Η νέα ταινία του Αρονόφσκι, είναι ένα εξαιρετικό φιλμ, που προσωπικά θα το συμπεριελάμβανα στα πλέον σημαντικά της τρέχουσας δεκαετίας. Ο σπουδαίος Αμερικανός σκηνοθέτης, με το “The Whale”, μας προσφέρει την καλύτερη δημιουργία του μετά το “Black Swan”. Όταν αποφεύγει τις περιττές και πομπώδεις βιβλικές αναφορές, “Noah”, “Mother!”, ο Αρονόφσκι μεγαλουργεί. Το έκανε στο “Requiem for a dream”, το ξανάκανε στο “The Wrestler”, το επιτυγχάνει εκ νέου με το “The Whale”.
Η φάλαινα, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε απόγνωση. Είναι το σωματικό και πρωτίστως το ψυχοσυναισθηματικό «βάρος», αυτό που τον κρατά καθηλωμένο και ανήμπορο να απολαύσει τις έστω και ελάχιστες, αλλά τουλάχιστον υπαρκτές, μικρές καθημερινές απολαύσεις της ζωής. Ένας διαλυμένος γάμος, μια για πολλά χρόνια μηδαμινή επαφή με το παιδί του, ένας έρωτας με δραματική κατάληξη, ιδού οι λόγοι που του απαγορεύουν όχι να σταθεί όρθιος, αλλά απλά να σταθεί. Όλοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας, που έχουν με τις πράξεις τους ή με τις μη πράξεις τους, διαμορφώσει τη ζωή του Charlie, εξαιρετικός ο Brendan Fraser στο ρόλο του ανθρώπου-φάλαινα, επανέρχονται στο σπίτι-δωμάτιο που αυτός κατοικεί, είτε για να απαιτήσουν από αυτόν ό,τι μπορεί να απαιτηθεί από έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε οικτρή κατάσταση, από σωματικής, φυσικής, αλλά πρωτίστως ψυχολογικής άποψης, είτε να του τείνουν χείρα βοηθείας, επικαλούμενοι τη βοήθεια του Θεού.
Όμως, ο Charlie, αδυνατεί να λάβει εκείνο το αμυδρό φως που θα τον βοηθήσει να επαναπροσδιορίσει το υπαρξιακό του status. Μοναδικό και έσχατο όπλο, η καταφυγή στις υπερβολικές ποσότητες φαγητού. Πίτσες, μερίδες κοτόπουλου, γλυκά, αντί μιας αγκαλιάς. Είναι η μοναξιά που σε φέρνει σε αδιέξοδο και προσπαθείς να την καταπολεμήσεις με ατελέσφορο τρόπο. Με το φαγητό.
Υπάρχει και η λογοτεχνία. Ο Charlie είναι καθηγητής, διδάσκει διαδικτυακά, ντρέπεται να εμφανιστεί στους μαθητές του, η κάμερά του είναι μονίμως κλειστή, όπως και τα πατζούρια του δωματίου του. “Ανοίγει» λίγο η ψυχή του και δέχεται φως, όταν διαβάζει μια εργασία για το Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Ο συμβολισμός του τίτλου της ταινίας είναι προφανής.
Η ταινία, δεν είναι χονδροφοβική όπως διαβάζω στα διάφορα άρθρα της πολιτικής κορεκτίλας, ούτε προσπαθεί να προκαλέσει τον παρογισμό ή την αηδία απέναντι σε κατηγορίες πασχόντων συνανθρώπων μας. Ο πρωταγωνιστής είναι εγκλωβισμένος. Και εγκλωβισμένος είναι, ή μπορεί να είναι ο καθένας από εμάς για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Ο Αρονόφσκι μας προσφέρει ένα μεγαλειώδες φιλμ. Είναι αρκούντως σκοτεινό όπως το Jeremy των Pearl Jam ή το Nebraska του Bruce Springsteen. Και εκεί οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σε αδιέξοδο και επιλέγουν διαφορετικούς τρόπους φυγής. Προσπαθούν να ελπίζουν σε μια δυνητική λύτρωση, όμως αυτή η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ. Και βουλιάζουν διαρκώς στη χοάνη της απόγνωσης Και επιδιώκουν τη φυγή, προς τη δικιά τους προσωπική έξοδο. Το ζητούμενο είναι η λύτρωση στη φάλαινα. Και στο τέλος, έστω και συμβολικά, τα καταφέρνει. Επειδή σε κάθε περίπτωση αγωνίζεται. Και αγωνίζεται με τον δικό του μικρό, προσωπικό, τρόπο. Σε αυτό υστερούμε ως κοινωνία και ως άνθρωποι. Στο να αναγνωρίζουμε και να σεβόμαστε τον μικρό, καθημερινό αγώνα των συνανθρώπων μας. Και να τον εκτιμάμε. Όταν και αν αυτό επιτευχθεί, θα καταφέρουμε να λυτρωθούμε. Όπως ο Σαντιάγο στο “Ο Γέρος και η θάλασσα”.