
Για τους προληπτικούς η προοπτική της κυκλοφορίας του 13ου άλμπουμ των Black Sabbath ενισχύθηκε αισθητά από τα γεγονότα της τρέχουσας πραγματικότητας. Στη διάρκεια της χαοτικής περιοδείας για την προώθηση του “Seventh Star”, ο Glenn Hughes απολύθηκε, για να αντικατασταθεί από τον άγνωστο Ray Gillen. Η συνολική συγκομιδή της σε πωλήσεις εισιτηρίων και ανταπόκριση ήταν ιδιαίτερα μέτρια, αλλά ο Iommi όφειλε να συνεχίσει με όσους στρατιώτες είχε στο πλευρό του.
Η ιστορία του διαδόχου του αρχικά προορισμένου σαν σόλο δίσκο του Iommi “Seventh Star”, κατέληξε να τα έχει σχεδόν όλα εις διπλούν: δύο παραγωγούς, δύο ντράμερ, δύο μπασίστες και δύο τραγουδιστές. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από το ξεκίνημα. Αν υπήρξε έστω ένας ελαφρύς δισταγμός στον Iommi για την ονομασία με την οποία θα κυκλοφορούσε η νέα δουλειά, όλα παραμερίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από την επιμονή του μάνατζερ Patrick Meehan: θα είχε αδιαπραγμάτευτα το όνομα Black Sabbath.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1986, άρχισαν να ηχογραφούν demos στο Birmingham της Αγγλίας. Στην πραγματικότητα ήταν το Henley στην περιοχή Arden στα περίχωρα της πόλης, κάτι που ήταν μάλλον απροσδόκητο για όλους, καθώς ο Iommi είχε πρόσφατα χωρίσει τους δρόμους του με τον επί χρόνια μάνατζερ των Sabs, Don Arden, εκείνη την εποχή.

Έκαναν πολλές πρόβες σε κάποιο στούντιο στον αχυρώνα μιας σοφίτας αργότερα στη διάρκεια της ημέρας, καθώς υπήρχαν καταστήματα ανοιχτά που δούλευαν τα απογεύματα. Χρησιμοποίησαν συχνά πετσέτες ή μπλουζάκια στα ντραμς για να μειώσουν τον ήχο. Η διαδικασία αποδείχθηκε πολύ παραγωγική και αρκετές τελικές ιδέες γεννήθηκαν εκεί.
Στη συνέχεια, ο νέος μάνατζερ Patrick Meehan και κανόνισε να ταξιδέψουν στο Montseratt στις Δυτικές Ινδίες για να ηχογραφήσουν στα Air Studios που ανήκε στον George Martin, διάσημο από τη συνεργασία του με τους The Beatles. Οι Sting, The Police, Duran Duran και Eric Clapton είχαν ηχογραφήσει όλοι εκεί, και ήταν πραγματικά ένα όμορφο μέρος με υπέροχο στούντιο και μοναδική ατμόσφαιρα. Κατέληξαν να γράφουν εκεί για 6 εβδομάδες.

Από τη σύνθεση της πρόσφατης περιοδείας, ο μπασίστας Dave Spitz δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στην εξέλιξη της διαδικασίας καθώς είτε δεν εμφανιζόταν, είτε ήταν πάντα στο τηλέφωνο με την κοπέλα του, χωρίς να είναι συνεργάσιμος. Τελικά του ζητήθηκε από τον παραγωγό Jeff Glixman να “ξεκουραστεί” ή να πάρει κάποιο ελεύθερο χρόνο, χωρίς όμως να απομακρυνθεί επίσημα από το συγκρότημα. Ο σπουδαίος Bob Daisley δούλευε με τον Gary Moore και ζούσε στην Αγγλία εκείνη την εποχή, γύρω στον Οκτώβριο του 1986, όταν του τηλεφώνησε ο Glixman, και τον ρώτησε αν θα ήθελε να παίξει στο νέο άλμπουμ των Sabbath, καθώς ο Dave Spitz, δεν ήταν διαθέσιμος. Μερικές μέρες αργότερα βρέθηκε στο Mintserrat, μαζί με το υπόλοιπο σχήμα. Η σύνθεση, εκτός του Tony Iommi, περιλάμβανε τον Eric Singer στα ντραμς, τον Ray Gillen στα φωνητικά και τον Geoff Nicholls στα πλήκτρα. Του ζητήθηκε να γίνει μόνιμο μέλος της μπάντας μετά την ηχογράφηση, αλλά ήταν ευχαριστημένος με την κατάσταση του Gary Moore και αρνήθηκε την προσφορά. Πέρασε σπουδαία δουλεύοντας με αυτό το line-up και είχε εξαιρετικές σχέσεις με όλους. Έγραψε μάλιστα πολλούς από τους στίχους για αυτό το άλμπουμ, αλλά κάποιες γραμμές άλλαξαν όταν προστέθηκαν τα τελευταία φωνητικά του Tony Martin. Ο Spitz πιστώθηκε τελικά τη συμμετοχή στο άλμπουμ, χωρίς να έχει παίξει νότα στις ηχογραφήσεις.
Παρά την απουσία των περισπασμών και την όμορφη απομόνωση στο νησάκι της Καραϊβικής, δεν κατάφεραν ποτέ να τελειώσουν εκεί το άλμπουμ. Επέστρεψαν στην Αγγλία και για άλλη μια φορά η κατάρα των Sabbath ξαναχτύπησε μετά από λίγο καιρό όταν ο Glixman τους εγκατέλειψε μετά από έναν έντονο τσακωμό και μαζί του χάθηκαν και πολλά ηχητικά εφέ που είχαν ηχογραφηθεί. Με τον Ray Gillen να είναι πολύ άπειρος στο στούντιο, ένας νέος παραγωγός, ο Vic Coppersmith μισθώθηκε για να τον βοηθήσει να τον κατευθύνει. Όμως η κακοδαιμονία τους συνεχίστηκε, και τη στιγμή που ο Ray είχε ουσιαστικά ολοκληρώσει την ηχογράφηση όλων των φωνητικών του, αποφάσισε να φύγει χωρίς να το πει σε κανέναν.

Στο μεταξύ το κόστος ηχογράφησης στο στούντιο Air στο Λονδίνο ήταν πολύ υψηλό. Κατέληξαν σε νέα συμφωνία με τον παραγωγό Chris Tsangarides και μετακόμισαν στο στούντιο του Battery, όπου στις ψηφιακές κασέτες ή τα κομμάτια χρειάζονταν να ηχογραφηθούν ξανά τα φωνητικά και μερικά οριστικά overdubs. Πέρασαν κάποιοι τραγουδιστές από ακρόαση, μεταξύ των οποίων και ο Jon Oliva των Savatage, και τελικά προσλήφθηκε ο Tony Martin, ο οποίος ηχογράφησε ολόκληρο το άλμπουμ σε μια εβδομάδα. Δούλεψε πολύ σκληρά και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να διατηρήσει τις αρχικές ιδέες. Αυτό του ζητήθηκε να γίνει κυρίως για την ανάγκη να τελειώσει το άλμπουμ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα καθώς η δισκογραφική εταιρεία πίεζε αφόρητα για κυκλοφορία εκείνη τη στιγμή. Στη συνέχεια, ο Tsangarides μετέφερε όλα τα νέα κομμάτια πίσω στην ψηφιακή κασέτα για τις τελικές μίξεις, γεγονός που εξοικονόμησε πολλά χρήματα και το άλμπουμ. Ο Eric Singer ηχογράφησε όλα τα τύμπανα του δίσκου, και η αναφορά του ονόματος του ντράμερ Bev Bevan (γνώριμος ήδη από τη θητεία του στη μπάντα την περίοδο 1983-84) είχε μια μικρή συμβολή στα κρουστά του instrumental “Scarlet Pimpernel”. Ο Singer αποχώρησε τον Ιανουάριο του 1987 για να παίξει για λίγο με την μπάντα του Gary Moore, και αργότερα να συνυπάρξει πάλι με τον Ray Gillen στους Bandlands. Η ερμηνεία του Daisley για την αναφορά του Spitz στα credits του “The Eternal Idol” ανέφερε πως είχε να κάνει με το γεγονός πως αυτός έμεινε για να υποστηρίξει και την αντίστοιχη περιοδεία και οι ίδιοι ήθελαν να παρουσιάζεται μια τέτοια συνέχεια στη σύνθεσή τους.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου 1987, και προσωπικά το θεωρώ την κορυφαία στιγμή ολόκληρης της Martin-era. Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει δύο μοντέλα βαμμένα με μπρούτζινο χρώμα, που ουσιαστικά αναπαράγουν το γλυπτό του Auguste Rodin του 1889, με τον ίδιο τίτλο “The Eternal Idol”. Λόγω της τοξικότητας του χρώματος, τα μοντέλα νοσηλεύτηκαν μετά το γύρισμα. Μια φωτογραφία του αυθεντικού γλυπτού προοριζόταν αρχικά για το εξώφυλλο, αλλά τελικά δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την άδεια.
Το εναρκτήριο επιβλητικό τραγούδι “The Shining” είναι από τα πιο δημοφιλή εκείνης της περιόδου και παιζόταν συνεχώς ζωντανά στην περίοδο με τον Martin στο μικρόφωνο. Η αρχική του μορφή εμφανίστηκε κάπου στο 1984, μετά τη φυγή του Gillan, με τη φωνή του περαστικού Dave Donato και τον τίτλο “No Way Out”. Το εμφατικό single του δίσκου συνοδεύτηκε και με ένα αντίστοιχο μουσικό βίντεο, το οποίο εμπεριέχει μια μάλλον αστεία ιστορία. Το συγκρότημα δεν είχε ακόμα μπασίστα την ημέρα του γυρίσματος. Σε πανικό, κατέληξαν να τραβήξουν έναν εντελώς άγνωστο από το δρόμο για να πάρει μέρος στα γυρίσματα του βίντεο. Στην πραγματικότητα ήταν κιθαρίστας, και όταν τελείωσε το γύρισμα, ρώτησε αν μπορούσε να κάνει ακρόαση για τη θέση του μπασίστα, αλλά απορρίφθηκε. Έτσι, ξαναβγήκε στο δρόμο, με κλωτσιές από την πίσω πόρτα παρά την επιμονή του ότι ήταν ένας μετενσαρκωμένος Ινδιάνος και ότι ο πνευματικός του οδηγός ήταν κάποιος διάσημος αρχηγός.
Κάποια σπουδαία τραγούδια συνεχίζουν να κρατούν την αξία του δίσκου ψηλά και σήμερα, όπως το αρχοντικό και έντονα πνευματικό “Ancient Warrior”, στο οποίο ο Daisley προσδίδει μια αίσθηση μεγάλου πνευματικού ηγέτη και όχι θρησκευτικούς υπαινιγμούς. Το “Glory Ride” με τις ηρωικές και δραματικές του αποχρώσεις αναφέρεται στους Βρετανούς πιλότους του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Το “Nightmare” γράφτηκε αρχικά για την ταινία ου 1987 “A Nightmare on Elm Street 3: Dream Warriors”, και είναι το μοναδικό τραγούδι που περιέχει έστω κάτι από τις αρχικές ηχογραφήσεις του Gillen, το γέλιο του περίπου στο 2:48.
Τέλος, το ομότιτλο τραγούδι αποτελεί ένα άφθαρτο συνθετικό επίτευγμα, ένα σκοτεινό, σπηλαιώδες έργο, αναμφισβήτητα από τα κορυφαία τραγούδια τους στην ύστερη ιστορία, και το μόνο τραγούδι στο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε με όλο το συγκρότημα στο στούντιο ταυτόχρονα.
Η περιοδεία ήταν μία από τις συντομότερες του Sabbath, με συνολικά 20 ημερομηνίες. Στις 20 Ιουλίου 1987, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, για να επιστρέψουν πολλά χρόνια αργότερα με την αυθεντική τους σύνθεση κατά την περιοδεία “Ozzfest 2005”. Λίγο μετά την εμφάνιση στην Αθήνα, την 1η Αυγούστου, παίρνουν μέρος στο περιβόητο πια show τους στο Sun City της Bophuthatswana στη Νότια Αφρική. Το Artists Against Apartheid (AAA) με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο είχε από χρόνια αρχίσει να επικεντρώνεται στον ρόλο που έπαιξαν όσοι εργάζονται στη βιομηχανία του θεάματος στην υποστήριξη του απαρτχάιντ. Στο πλαίσιο αυτό, πίεσε για την πλήρη πολιτιστική απομόνωση της Νότιας Αφρικής, και της Sun City της “ανεξάρτητης” πατρίδας του απαρτχάιντ της Bophuthatswana. Κατά συνέπεια, λιγότεροι μουσικοί έπαιξαν στο Sun City στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, και πολλοί από αυτούς που το είχαν κάνει στο παρελθόν υποσχέθηκαν να μην το ξανακάνουν για να αφαιρεθούν τα ονόματά τους από τη μαύρη λίστα του ΟΗΕ (π.χ. Elton John, Rod Stewart, Dolly Parton και Queen). Εκείνοι που εμφανίστηκαν στη Sun City δέχθηκαν έντονη κριτική, ειδικά στον Τύπο, κάτι που συνέβη έντονα και με τους Black Sabbath, ενώ υπήρξαν και ακυρώσεις σε επικείμενες εμφανίσεις τους.
Ο Iommi είχε απαντήσει στις έντονες επικρίσεις που δέχτηκαν τότε, με τον ισχυρισμό πως εξαπατήθηκαν από τους δικηγόρους του μάνατζερ Patrick Meehan, οι οποίοι τους έπεισαν πως η η Sun City δεν βρισκόταν στην πραγματικότητα στη Νότια Αφρική…
