W.A.S.P.: “W.A.S.P.”

GEM

Οι W.A.S.P. είναι μία από τις πιο εμβληματικές heavy metal μπάντες της Αμερικής, που κατόρθωσαν να προσθέσουν και οι ίδιοι το δικό τους “λιθαράκι”, διαμορφώνοντας τον Αμερικάνικο ήχο. Μία μπάντα και ένας frontman, που τα έβαλαν με το υπάρχον “κατεστημένο”, “προκάλεσαν” και “πολέμησαν” πολλά από τα ταμπού της εποχής, κατάφεραν να δημιουργήσουν “θόρυβο” γύρω από το όνομά τους και στο τέλος να “νικήσουν” και να κατακτήσουν την “κορυφή”. Χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, επιτυχίες στουντιακές και live, φοβερές και άκρως “προκλητικές” ζωντανές εμφανίσεις, οι W.A.S.P. κατόρθωσαν για πάνω από 40 χρόνια τώρα, να “ακούγονται” στο παγκόσμιο metal “στερέωμα”. Με τους “μάστορες” του shock/glam/heavy metal να επισκέπτονται την χώρα μας στις 14 Ιουλίου, στα πλαίσια των 30 χρόνων του Rockwave Festival, ας θυμηθούμε πώς ξεκίνησαν όλα, με το πιο εμβληματικό album τους, το ομώνυμο “W.A.S.P.”.

Αρχές των ‘80s. Οι εξελίξεις στην rock και metal μουσική είναι αλματώδης, με την σκηνή του heavy metal να “βιώνει” μία τρομερή “άνθιση”, με πάρα πολλές μπάντες να “ξεπετάγονται” και να δημιουργούν κάποιες από τις πιο σπουδαίες μουσικές “στιγμές”. Φτάνουμε στο 1982, όταν οι Circus Circus διαλύονται και δύο πιτσιρικάδες ονόματι Blackie Lawless και Randy Piper, ετοιμάζονται να σχηματίσουν την δική τους μπάντα. Ο Steven Duren, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Blackie Lawless, έψαχνε κάτι πιο “πιασάρικο”, πιο “προκλητικό”, καταλήγοντας στο Blackie Lawless, από το χρώμα των μαλλιών του (μαύρα- black) και από τον φημισμένο τότε παίκτη του Αμερικάνικου ποδοσφαίρου Burton Lawless. Με την προσθήκη των Rik Fox και Tony Richards, οι προς το παρόν Sister, όπως ήταν το αρχικό όνομα των W.A.S P., είχαν ολοκληρωθεί.


Και κάπου εδώ, ένα πραγματικό “πανηγύρι” για το πώς ονομάστηκαν W.A.S P. ξεκινά, με τον Blackie Lawless να κρατά ως σήμερα “σιγήν ιχθύος” ως προς το πώς πήραν τελικά το όνομά τους. Μια πρώτη εκδοχή, μας “λέει” ότι τα ακρωνύμια του W.A.S.P., εξηγούνται ως “White Anglo-Saxons Protestants”, με την τετράδα αυτή των λέξεων, να ακούγεται στο “Show No Mercy”. Μια δεύτερη, πιστεύει ότι εξηγείται από την φράση “We Are Sexual Perverts”, που εντοπίζεται στις ετικέτες του βινυλίου, ενώ μια τρίτη, βάζει στο “κόλπο” και το “Winged Assassins”, που εμφανίζεται στην ράχη του βινυλίου. Μια πιο πειστική εξήγηση, φαντάζει η πραγματική “ιστορία” που αφηγήθηκε ο Rik Fox, περιγράφοντας ένα περιστατικό που συνέβη έξω από το σπίτι του Blackie Lawless, όταν μια σφήκα τον τσίμπησε (τον Rik Fox), με τον Fox να μεταφέρει το γεγονός στον Lawless και τον Blackie τελικά να το υιοθετεί, βάζοντας της τελείες ανάμεσα στα γράμματα, για να ιντριγκάρει τους οπαδούς. Τίποτα όμως δεν φαντάζει δεδομένο, όσο ο ίδιος ο Blackie απαντά “We Ain’t Sure, Pal”, “ερεθίζοντας” ακόμη περισσότερο το κοινό και τον μουσικό τύπο.

Και αφού καταστάλαξαν στο όνομα, οι Αμερικανοί heavy metallers άρχισαν να “εξαπολύουν” τις “προκλητικές” ζωντανές εμφανίσεις τους, στην ευρύτερη περιοχή της California, οι οποίες περιελάμβαναν γυμνές γυναίκες, τροχαλίες, ωμό κρέας και πολύ αίμα. Είχαν ήδη καταφέρει να δημιουργήσουν “θόρυβο” και να μπουν στο “μάτι” της Parents Music Resource Center, μιας επιτροπής που έλεγχε το περιεχόμενο της μουσικής, των δίσκων, για προτροπή σε βία, σεξ και ναρκωτικά. Το “Animal (Fuck Like A Beast)” ήταν το κομμάτι που τους έκανε “κόκκινο πανί” για την PMRC, λόγω των στίχων του, με τον Blackie να το “συλλαμβάνει”, όταν είδε μια φωτογραφία δύο λιονταριών να ζευγαρώνουν, στο περιοδικό National Geographic. Λίγο αργότερα, ο Fox αποχώρησε για τους Steeler, την μπάντα του Ron Keel και του τότε άγνωστου βιρτουόζου κιθαρίστα Yngwie Malmsteen, και αντικαταστάθηκε από τον Don Costa, ενώ και ο ίδιος δεν άντεξε και αντικαταστάθηκε από τον Brayden Parker. Την επόμενη χρονιά (1983), οι W.A.S.P. προσέλαβαν τον Chris Holmes στην κιθάρα και “κέρδισαν” συμβόλαιο με την Capitol Records, για το επερχόμενο ομώνυμο ντεμπούτο τους. Η Capitol απαίτησε να μην κυκλοφορήσει το single “Animal (Fuck Like A Beast)” στο “W.A.S.P.”, με το group τελικά να συμφωνεί και το ντεμπούτο των Αμερικανών να κοσμεί τα ράφια των δισκοπωλείων, στις 17 Αυγούστου του 1984. Το παράδοξο έχει να κάνει με το γεγονός, ότι το ντεμπούτο των W.A.S.P. κυκλοφόρησε με τρεις διαφορετικούς τίτλους: “Winged Assassins” στην πρώτη ευρωπαϊκή έκδοση, “I Wanna Be Somebody” η κασέτα και “W.A.S.P.” η τελευταία έκδοση. Τελικά, οι Αμερικανοί κατόρθωσαν και κυκλοφόρησαν και το “Animal (Fuck Like A Beast)” στην Ευρώπη, με την Music For Nations να το κάνει πράξη. Την παραγωγή του ομώνυμου ντεμπούτου τους, ανέλαβαν οι Blackie Lawless και Mike Varney, ενώ το υλικό του ήταν αυτό που “ξύπνησε” ένα ολόκληρο οπαδικό κίνημα, που δεν είχε κατανοήσει ακόμα τι “ερχόταν”.


Οι W A.S.P., δεν ήταν από τα σχήματα που θα μπορούσαν να πάνε με τα “νερά” του τότε μουσικού “κόσμου”. Διέφεραν, είχαν κάτι το ξεχωριστό, ήθελαν να πρωταγωνιστήσουν, να δημιουργήσουν έναν ήχο, που θα “προκαλούσε” το παγκόσμιο metal, που θα έκανε “θόρυβο”. Ο Blackie Lawless δεν έμοιαζε με έναν κανονικό frontman, ήταν μοναδικός, ευφυής, διέθετε τεράστιο μουσικό “θράσος” και μία πληθωρική παρουσία. Η λέξη “πρόκληση”, είχε δίπλα την φωτογραφία του, ήταν η δεύτερη “φύση” του. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε ιδανικά ο Lawless, δημιουργώντας ένα “ωμό”, “άγριο”, heavy ηχητικό “μοτίβο”, που θα αποτελούσε την “βάση” του ήχου των W.A.S.P.. Το heavy metal των Αμερικανών, έπρεπε να “χτυπά” το κατεστημένο, να έρχεται αντιμέτωπο με τα ταμπού της εποχής, να “ερεθίσει” το μεταλλικό “φρόνημα” των οπαδών, να έχει μια “αλήτικη” διάθεση, ένα “ατίθασο” heavy metal “πνεύμα”. Θα έπρεπε να “συγκρούεται” με τον “καθωσπρεπισμό”, να “στοχεύει” στην ανάταση του heavy metal “αισθήματος”, να “διχάζει” (με την καλή έννοια) το κοινό, ώστε να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο. Το “W.A.S.P.” είναι “ωμό”, “αλήτικο”, “προκλητικό”, αλλά και τίγκα heavy metal, τόσο ώστε να “μιλά” στην καρδιά του οπαδού, να “καλύπτει” τα “θέλω” του. Έχει έναν “φρέσκο”, δυναμικό ήχο, που δεν αφήνει ασυγκίνητο τον ακροατή, που κατορθώνει να τον “γεμίζει” με το heavy metal “σαράκι”, και αυτό να τον “κατατρώει”, θυμίζοντάς του ότι πρέπει να το ξανακούσει. Το ομώνυμο ντεμπούτο των W.A.S.P., διαθέτει μια “άγρια” γοητεία, μια σαγηνευτική heavy metal “σκληράδα”, ένα ασύλληπτο “προκλητικό” ύφος, που δεν σου επιτρέπει να το “ξεχνάς”, που σε φέρνει και πάλι στα “χνάρια” του. Το “W.A.S.P.” σε ξεσηκώνει, σε “ηλεκτρίζει”, βγάζει τα πιο “ζωώδη” ένστικτά σου, σε μετατρέπει σε έναν “πρωτόγονο” οπαδό. Σου δείχνει έναν άλλο “κόσμο”, πιο “ελεύθερο”, πιο “ζωντανό”, μακριά από τα “πρέπει” και τα “μη”. Έναν κόσμο, που εσύ είσαι το “αφεντικό”, που μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις, που μπορείς να καταφέρεις τα πάντα. Και ίσως είναι αυτό, που το κάνει τόσο ξεχωριστό, τόσο μοναδικό, τόσο ελκυστικό. Το “W.A.S.P.” είναι ένα heavy metal “όργιο”, μία ηχητική “πρόκληση”, ακόμη και σήμερα.

Παράλληλα με την «φρέσκια» και «προκλητική» ηχητική προσέγγιση, οι W.A.S.P. έδειξαν και μία ασύλληπτη συνθετική ευστροφία. Οι δέκα συνθέσεις του δίσκου, βγάζουν «αλητεία», «αγριάδα», «σκληράδα», ενώ ταυτόχρονα κατορθώνουν να «χτυπούν» στο heavy metal «φρόνημα» και να ξεσηκώνουν τον οπαδό. Τα riff heavy, «σκληρά», εμπνευσμένα, με έναν «αέρα» φρεσκάδας, τα solo «αλήτικα», περίτεχνα, άψογα εκτελεσμένα, οι ερμηνείες ξεσηκωτικές, «κολασμένες», με τον Blackie Lawless να αφήνει το λαρύγγι του στο album, η ατμόσφαιρα vintage, γεμάτη με το ‘80s feeling. Τα κομμάτια έχουν κάτι το ξεχωριστό, κάτι το «νέο» για την εποχή, μία σαγηνευτική «ωμότητα», μια διαφορετική «οπτική». Τα τραγούδια είναι φτιαγμένα να «προκαλούν» το κοινό αίσθημα, να τα βάζουν με τον «καθωσπρεπισμό», να «θορυβούν» τον ακροατή, να τον ιντριγκάρουν, να του «ανοίγουν» τους ορίζοντες, να τον κάνουν να σκέφτεται. Η εκρηκτικότητα των “I Wanna Be Somebody”, “Hellion”, “On Your Knees” και “The Torture Never Stops”, η hard rock/heavy metal «αλητεία» των “L.O.V.E. Machine”, “The Flame”, “School Daze”, “Tormentor” και “B.A.D.”, η «άγρια» γοητεία της μπαλάντας “Sleeping (In The Fire)”, αποδεικνύουν έμπρακτα τον τρομερό δημιουργικό οίστρο των Αμερικανών και την συνθετική ευφυΐα του Blackie Lawless. Ακόμη και αυτά που προστέθηκαν στην επανέκδοση του 1998, είχαν αυτό το «προκλητικό» χάρισμα, αυτήν την απαράμιλλη ‘80s ξεχωριστή «πνοή», με το “Animal (Fuck Like A Beast)” να αναδεικνύει τον πραγματικό «χαρακτήρα» των W.A.S.P., το “Show No Mercy” να είναι τόσο «αλήτικο», όσο και εκρηκτικό, και την διασκευή στο “Paint It Black” των Rolling Stones, να μετατρέπεται σε έναν ύμνο των Αμερικανών. Οι W.A.S.P. κατόρθωσαν να δημιουργήσουν heavy metal ύμνους και να ξεχωρίσουν από τις υπόλοιπες heavy metal μπάντες, σε μια εποχή που ο σκληρός ήχος «μεγάλωνε» και έμοιαζε δύσκολο να το καταφέρεις. Το “W.A.S.P.” διαθέτει μία μοναδική συνθετική «φρεσκάδα» και ένα «προκλητικό» songwriting, που καθηλώνει ακόμη και σήμερα τους οπαδούς.


Είναι δεδομένο πλέον, ότι το “W.A.S.P.” αποτελεί ένα εμβληματικό album του heavy metal, έναν δίσκο που «άλλαξε» τις ισορροπίες στον Αμερικάνικο σκληρό ήχο και όχι μόνο. Οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν από την αρχή, να δημιουργήσουν νέα «όρια», να «χτυπήσουν» το «κατεστημένο», τα ταμπού, τον «καθωσπρεπισμό», με έναν ασύλληπτο τρόπο. Το “W.A.S.P.” ήταν και παραμένει «ωμό», «άγριο», «αλήτικο», αλλά ταυτόχρονα «ελκυστικό», μοναδικά όμορφο, φοβερά ευφυές, πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Το ντεμπούτο των Αμερικανών, ήταν ένα καίριο «λιθαράκι» στο παγκόσμιο heavy metal «οικοδόμημα» και ήταν από τα album, που διαμόρφωσαν τον Αμερικάνικο ήχο και όχι μόνο. Πάντα θα έχει περίοπτη θέση στην «καρδιά» των οπαδών και πάντα θα «γυρνάμε» σε αυτό, όταν μιλάμε για δίσκους που ξεχώρισαν πραγματικά στο heavy metal.

Είδος: Heavy Metal/Hard Rock
Δισκογραφική: Capitol Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 17 Αυγούστου 1984

Facebook
Website

Avatar photo
About Άγγελος Χόντζιας 878 Articles
Γεννημένος τη χρυσή δεκαετία του heavy metal, δεν θα μπορούσε να μην τον συγκινήσει ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας. Ξεκινώντας από το ελληνικό ροκ σε μικρή ηλικία, έφτασε να ακολουθήσει οτιδήποτε κλασικό από το rock, hard rock, το heavy metal, το power metal, το epic, το progressive και το doom metal. Τα χόμπι του είναι η μουσική και το ποδόσφαιρο, ενώ τα τελευταία χρόνια υπηρετεί τη μουσική και από τη θέση του αρθρογράφου.