το δεύτερο album των Bauhaus που τιτλοφορείται “Mask”, τον Οκτώβριο του 1981.

Σίγουρα στην συγκεκριμένη κυκλοφορία η παρουσία πλήκτρων είναι πιο εκτεταμένη και έχουμε και παρουσία πολλών οργάνων, εμφανίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο ο δίσκος μια έντονη διαφορετικότητα, που δίχασε τους φίλους του σχήματος. Οι Bauhaus είναι πιο ατμοσφαιρικοί αλλά και εξίσου ανατρεπτικοί, διατηρώντας πιο μελωδικές φόρμες με “σκοτεινές πινελιές”, δημιουργώντας ένα “κλειστοφοβικό” κλίμα. Ο Murphy είναι εξαιρετικός και προσδίδει το απαραίτητο συστατικό επιτυχίας με τις ερμηνευτικές δυνατότητές του, είτε απαγγέλοντας, είτε τραγουδώντας. Είναι μια “σκοτεινή” περσόνα που τραβάει τους Bauhaus να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Τα κομμάτια επί του συνόλου είναι εξαιρετικά και ανοίγουν νέους ορίζοντες στο συγκρότημα.

Η επιτυχία ακολουθεί τους Bauhaus κατά πόδας, “ό,τι αγγίζουν γίνεται χρυσός” και φυσικό επακόλουθο είναι το τρίτο τους πόνημα, το “The Sky’s Gone Out” (1982). Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτυπώνει με σαφήνεια ότι το συγκρότημα είναι σε συνθετικό οίστρο, θα τολμούσα να πω ότι είναι το κορυφαίο τους έργο. Η ωριμότητα, η ουσία και ο πειραματισμός έχoυν φτάσει στο τέρμα. Νομίζω ότι εδώ ολοκληρώνεται ένα μεγάλος κύκλος, όλοι έχουν προσφέρει τον καλύτερό τους εαυτό, με τραγούδια που είναι καταδικασμένα να μείνουν “εις τους αιώνας των αιώνων”.

Εκείνη την περίοδο για λογαριασμό του BBC ηχογραφούν μια διασκευή του David Bowie, το “Ziggy Stardust”, που έγινε ίσως το μεγαλύτερο χίτ για εκείνη την περίοδο αφού σκαρφάλωσε στο 15 στα British charts, με συνεπακόλουθο να κερδίσουν από αυτή τους την επιτυχία μια ζωντανή εμφάνιση στο τηλεοπτικό show “Top of the Pops” (από τα μεγαλύτερα shows για πάρα πολλά χρόνια και δεξαμενή νέων μουσικών τάσεων και συγκροτημάτων).

Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα να συμπαρασύρουν και όλο τον δίσκο, κάνοντάς τους πασίγνωστους παντού, φτάνοντας μάλιστα στο νούμερο 4 στην Αγγλία. Εκείνη την περίοδο κυκλοφόρησαν και το live “Press the Eject and Give Me the Tape”.

Ίσως εδώ είναι το σημείο κατά το οποίο θα πρέπει να μνημονεύσουμε την συνολική παρουσία των Bauhaus επί σκηνής. Η απόλυτη έκφραση της punk οργής και της “σκοτεινής” goth, ένα αποτέλεσμα σαγηνευτικό και συνάμα μυστηριώδες, μια σχέση αμφίδρομη μεταξύ του συγκροτήματος και των φίλων του, σε σκηνές χάους που εκτυλίσσονταν στα lives τους. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούνται οι άρχοντες της “σκοτεινής” μουσικής, δίνοντας τα πάντα πάνω στην σκηνή, και αυτό αποτυπώνεται έκδηλα σε κάθε live τους.

Παράλληλα με τις δραστηριότητές τους, έκαναν και μια εμφάνιση σε μια ταινία τρόμου με τίτλο “The Hunger”, παρουσιάζοντας το τραγούδι “Bela Lugosi’s Dead” στην διάρκεια των opening credits. Μάλιστα στην τελευταία σκηνή η κάμερα εστίασε στο πρόσωπο του Murphy, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δουλέψει ο Peter Murphy και ως μοντέλο σε μια γνωστή εταιρία, γεγονός το οποίο έφερε μνησικακία και μπόλικα “σύννεφα μουρμούρας” στο συγκρότημα.

Η ηχογράφηση του τέταρτου κατά σειρά album των Bauhaus “Burning from the Inside”(1983), βρίσκει τον Murphy να είναι άρρωστος με πνευμονία (σε σοβαρή κατάσταση), με συνέπεια την φτωχή συνεισφορά στο νέο album. O Ash και ο David J. βγήκαν μπροστά, αναλαμβάνοντας και προσφέροντας τα μέγιστα στην δημιουργία του δίσκου, κάνοντας ακόμη και τα lead φωνητικά σε αρκετά κομμάτια. Σίγουρα ο δίσκος είναι εξαιρετικός και σφύζει από ενέργεια και πάθος, φανερώνοντας πλέον καθαρά και τις ανησυχίες των άλλων μελών του συγκροτήματος. Το “Burning from the Inside” συντηρεί τα σκήπτρα και προσφέρει συγκλονιστικές στιγμές, με “ομιχλώδεις” μελωδίες και “σκληρές” κιθάρες.

Το “She’s in Parties” είναι το απόλυτο εμπορικό κομμάτι του δίσκου πέρα από κάθε αμφιβολία. Κατά αυτόν τον τρόπο ξεκινά και η παγκόσμια περιοδεία του album, σε Ευρώπη και Ασία.

Ωστόσο τίποτα δεν κυλούσε αρμονικά πλέον και τα πάντα κρέμονταν από μια κλωστή, με αποτέλεσμα η μπάντα να δώσει το τελικό αποχαιρετιστήριο show στις 5 Ιουλίου του 1983 στο Hammersmith Palais. Μετά από ένα μεγάλο encore, ο David J. αφήνει την σκηνή λέγοντας “Rest in Peace”, κλείνοντας με αυτόν τρόπο ένα κύκλο επιτυχιών και δόξας για τους “αρχιτέκτονες” της gothic σκηνής.

Το “Burning from the Inside” λαμβάνει έξοχες κριτικές και πηγαίνει εξαιρετικά στα charts, αλλά ουσιαστικά έχουν μπει τίτλοι τέλους, μετά και από το single “Sanity Assassin”. Πλέον τα μέλη έχουν ακολουθήσει χωριστούς δρόμους, με τον καθένα να ακολουθεί τις προσωπικές φιλοδοξίες του.

Ωστόσο στην ζωή ποτέ μη λες ποτέ, κατά αυτόν τον τρόπο και οι Bauhaus επανενώθηκαν το 1998 για μια ακόμη περιοδεία στο πλαίσιo του “Resurrection Tour” και κυκλοφόρησαν ένα νέο κομμάτι το “The Dog’s a Vapour”, το οποίο υπάρχει και στο film soundtrack του “Heavy Metal 2000”. Tον επόμενο χρόνο (Νοέμβρης 1999) ηχογραφούν κατά την διάρκεια της περιοδείας τους το live album “Gotham”, που αν μη τη άλλο βρίσκει τους Bauhaus σε εξαιρετική κατάσταση, έχοντας στις αποσκευές τους και μια απολαυστική διασκευή στο “Severance”, των Dead Can Dance.

Εν τέλει οι Bauhaus για μια ακόμη φορά επανενώθηκαν στο πλαίσιο του Coachella Festival της Καλιφόρνιας. Εκεί άνοιξαν το σετ στον Murphy, ακολουθώντας την περιοδεία του στην Λατινική Αμερική το φθινόπωρο του 2005 και συνέχισαν μέχρι το τέλος του Φεβρουάριου του 2006 στην Ευρώπη. Κατά την διάρκεια της περιοδείας πραγματοποίησαν και μια ακόμη διασκευή στο εξαιρετικό “Transmission” των Joy Division, βέβαια στο πίσω μέρος του μυαλού του συγκροτήματος πάντοτε υπήρχε η ελπίδα για την ηχογράφηση ενός νέου δίσκου. Το Μάιο του ιδίου έτους οι Bauhaus κάνουν ένα opening act για τους Nine Inch Nails (οι ίδιοι έχουν ονομάσει επανειλημμένως ως τεράστια επιρροή τους, τους Bauhaus), στο καλοκαιρινό σκέλος της Αμερικανικής περιοδείας τους.

Τελικά η ενδόμυχη επιθυμία για νέο δίσκο γίνεται πραγματικότητα και το 2008 έχουμε το “Go Away White (Cooking Vinyl)”, που είναι η πέμπτη τους και τελευταία δουλειά έως σήμερα, κατά την οποία δεν υπήρξε μάλιστα περιοδεία, για την προώθηση του album. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν και οι μόδες να έχουν αλλάξει, αλλά εδώ έχουμε ένα δίσκο εναλλακτικής gothic μουσικής φτιαγμένο από τους “Νονούς” του “σκοτεινού” ήχου, “βαρύ”, “καθαριστικό” και πομπώδες με κομμάτια “δυναμίτες”, σίγουρα μια πολύ καλή και μοντέρνα επιστροφή, αλλά μακριά από τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος.

Φήμες αναφέρουν ότι ουσιαστικά οι χαρακτήρες των Bauhaus (κατά συνέπεια και οι φθορές), ήταν τόσο έντονοι που δεν μπορούσαν να συνυπάρχουν μαζί, ήταν μια “χημική ένωση” που δεν είχε να προσφέρει κάτι νεωτεριστικό, έτσι συνέχισαν ξεχωριστά τους δρόμους τους.

Ωστόσο τον Σεπτέμβρη του 2019, μετα από13 χρόνια αδράνειας οι Bauhaus ανακοίνωσαν ξαφνικά ένα show στο Hollywood Palladium με την αυθεντική σύνθεση του σχήματος και αμέσως προστέθηκε και μια δεύτερη ημέρα συναυλίας, ενώ ανακοινώθηκε και μια ακόμη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Έτσι αιφνιδιαστικά εμφανίστηκαν και το ίδιο ξαφνικά διαλύθηκαν, ακολουθώντας για μια ακόμη φορά ο καθένας τον δρόμο του μέσα από τα διάφορα projects και τις solo τους καριέρες.

Βέβαια οι παραπάνω “υποψίες” για επανασύνδεση αναθερμάνθηκαν και βρήκαν έκφραση , κυρίως μετα την πανδημική περίοδο του covid 19 με ένα νέο single το οποίο είχε τίτλο “Drink the New Wine”, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο για το σχήμα το οποίο μάλιστα προγραμμάτισε και μια σειρά εμφανίσεων μέσα στο 2022 και στην οποία συμπεριλήφθηκε και η Ελλάδα, με τον ερχομό τους ως headliners στο Release Athens κατά την οποία το κοινό βίωσε ένα φιάσκο άνευ προηγουμένου το οποίο κατέληξε σε μια ακόμη διάλυση του σχήματος, για άγνωστο πόσο.

Συνοψίζοντας, ό,τι και να ειπωθεί για τους Bauhaus θα είναι λίγο. Σίγουρα αποτελούν έναν από τους “θεμέλιους λίθους” της “σκοτεινής” μουσικής, πάντα αυθεντικοί και καλλιτέχνες με όλη την έννοια της δημιουργίας και της πρωτοπορίας, κατόρθωσαν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στο χώρο και για αυτόν τον λόγο αποτελούν βασική επιρροή για ένα πλήθος καλλιτεχνών και φίλων, που έχουν γαλουχηθεί με τους δίσκους τους. Άλλωστε για τους οπαδούς του συγκροτήματος ο “Bela Lugosi…. is (not) … Dead” και δεν θα είναι ποτέ……
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο rockway.gr)

BAUHAUS
Daniel Ash: guitars, acoustic guitar, saxophone, backing vocals
Peter Murphy: lead vocals, acoustic guitar, keyboards, melodica, congas
Kevin Haskins: drums, keyboards, piano, backing vocals
David J.: bass, keyboards, percussion, backing vocals

Πηγές
Facebook: https://www.facebook.com/bauhausthebandofficial
Wikipedia: https://en.wikipedia.org/wiki/Bauhaus_(band)
Louder Than War website: https://louderthanwar.com/bauhaus-godfathers-of-goth-or-the-ultimate-post-punk-band-an-appreciation/

Avatar photo
About Γιώργος Μακρής 309 Articles
Ακροβατώντας ανάμεσα στην παράνοια και την τρελά της μουσικής, τριγυρίζει στα σοκάκια της μουσικής τέρψης, μονολογώντας «…η ζωή είναι μουσική, το θέμα είναι πόση μπορούμε να αντέξουμε...». Φιλοθεάμων και ερευνητής, καταριέται τις ταμπέλες αναζητώντας τα σκοτεινά λιμάνια της μουσικής συναισθηματικής έξαψης…..First, Last and Always….