BILLY HOWERDEL: “What Normal Was”

ALBUM

Όποιος κάνει παρέα με τον Maynard James Keenan, χαοτίζεται και ο ίδιος – και κυρίως, τον τρώνε οι καθυστερήσεις. Κανόνας αυτό. Η περίπτωση του Billy Howerdel δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού η δεύτερη προσωπική του δουλειά άργησε μόλις 14 χρόνια και αυτή πάλι μπερδεύει, αφού δεν κυκλοφόρησε κάτω από το ίδιο όνομα που κυκλοφόρησε η πρώτη. Ελπίζω να μην σας μπέρδεψα, πάμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Για όσους ενδεχομένως δεν το γνωρίζουν, ο Billy είναι ιδρυτικό μέλος, συνθέτης και κιθαρίστας στους τεράστιους A Perfect Circle. Κάπου ανάμεσα στις υπέροχες κυκλοφορίες της μπάντας από το 2000 μέχρι και το 2018, ο Billy βρήκε τον χρόνο να κυκλοφορήσει ένα προσωπικό album, αρκετά κοντά στο ύφος των APC, με το ψευδώνυμο Ashes Divide.

14 χρόνια μετά και αφού στα περισσότερα από αυτά, αφιερώθηκε στο τελευταίο album των APC με τίτλο “Eat The Elephant”, ο Howerdel επιτέλους δίνει και πάλι χρόνο και χώρο στον εαυτό του να αναπνεύσει και να τιμήσει, όπως λέει και ο ίδιος, μερικούς εφηβικούς του έρωτες (The Cure, Echo & The Bunnymen, Pink Floyd) μέσα από την νέα προσωπική του δουλειά με τίτλο “What Normal Was”. Συνεχίζει πως αυτός, είναι ο δίσκος που ήθελε να κάνει από τα νιάτα του, αλλά το κατάφερε τώρα με την τεχνολογία των ‘20s. Φαίνεται πως το ήθελε πολύ, αφού για πρώτη φορά κυκλοφόρησε album με το κανονικό του όνομα.

O Billy προσφέρει δέκα νυχτερινά alternative pop διαμαντάκια στο μουσικό κουτί που ονόμασε “What Normal Was”. Δεν ξέρω αν φαίνεται καθόλου η επιρροή από τους Floyd, όπως ο ίδιος τόνισε, αλλά σίγουρα μπορώ να ακούσω τους The Cure εδώ, όπως και τους Echo & The Bunnymen – σε μικρότερο βαθμό. Όμως τους Depeche Mode, τους IAMX και τους Wolfsheim σίγουρα μπορώ να τους εντοπίσω καλύτερα και πολύ πιο έντονα.

Δεν θα ξεχωρίσω κανένα τραγούδι, γιατί πολύ απλά από την ώρα που πατάς το play και το “Selfish Hearts” σου συστήνει το δίσκο, το alternative/synth/electro/night-pop ταξίδι καταφέρνει και μαγεύει μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο του “Stars” που κλείνει το album και αναγκάζει τα μάτια σου να ανοίξουν – για να πατήσεις πάλι το play. Ίσως αγάπησα λίγο παραπάνω το πιο new wave “Ani”, το πιο retro-synth “The Same Again”, τα πιο σκοτεινά “Beautiful Mistake” και “Poison Flowers”, χωρίς όμως τα υπόλοιπα τραγούδια να χάνουν σε κάτι και κυρίως την σειρά τους για να γίνουν αγαπημένα στις επόμενες 20 ακροάσεις.

Ο Howerdel έχει αποδείξει πόσο μεγάλος είναι, με την δουλειά του στους APC. Εδώ αποδεικνύει το ίδιο, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αφήνοντας στην άκρη τις κιθάρες, οι οποίες έχουν πολύ πιο διακριτικό ρόλο, μας δείχνει πόσο αγαπάει την synth-pop και το new wave, μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό με την Depeche Mode-άδικη φωνάρα του και γράφει υπέροχες μελωδίες που θα ζήλευαν πολλές μπάντες του ήχου τα τελευταία 35 χρόνια.

Ίσως μιλάμε για μια από τις πιο δυνατές εκπλήξεις της χρονιάς, αν βέβαια είσαι ανοιχτός στις επιλογές σου και δεν περιμένεις κάτι που να θυμίζει A Perfect Circle, Tool, ούτε καν Ashes Divide. Αυτή η ανατροπή όμως δεν είναι που κάνει τους μεγάλους μουσικούς, ακόμα μεγαλύτερους;

Είδος: Alternative / Electro-Pop
Δισκογραφική: BMG
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 10 Ιουνίου 2022

Official website: https://billyhowerdel.com/

Avatar photo
About Σπύρος Χονδρογιάννης 59 Articles
Γεννημένος στην Αθήνα την χρονιά που οι Rush κυκλοφόρησαν δύο albums, αλλά και που ο Alice Cooper μας καλωσόρισε στον εφιάλτη του, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να λατρέψει τους Sabbath του Dio και του Tony Martin, τους Fates Warning και τους Sanctuary, τους Candlemass και τους Crimson Glory. 15 χρόνια μετά, τον συνεπήρε η ποίηση των The Mission, Fields Of The Nephilim, And Also The Trees και Nosferatu, ενώ ο απόλυτος συνδυασμός μελωδίας και μαυρίλας του συστήθηκε με φρέσκους, τότε, ήχους των Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema, Elend και Katatonia. Ολοκληρώθηκε μόλις ανακάλυψε την μαγεία του David Bowie, του Scott Walker, του Neil Hannon και του Jarvis Cocker αλλά και του J-Rock/Visual Kei πολύχρωμου κόσμου πριν πατήσει τα πρώτα -άντα του. ‘Οταν δεν ασχολείται με τα εξαναγκαστικά βιοποριστικά που ποσώς τον ενδιαφέρουν, κρατάει τα drum sticks του και νιώθει λίγο σαν τους ήρωες του, Neil Peart και Mark Zonder, ενώ ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος του είναι και πάλι μουσική, μουσική, μουσική - και κινηματογράφος, καθώς τον σπούδασε, όπως και videogaming, γιατί το ιδανικό μέρος να ζει κανείς είναι ξεκάθαρα το Silent Hill, όλοι το ξέρουν αυτό.