Editorial – ΜΑΡΤΙΟΣ: Τα Γνήσια Τραγούδια Κάποιου Βραχνού Χωριάτη

EDITORIAL

(Οι κριτικοί είναι σαν ευνούχοι, μπορούν να σου πουν τι να κάνεις, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι τους…)

Κλείνει τα μάτια από κούραση και απογοήτευση και ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΗΧΟ, σαν να εμπιστεύεται την ακοή για να ανακαλύψει μια διαφορετική παράμετρο στην πραγματικότητα. Ο μόνιμος θόρυβος μιας πολυπρόσωπης βοής μοιάζει να μην έχει πρόσωπο, εικόνα. Είναι μια συλλογή ηχητικών λεπτομερειών που όλες μαζί εξαφανίζονται σε μια ακαθόριστη υπόκωφη συνοδεία. Είναι διαρκής και κάποια στιγμή σχεδόν παύει να υπάρχει.

Όσο και αν οι κοντινές ηχητικές εντυπώσεις του ανθρώπινου συνωστισμού στο υπόγειο του μετρό επιτίθενται με αμεσότητα στην ανάπλαση της εικόνας, οι διαπεραστικές σειρήνες των αεροπορικών επιδρομών κλέβουν άμεσα την πρωταγωνιστική εντύπωση, σαν το εφέ ενός δυναμικού τραγουδιού που δεν αρχίζει όμως ποτέ. Οι ανήσυχες και έντονες κουβέντες των ανθρώπων, οι ήχοι από τα πολλά καρότσια που κουνιούνται σχεδόν ακατάπαυστα, το κλάμα των μωρών, όλα μοιάζουν σαν να πάτησαν το κουμπί και σταμάτησαν τη μουσική που ήταν έτοιμη να αρχίσει.

Αντί γι’ αυτή, ακούγονται συχνά διάφορα αυτοσχέδια παραμύθια με φωνές που πασχίζουν πολύ να γίνουν παιχνιδιάρικες και πολύχρωμες για να διώξουν από τις σκέψεις των παιδιών το φόβο.

Σφίγγει ακόμα περισσότερο τα μάτια και επιμένει να εμπιστεύεται τον ΗΧΟ αυτών των φωνών καθώς ΕΛΕΓΧΟΥΝ την θετική έκβαση και την ευτυχία αυτής της ιστορίας που έχει τη δύσκολη αποστολή να μεταφέρει το πνεύμα των μικρών παιδιών σε μια πιο γαλήνια χώρα.

Κάποια στιγμή αρχίζουν να ακούγονται εκρήξεις που διαλύουν μακριά τα παραμύθια, και τα παιδιά αρχίζουν να κλαίνε, τα ζώα θορυβούν ανήσυχα. Οι ομαδικές φωνές που ενστικτωδώς ζωντανεύουν γνωστά λαϊκά τραγούδια σκεπάζουν τις οβίδες, και καθώς η μουσική επιμένει να είναι ο τρόπος που αντικρίζει κανείς τον κόσμο, ο ΗΧΟΣ τους μοιάζει να ΕΛΕΓΧΕΙ άλλη μια δύσκολη νύχτα.

19 χρόνια πίσω στο χρόνο, ο Serj Tankian πίστευε πως τρία λεπτά ΗΧΩΝ με στοχευμένο ΕΛΕΓΧΟ έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτεται ο άνθρωπος για τον πόλεμο. Παρόμοιες, παραπλήσιες, παράπλευρες φιλοδοξίες έχουν αμέτρητοι σμιλευτές του ΗΧΟΥ που χρησιμοποιούν και ΕΛΕΓΧΟΥΝ τη μουσική για να περιγράψουν την αντίληψη για τον εαυτό τους και τον κόσμο. Ένας κόσμος που συνεχίζει να γεμίζει ίχνη από πρόσφυγες πολέμου, πολιτικούς πρόσφυγες, πρόσφυγες κακοποίησης, πρόσφυγες φτώχειας, πρόσφυγες πείνας, πρόσφυγες μοναξιάς και κατάθλιψης. Πλανόδιοι μουσικοί υποδέχονται στα σύνορα καραβάνια από παγωμένα γυναικόπαιδα και μεγαλομανείς δημιουργοί ξορκίζουν τους δαίμονές τους σε αχανή στούντιο. Οι εξισώσεις των ήχων κρύβουν τα μεγαλύτερα συμπαντικά μυστικά. Και ο καθένας χτίζει τις δικές του ερμηνευτικές γέφυρες.

Ο άνθρωπος που είπε πως χωρίς τη μουσική η ζωή θα ήταν ένα λάθος, ο Νίτσε, έφυγε με την αγωνία της επικοινωνίας του έργου του με τον άνθρωπο . Το παρομοίασε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη…

“Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε ‘Κατάρα του Τροβαδούρου’;”

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1190 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.