Σειρά – Guillermo Del Toro’s CABINET OF CURIOSITIES (2022): Ο Del Toro στα καλά του

DRAMA - HORROR - MYSTERY

Δεν μπορώ να πω ότι έχω και τις καλύτερες σχέσεις με τις ταινίες του Guillermo Del Toro. Αν και αναμφίβολα αγαπάει το σινεμά του φανταστικού, γενικά, και του τρόμου, ειδικότερα, έχει την τάση να πολιτικολογεί, άλλοτε πιο διακριτικά με καλά αποτελέσματα (βλ. Devil’s Backbone και Pan’s Labyrinth) κι άλλοτε χοντροκομμένα με καταστροφικές συνέπειες (βλ. Shape of Water). Όταν, πάλι, κάνει τον χαβαλέ του, κάποιες φορές τα καταφέρνει μια χαρά (βλ. Pacific Rim), κάποιες άλλες τα κάνει σαλάτα (βλ. Crimson Peak), ενώ κάποιες άλλες δεν ξέρει κι αυτός τι θέλει να κάνει (βλ. Pinocchio). Έτσι, ήμουν αρκετά επιφυλακτικός όταν πήρε το μάτι μου στο Netflix το Guillermo Del Toro’s Cabinet of Curiosities, ευτυχώς, όμως, βγήκε αρκετά καλύτερο απ’ ό,τι περίμενα.

Με τα 8 αυτοτελή επεισόδιά της, η σειρά αποτίει φόρο τιμής στις κλασικές ανθολογίες pulp τρόμου, όπως το Creepshow και το Tales from the Crypt, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι και στο Friday the 13th – The Series (που, ίσως, οι μεγαλύτεροι είχαν πετύχει στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην ΕΡΤ με τον τίτλο «Καταραμένη Παρασκευή»), αφού κάθε ιστορία συνδέεται στενά ή χαλαρά με ένα «καταραμένο» αντικείμενο. Ο ίδιος δε ο Del Toro προλογίζει κάθε επεισόδιο εν είδει οικοδεσπότη, παρουσιάζοντας και το αντίστοιχο αντικείμενο, που φυλάσσεται στο ερμάριο του τίτλου. Κάνοντας μια γρήγορη σούμα, 3 από τα 8 επεισόδια είναι αναπάντεχα καλά, τραβώντας, μάλιστα, αρκετά το σκοινί από άποψη splatter και νοσηρότητας. Μάπα είναι, ευτυχώς, μόνο 1, ενώ τα υπόλοιπα 4 κυμαίνονται μεταξύ καλού και οριακά συμπαθητικού, αναλόγως των στραβοπατημάτων. Τα επίπεδα παραγωγής βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, πολύ καλή δουλειά (με λίγες μόνο εξαιρέσεις) έχει γίνει και στα – κατά κύριο λόγο πρακτικά – ειδικά εφέ, με τα τέρατα και κάθε λογής ανόσια πλάσματα να έχουν την τιμητική τους, ενώ έχει επιστρατευτεί κι ένα αρκετά αναγνωρίσιμο καστ παλιών και νέων ηθοποιών, το οποίο ομολογουμένως κάνει καλή δουλειά.

Πρόβλημα είναι ότι το χειρότερο επεισόδιο κι άλλα δύο με λιγότερες ή περισσότερες αδυναμίες στριμώχνονται στο τέλος, με αποτέλεσμα η σειρά να δίνει την εντύπωση ότι ξεμένει σταδιακά από καύσιμα. Ένα άλλο θεματάκι, το οποίο πιθανώς δεν θα ενοχλήσει τους περισσότερους, αλλά, προσωπικά, έχει αρχίσει να μου βαράει στα νεύρα, είναι ότι όλα τα επεισόδια διαδραματίζονται σε περασμένες δεκαετίες κι αν εξαιρέσεις τα τρία επεισόδια «εποχής» (π.χ. αυτά που βασίζονται σε διηγήματα του Lovecraft) δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος για την επιλογή αυτή, πέραν, υποθέτω, της περιρρέουσας ρετρολαγνείας, που τείνει πλέον να γίνει ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, χάνοντας, μοιραία, την όποια γοητεία ασκούσε. Παρά τις αδυναμίες του, πάντως, το Cabinet of Curiosities στέκεται σε αξιοπρεπέστατο επίπεδο, βγάζει μια άκρως καλοδεχούμενη παλιομοδίτικη αίσθηση τρόμου και, το κυριότερο, έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του αγνές, ψυχαγωγικές προθέσεις, που πιστεύω ότι θα εκτιμήσουν οι φίλοι του είδους.

1) Lot 36

Ένας λιγδιάρης γέρος πεθαίνει από καρδιά ενώ ετοιμάζει γεύμα αποτελούμενο από κρέας πλάσματος απροσδιόριστης ταυτότητας κι ενώ στην τηλεόραση ο George Bush ο πρεσβύτερος βγάζει διάγγελμα για τον πόλεμο του Κόλπου. Η αποθήκη με τα υπάρχοντα του αποθανόντος καταλήγει σε απατεωνίσκο μαυραγορίτη πνιγμένο στα χρέη (ο Tim Blake Nelson, γνωστή φάτσα από τις ταινίες των αδελφών Κοέν) μέσω στημένου πλειστηριασμού, που οργανώνει ο αποθηκάριος συνέταιρός του. Ο πρωταγωνιστής νομίζει ότι θα πιάσει την καλή όταν στα συμπράγκαλα ανακαλύπτει σπάνια βιβλία μαύρης μαγείας, αυτό που δεν γνωρίζει, όμως, είναι ότι ο εν λόγω γέρος στα νιάτα του ήταν αποκρυφιστής ναζί (αμάν πια με αυτή τη μανιέρα) κι ότι κρατάει φυλακισμένο δαίμονα σε μυστικό δωμάτιο πίσω από την αποθήκη. Ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον πρωταγωνιστή, πρώτον, αν κάποιος του είχε εξηγήσει ότι δεν πατάμε ποτέ τις πεντάλφες στο πάτωμα και, δεύτερον, αν προηγουμένως δεν είχε κακομεταχειριστεί ηλικιωμένη μετανάστρια (η Elpidia Carillo από το πρώτο Predator), η οποία καταλήγει να γίνει η νέμεσή του. Το επεισόδιο σκηνοθετεί ο Guillermo Navaro, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Del Toro ως εικονολήπτης στο Devil’s Backbone και το Pan’s Labyrinth, μεταξύ άλλων, και τα καταφέρνει αρκετά καλά, αν και δεν κρύβεται αυτή η έμφυτη ροπή των λατινοαμερικάνων σκηνοθετών προς τον πολιτικό σχολιασμό, που, σε τελική ανάλυση, υπάρχει απλά για να υπάρχει. Έτσι, ο πρωταγωνιστής είναι κλασική περίπτωση white trash με ρατσιστικές τάσεις, ευτυχώς, όμως, κρατιούνται οι ισορροπίες και ο τύπος καταφέρνει να κερδίσει ελαφρώς τη συμπάθεια χάρη στο μονίμως ζοχαδιασμένο αλλά και βασανισμένο ύφος του, την καλή ερμηνεία και τη γερή χημεία με το υπόλοιπο καστ. Τη δε έμμεση και παντελώς ξεκάρφωτη απόπειρα συσχέτισης του πατέρα Μπους με τους ναζί κάνω ότι δεν την είδα και μένω στον πολύ καλοφτιαγμένο δαίμονα με τα πλοκάμια να ξεπετάγονται μέσα από τη μούρη του και την πειστική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τρόμου στο φινάλε. Καλή αρχή λοιπόν, αν και ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήταν τα πλάσματα που έτρωγε ο γέρος στην αρχή, για ποιό λόγο χοροπηδούσε σαν κούνελος όταν έμπαινε κι έβγαινε από την αποθήκη όσο ζούσε και γιατί μας τα έδειξαν όλα αυτά, αν δεν είχαν σκοπό να μας εξηγήσουν τίποτα.

2) Graveyard Rats

Βρισκόμαστε στο Salem στις αρχές του 20ου αιώνα κι ένας γλοιώδης επιστάτης νεκροταφείου βγάζει διπλό μεροκάματο ανοίγοντας κρυφά τάφους και ξαφρίζοντας κοσμήματα και τιμαλφή από τα πτώματα – αν και οι καλοθρεμμένοι και ιδιαίτερα τολμηροί αρουραίοι έχουν γίνει ενοχλητικός πονοκέφαλος. Όταν πληροφορείται ότι πλούσιος άντρας θα ενταφιαστεί μαζί με το ανεκτίμητης αξίας ξίφος του, τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση και ανοίγει τον τάφο με την πρώτη ευκαιρία. Πριν προλάβει, όμως, να χαρεί, αρουραίοι τραβούν το πτώμα μαζί με το πολυπόθητο λάφυρο σε λαβύρινθο στοών κάτω από το νεκροταφείο, τις οποίες χρησιμοποιούσαν παλιά οι μάγισσες της περιοχής για σκοτεινές τελετές. Ο επιστάτης θα βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς τον καταδιώκει γιγάντιος, μεταλλαγμένος αρουραίος, αλλά κι ένα σαπισμένο πτώμα, που ζωντανεύει όταν του βουτάει το μενταγιόν. Κι όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η απληστία τιμωρείται και ο αντιπαθής πρωταγωνιστής μένει με το σπαθί στο χέρι. Ο Vincenzo Natali του πρώτου Cube και του Splice παραδίδει ένα από τα καλύτερα επεισόδια της σειράς, όπου ο γοτθικός τρόμος ανακατεύεται με μαύρο χιούμορ και γαρνίρεται με δύο ωραιότατα τέρατα – προσωπική μου προτίμηση το ζόμπι (κάργα παλιομοδίτικο και αργοκίνητο), το οποίο καταδιώκει ασταμάτητα τον επιστάτη κρώζοντας «δικό μου», σε μια έμπνευση που μου θύμισε τον νεκροζωντανό ωτοστοπατζή από την ιστορία Hitch-Hiker στο Creepshow 2. Ιδανικός αντιήρωας και ο επιστάτης (τον υποδύεται ο David Hewlett με ρόλους στο Cube και το Splice του Natali, αλλά και στο Shape of Water του Del Torro) ο οποίος είναι τσαμπουκάς εκεί που τον παίρνει, γλύφτης εκεί που έχει ανάγκη και αθεράπευτα φλύαρος. Κάπως έτσι, ο πήχης ανεβαίνει αισθητά και με το επόμενο επεισόδιο πηγαίνει ακόμα πιο ψηλά.

3) The Autopsy

Ο σερίφης μιας μικρής πόλης πονοκεφαλιάζεται από σειρά μυστηριωδών εξαφανίσεων, αλλά κι από ένα, επίσης, ανεξήγητο περιστατικό σε κοντινό ορυχείο, όπου εργάτης πυροδότησε εκρηκτικό μηχανισμό χωρίς προφανή λόγο σκοτώνοντας αρκετούς συναδέλφους του. Για βοήθεια σπεύδει ηλικιωμένος ιατροδικαστής, ο οποίος αναλαμβάνει να διενεργήσει νεκροψία στα πτώματα. Κι ενώ η όλη διαδικασία αναμένεται να τραβήξει όλη τη νύχτα και ο ιατροδικαστής παλεύει να εξηγήσει τα περίεργα ευρήματα, ένα από τα πτώματα ζωντανεύει και του επιτίθεται. Δεν πρόκειται, όμως, για ζόμπι, αλλά για εξωγήινο παρασιτικό οργανισμό και υπαίτιο του όλου κακού, ο οποίος τρέφεται από ανθρώπους – ξενιστές και μεταπηδά σε νέα σώματα (εν προκειμένω, του ιατροδικαστή) κάθε φορά που απομυζεί τα προηγούμενα. Στην πορεία προκύπτει ότι ο εξωγήινος, εκτός από αδίστακτος, είναι και υπερβολικά ξιπασμένος κι έτσι ακολουθεί παιχνίδι νεύρων κι ευφυίας με τον ιατροδικαστή, το οποίο κρύβει άγριες εκπλήξεις και ανατροπές. Το επεισόδιο αυτό θα το περιέγραφα ως μίξη Body Snatchers, Brain Damage και Autopsy of Jane Doe και για τους μακάριους θεατές του Netflix, που αναμένουν να δουν μη προκλητικό κι εύπεπτο υλικό (βάζω και τον εαυτό μου μέσα) ισοδυναμεί με γονατιά στα αχαμνά: Υπάρχουν παρατεταμένες και άκρως παραστατικές σκηνές νεκροτομής με φουλ πρακτικά εφέ, όπου βλέπουμε βήμα – βήμα τη διάνοιξη τομών, τη θραύση των οστών του θώρακα και την αφαίρεση των σπλάχνων, σε σημείο που μου ήρθαν στο μυαλό οι «ομορφιές» του Aftermath από το 1994, αλλά και άκρως ανατριχιαστικές σκηνές σπλάτερ στο τέλος, τις οποίες θα αρκεστώ να τις περιγράψω ως μεταμόσχευση οργάνων χωρίς νάρκωση. Έξυπνο το νοητικό μπρα-ντε-φερ του ιατροδικαστή με τον εξωγήινο, ωραία κατάληξη και δυνατή ερμηνεία από τον F. Murray Abraham (παλιά καραβάνα, που, προσωπικά, θυμάμαι από το Amadeus και το Name of the Rose) κι έτσι το Autopsy βγαίνει λίρα 100.

4) The Outside

Μια αλλόκοτη υπάλληλος τράπεζας με σύνδρομο κατωτερότητας και χόμπι την ταρίχευση ζώων θαυμάζει τις πλούσιες, φτιασιδωμένες milf συναδέλφους της, που περνάνε όλη τη μέρα ξεκατινιάζοντας φίλες και γνωστές, θάβοντας τους συζύγους τους και κομπάζοντας για τις σεξουαλικές επιδόσεις των ιδίων και των εραστών τους. Το μυστικό της «επιτυχίας» κρύβεται σε θαυματουργή πλην μυστηριώδη κρέμα δέρματος, την οποία η ηρωίδα αρχίζει να χρησιμοποιεί αγνοώντας τους άσχημους ερεθισμούς και τα εγκαύματα που προκαλεί, παρασυρμένη καθώς είναι από την προοπτική της κοινωνικής αναγνώρισης, τις ανασφάλειές της, αλλά κι από ένα μορφονιό τηλεδιαφημιστή με πλατινέ μαλλί (φέρνει λίγο σε Κρόνενμπεργκ στα νιάτα του), που της μιλάει μέσα από την τηλεόραση. Παρά τις προσπάθειες του αγαθιάρη αλλά καλοπροαίρετου συζύγου, η μεταμόρφωση του ασχημόπαπου σε κύκνο θα ολοκληρωθεί με τη βοήθεια ενός πλάσματος φτιαγμένου από κρέμα, ενώ χρήσιμο θα αποδειχθεί και το ταλέντο της ηρωίδας στην ταρίχευση. Αν, όμως, θεωρείται ευτυχία το ότι καταλήγει να γίνει ίδια κι απαράλλαχτη με τις καρακάξες συναδέλφους της, είναι ένα θέμα που σηκώνει συζήτηση. Body horror μετά κοινωνικού σχολιασμού, λοιπόν, και το αποτέλεσμα είναι συμπαθητικό. Ως προς το body horror θα ήθελα λίγο περισσότερα πράγματα, καθώς οι παρενέργειες της κρέμας σαφώς θα μπορούσαν να είναι πιο αηδιαστικές, ενώ και το πλάσμα δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Τουλάχιστον υπάρχουν κάποιες βίαιες και νοσηρές σκηνές στο φινάλε, που αποζημιώνουν ως ένα βαθμό. Ως προς τον κοινωνικό σχολιασμό, αν και το μήνυμα είναι προφανές (καταναλωτισμός, ψύχωση με την εξωτερική εμφάνιση, επιρροή τηλεόρασης κλπ), είναι καλά δοσμένο, με προτίμηση στον υπόγειο σαρκασμό αντί του κηρύγματος και είναι ιδιαίτερα παρήγορο να βλέπουμε, έτσι για αλλαγή, ότι υπάρχουν και γυναίκες με ελεεινή συμπεριφορά και ελεεινότερη ψυχή. Για την ιστορία, πάντως, το Κορεάτικο anime Beauty Water καταπιάνεται με σχεδόν πανομοιότυπο θέμα κι έχει πολύ πιο ακραίο και χορταστικό body horror, με αυτό, λοιπόν, στο μυαλό μου, έχω την εντύπωση ότι το Outside κλωτσάει λίγο την ευκαιρία. Επίσης, ας μας λυπηθεί πια κάποιος με τις μίζερες, lo-fi διασκευές παλιών επιτυχιών – πρώτα το Ι Wanna Βe Sedated στο A Cure for Wellness, μετά το Take on Me στο Last of Us 2, πιο μετά το Downtown στο Last Night Ιn Soho κι εδώ το You Sexy Thing των Hot Chocolate. Όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, παιδιά, τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι διασκέδαζαν, οπότε μην προσπαθείτε να τους φορτώσετε την κατάθλιψή σας.

5) Pickman’s Model

Με το επεισόδιο αυτό η σειρά πιάνει ταβάνι και, για να μην τα πολυλογώ, το Pickman’s Model είναι μία από τις καλύτερες μεταφορές Lovecraft στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Όχι μόνο μεταχειρίζεται το πρωτότυπο με τον δέοντα σεβασμό παραμένοντας στην ουσία του πιστό στο πνεύμα του συγγραφέα (και μόνο αυτό είναι αξιέπαινο σε μια εποχή που διάφοροι φωστήρες ρατσιστή τον ανεβάζουν και ξενοφοβικό τον κατεβάζουν, χωρίς να παραλείπουν, όμως, να εκμεταλλεύονται το όνομα και το έργο του για προσωπική προβολή κι εύκολα λεφτουδάκια), αλλά πατάει αισθητά το γκάζι σε τρόμο και καφρίλα. Κι αν το αποτέλεσμα είναι σαφώς λιγότερο υπαινικτικό από το διήγημα, αυτό είναι για καλό, αφού αποζημιωνόμαστε με βαρβάτη ατμόσφαιρα τρόμου, εξαιρετική αναπαράσταση της «χρυσής», μεσοπολεμικής περιόδου του Lovecraft, δυνατά τερατοεφέ κι ένα φινάλε τόσο νοσηρό, που μάλλον κάποιος θα κοιμήθηκε στο τμήμα λογοκρισίας του Netflix, αλλιώς δεν δικαιολογείται πώς το συγκεκριμένο βρίσκεται δίπλα – δίπλα στις συνήθεις, άκακες horror παραγωγές της πλατφόρμας. Ο Crispin Glover είναι ιδανικά ανατριχιαστικός ως Pickman, ταλαντούχος ζωγράφος, που διατείνεται ότι τα ιδιοφυή αλλά φρικιαστικά έργα του (που αναπαράγουν αρκετά πιστά τις περιγραφές του Lovecraft στο διήγημα) ανήκουν στη σχολή του ρεαλισμού, το γεγονός δε ότι όσα ανόσια απεικονίζονται στους πίνακες έχουν την ικανότητα να τρυπώνουν στο μυαλό όσων τους αντικρύζουν και να τους μετατρέπουν σε σκεύη του εξώτερου κακού βγάζει μια αίσθηση αποκαλυπτικού τρόμου όμοια με το In the Mouth of Madness και ανυψώνει τον Pickman σε κακό επιπέδου Shutter Cane. Εύγε, λοιπόν, στο σκηνοθέτη Keith Thomas (μου κάνει εντύπωση που δεν έχει τίποτα σπουδαίο στο βιογραφικό του) και στο επιτελείο του και το μόνο πρόβλημα με το Pickman’s Model είναι ότι ανεβάζει πολύ ψηλά τις προσδοκίες, στις οποίες κανένα από τα επόμενα επεισόδια δεν μπορεί να ανταποκριθεί.

6) Dreams in the Witch House

Φτιαγμένος καθώς ήμουν από το Pickman’s Model, βάζω το επόμενο επεισόδιο και βλέπω Dreams in the Witch House – δεύτερος Lovecraft στα καπάκια, λέω, ωραία θα περάσουμε. «Based on the short story by H.P. Lovecraft» γράφει στους τίτλους και σε μια κρίση γνήσιου αλλά αφελούς ενθουσιασμού σκέφτομαι πόση παρηγοριά θα ένιωθε ο δόλιος ο Lovecraft στα στερνά του, αν κάποιος του έλεγε ότι ακόμη και τα λιγότερο γνωστά έργα του θα γίνονταν ταινίες ογδόντα πέντε χρόνια αργότερα. Δεν πρόλαβε να περάσει ένα τέταρτο κι ένιωθα ανακουφισμένος που ο Lovecraft δεν θα μπορούσε ποτέ να μάθει την ύπαρξη του συγκεκριμένου επεισοδίου. Αν υπάρχει μια λέξη που περιγράφει ακριβέστατα το Dreams in the Witch House, αυτή είναι «φιάσκο»: Επιχειρώντας να διηγηθεί την ιστορία ενός εμμονοληπτικού νεαρού (ο Ron από το Harry Potter), που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να επικοινωνήσει με τη νεκρή, μικρή του αδελφή, την οποία μια σκοτεινή δύναμη τράβηξε σε άλλη διάσταση τη στιγμή του θανάτου της, κρατάει κάποιες χαλαρές αναφορές στο διήγημα κι ανακατεύει φαντάσματα, μάγισσες, έναν αρουραίο με ανθρώπινη μούρη και cockney προφορά, λατινοαμερικάνους brujos, παραισθησιογόνα, εξορκισμούς και Alien (την ταινία – δεν κάνω πλάκα), σε έναν απίστευτο αχταρμά, που δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι ταινία τρόμου, δράμα ή κωμωδία κι αν απευθύνεται σε ενήλικες, εφήβους ή παιδιά. Ακόμη και τα εφέ της μάγισσας είναι μέτρια με πολλή cgi επεξεργασία και μάλλον δεν είναι τυχαίο που το χειρότερο επεισόδιο της σειράς είναι και το μόνο φορτωμένο με πολιτικώς ορθούς αναχρονισμούς, με πιο επώδυνη τη σκηνή της μαύρης καλόγριας – εξορκίστριας, που κραυγάζει «get the fuck out of my church» εν έτει 1920-κάτι. Αλλά θα μου πεις, τι να περιμένει κανείς όταν η πιο horror ταινία της συγκεκριμένης σκηνοθέτιδος είναι το Twilight; Στον Καιάδα, λοιπόν, και πάμε γρήγορα στο επόμενο.

7) The Viewing

Ένας ηλικιωμένος μεγιστάνας με ύποπτο παρελθόν και μεγάλα κοχόνες (απολαυστικός στο ρόλο ο Peter Weller του Robocop) προσκαλεί στην απομονωμένη έπαυλή του ομάδα ετερόκλητων χαρακτήρων, διάσημων ο καθένας στον τομέα του (ένα συγγραφέα, ένα μουσικοσυνθέτη, μία επιστήμονα κι ένα μέντιουμ), για να τον συνδράμουν σε σχέδιο, το οποίο, όμως, κρατάει κρυφό. Ακολουθεί παρατεταμένη, Ταραντινικού τύπου συζήτηση με κατανάλωση εκλεκτού ουΐσκι και ακόμη πιο εκλεκτών ναρκωτικών υπό τη συνοδεία πρώιμου italo και, αφού όλοι φτιαχτούν, έρχεται η ώρα των αποκαλύψεων, οπότε μαθαίνουμε ότι το επτασφράγιστο μυστικό είναι ένας παράξενος, σκαλιστός μετεωρίτης. Χάρη στη συλλογική προσπάθεια και μαστούρα, ο μετεωρίτης αντιδρά απελευθερώνοντας τερατόμορφο εξωγήινο, ο οποίος χωρίς πολλά – πολλά αρχίζει το μακελειό, έχοντας απώτερη βλέψη την κατάκτηση της ανθρωπότητας. Ομολογώ ότι έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στον Πάνο Κοσμάτο και τις εμμονές του, ειδικά μετά το Mandy, οπότε περίμενα κάτι σπέσιαλ. Ως παραγωγή, το The Viewing βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και ο Κοσμάτος αποδεικνύεται περφεξιονιστής στην ουσία και όχι για φιγούρα, αναπαριστώντας άριστα τη μίνιμαλ αισθητική των 70s, μαζί και αναγνωρίσιμα σκηνοθετικά τερτίπια της εποχής (π.χ. τις έντονες λάμψεις και αντανακλάσεις των γυάλινων αντικειμένων). Ωραίο το εξωγήινο τέρας στο τέλος, ωραίες και οι σκηνές gore, αν και σύντομες. Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ το επεισόδιο αφιερώνει πολλή ώρα στο χτίσιμο της πλοκής προϊδεάζοντας για κάτι πολύ φευγάτο και ιδιαίτερο, η κατάληξη είναι αρκετά συμβατική και σε σχέση με το τι προηγήθηκε και για τα δεδομένα του Κοσμάτου. Πέραν αυτού, η διάρκεια της μίας ώρας είναι υπερβολική και θα μπορούσαν άνετα να χωρέσουν όλα στο μισό χρόνο. Κάτι, κάπου δεν κουμπώνει, λοιπόν, κι έτσι, το The Viewing καταλήγει να είναι το πιο άνισο επεισόδιο από εκεί που το περίμενα να είναι μέσα στα καλύτερα.

8) The Murmuring

Ένα ζευγάρι ορνιθολόγων μεταβαίνει σε απομονωμένη κατοικία σε λίμνη, με σκοπό να μελετήσει τη συμπεριφορά των πουλιών και τα παράξενα, απόκοσμα μοτίβα, που σχηματίζουν τα σμήνη τους στον ουρανό. Από την αρχή είναι εμφανής η ανομολόγητη θλίψη που τους βαραίνει, όπως και η προσπάθεια που και οι δύο κάνουν για να την κρύψουν κάτω από τη ρουτίνα της επιστημοσύνης. Η εύθραυστη ισορροπία θα διαταραχθεί όταν η γυναίκα αρχίσει να διαισθάνεται κι εν συνεχεία να βλέπει τα φαντάσματα που στοιχειώνουν το σπίτι και τα οποία έχουν κοινά με το φάντασμα, που στοιχειώνει (μεταφορικά) το αντρόγυνο. Τα νεύρα σταδιακά θα σπάσουν, η αναπόφευκτη σύγκρουση θα έρθει και τα μεταφυσικά φαινόμενα θα γίνουν η αφορμή να πέσουν οι μάσκες και να κλείσουν οι ανοιχτοί λογαριασμοί του ζευγαριού με το παρελθόν. Η Jennifer Kent, σκηνοθέτις του Babadook, καταπιάνεται κι εδώ με την απώλεια, το θρήνο, την επούλωση και τη λύτρωση με όχημα μια καλογυρισμένη αλλά ρουτινιάρικη ιστορία φαντασμάτων, όπου – σε αντίθεση με το Babadook – τον πρώτο λόγο έχει το δράμα και όχι ο τρόμος. Σε ό,τι έχει να κάνει με το δράμα η αποστολή εξετελέσθη, αφού η ιστορία είναι πράγματι συγκινητική, ενώ ο Andrew Lincoln (ο Ρικ του Walking Dead) και η Essie Davies (πρωταγωνίστρια του Babadook) έχουν καλή χημεία και καταφέρνουν άλλοτε να μεταδώσουν βουβά κι άλλοτε να εκτονώσουν με τον δέοντα σπαραγμό το βαρύ συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούν οι χαρακτήρες τους (αν και ο Lincoln είναι λίγο κλαψιάρης για τα γούστα μου). Φαλτσάρουν κάποιες σκόρπιες, επιτηδευμένες ατάκες, που ντε και καλά απηχούν το μετα-metoo κλίμα της εποχής (της δικής μας, όχι των 50s – 60s, όπου διαδραματίζεται η πλοκή) ευτυχώς, όμως, το πράγμα δεν ξεφεύγει και υπάρχει δίκαιη μεταχείριση των χαρακτήρων, χωρίς να «πριμοδοτείται» ο ένας εις βάρος του άλλου. Ως προς τον τρόμο, τώρα, η συγκομιδή είναι μάλλον φτωχή, αφού ναι μεν τα φυσικά τοπία στη λίμνη και τα σμήνη των πουλιών – ψυχοπομπών δημιουργούν υποβλητική ατμόσφαιρα, πλην όμως τα jumpscares έχουν την τιμητική τους, οι σκηνές κλιμάκωσης αναπαράγουν πολυφορεμένες κι ελάχιστα έως καθόλου τρομακτικές ghost horror μανιέρες, ενώ και τα ειδικά εφέ είναι μέτρια. Κι επειδή καθίσαμε να δούμε horror κι όχι δράμα, το Murmuring είναι σα να παραγγέλνεις πιτόγυρα και να σου φέρνουν καλομαγειρεμένο πρασόρυζο – νόστιμο μεν, αλλά όχι αυτό που παρήγγειλες ούτε κάτι που θα έτρωγες χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι έτσι, η σειρά κλείνει αξιοπρεπώς, έχοντας χάσει, όμως, τον βηματισμό και τη δυναμική της.

Trailer: https://www.imdb.com/video/vi3410739737/?playlistId=tt8415836&ref_=tt_ov_vi

Κείμενο: Στέφανος Δημόπουλος

Avatar photo
About Soundcheck Partner 326 Articles
Souncheck.network