PAGAN ALTAR: ”Mythical & Magical”

ALBUM TRIBUTE

Στις σελίδες της μουσικής εγκυκλοπαίδειας, δίπλα στη φράση υποτιμημένο συγκρότημα, μεταξύ άλλων και σε περίοπτη θέση θα ήταν το όνομα των Pagan Altar. Οι Βρετανοί αποτελούν μια κατηγορία μόνοι τους. Η πρώτη μορφή του συγκροτήματος πήρε σάρκα και οστά το 1978, αλλά ευτύχισαν να κυκλοφορήσουν το πρώτο επίσημο studio album 20 χρόνια αργότερα. Είναι μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί, όχι μόνο γιατί αποτελούν προσωπική αδυναμία, αλλά για την απαράμιλλη ποιότητα της μουσικής τους και το βαθμό επίδρασης στα νέα συγκροτήματα (βλέπε Blood Ceremony και Tarot μεταξύ άλλων) ο οποίος αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Γι’ αυτό και θα επανέλθω σύντομα στο συνολικό τους έργο.

Αν όμως κάποιος θέλει να γνωρίσει τους Pagan Altar, δεν υπάρχει καλύτερη εισαγωγή από το τρίτο studio album τους το αξεπέραστο ‘Mythical & Magical’ το οποίο κυκλοφόρησε το 2006 από τη δική τους Oracle Records. Εδώ μιλάμε για το ‘magnum opus’ της μπάντας το οποίο περιλαμβάνει τραγούδια που γράφτηκαν την περίοδο 1977 έως 1983, δεν είχαν δει ως τότε το φως της δημοσιότητας. Η έμπνευση, η φωτιά και το πνεύμα της παραπάνω περιόδου είναι διάχυτα σε όλο το album. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα από τα δύο προηγούμενα studio album, εδώ προσθέτουν και μερικές φρέσκιες ιδέες που ηχογράφησαν στα Oracle Studios την περίοδο 2005-2006.

Ας ξεκινήσουμε με ένα ακόμα από τα αξιώματα του χώρου μας, σύμφωνα με το οποίο, δεν υπάρχει album ή τραγούδι που να ξεκινάει με το βαρύ ήχο της καμπάνας και να είναι μάπα το καρπούζι. Απλά και σταράτα. Έτσι κι εδώ λοιπόν μετά τo χαρακτηριστικό intro ακολουθεί το ‘Samhein’ με το στακάτο ρυθμό και την υποδόρια αίσθηση του ‘Stargazer’ να το διαπερνά. Στιχουργικά σε μεταφέρει στην ομώνυμη γιορτή, το παλιό αυτό Κέλτικο έθιμο, που σηματοδοτεί το τέλος της περιόδου του θερισμού και την αρχή του χειμώνα. Στο ‘The Cry of the Banshee’ τα μαγεμένα ηλεκτρικά solo, η χαρακτηριστική ένρινη φωνή του δρυΐδη Terry Jones συνδυασμένα με τα δεύτερα γυναικεία φωνητικά δημιουργούν ένα επικό αμάλγαμα. Ακολουθεί το ‘The Crowman’, με τη folk εισαγωγή και την ακουστική κιθάρα να το συνοδεύει σε όλη του τη διάρκεια. Το πανηγύρι όμως που γίνεται με το solo κιθάρας στο τέλος του τραγουδιού πραγματικά σου σηκώνει την τρίχα και σου προκαλεί αυχενικό από το σφυροκόπημα του σβέρκου. Ο κιθαρίστας Alan Jones (και γιός του τραγουδιστή) αποτελεί φαινόμενο που μόνο με τους φτασμένους παίχτες του χώρου μπορεί να συγκριθεί. Το εντελώς anti-star προφίλ του όμως και η undergound πορεία της μπάντας, έχουν ρίξει τη σκόνη της λήθης πάνω του. Πάραυτα όποιος τον δει να παίζει ζωντανά θα καταλάβει ακριβώς όσα δεν περιγράφονται με λέξεις.

Χαρακτηριστικότατο το riff με την κοφτερή σαν λεπίδα Σαμουράι κιθάρα του Alan Jones στο ‘Daemoni na Hoiche (Demons of the Night)’. Οι ρυθμοί πέφτουν στο ‘The Sorcerer’, αλλά ο λυρισμός στην κιθάρα μας μεταφέρει την ψυχολογία του ηλικιωμένου μάγου που αποχαιρετά τον κόσμο και την νέα εποχή που ξεπροβάλλει…’Νο Arthur now to save our face, no leaders who seem as if they care..’’. Το ‘Flight of the Witch Queen’ κάνει περισσότερο ξεκάθαρες τις επιρροές από το νέο κύμα του βρετανικού metal που ξέσπασε σαν καταιγίδα στις αρχές της δεκαετίας της Αλλαγής. Αύρα από μεσαίωνα στην εισαγωγή του ‘Dance of the Druids’, σε ένα heavy rock κομμάτι όπου το πνεύμα των Sabbath είναι ζωντανό και ζωογόνο. Κλείνοντας τα μάτια και ακούγοντας το σχεδόν ακουστικό ‘The Erl King’ αχνοφαίνονται οι ομιχλιασμένες ακτές της Γηραιάς Αλβιώνας. Με μια αίσθηση από UFO στην εισαγωγή και στο βασικό riff του ‘The Witches Pathway’, οι ταχύτητες ανεβαίνουν ξανά με ένα κομμάτι εμποτισμένο από το ‘70s μαντζούνι. Ονειρικό και ταξιδιάρικο το ολιγόλεπτο instrumental ‘Sharnie’, η κατάλληλη ανάσα, πριν την ηλεκτρική επίθεση που εξαπολύει το δυναμικό ‘The Rising of the Dark Lord’. Εναλλαγές ρυθμών, σολίδια βουτηγμένα στη βρετανίλα και το NWOBHM, doom αισθητική σε γερές δόσεις ιδανικές για το κλείσιμο του album.

Η αξεπέραστη μουσική οντότητα αυτού του album ντύνεται κατάλληλα με τη στιχουργική θεματολογία εμπνευσμένη από τους μύθους και θρύλους της Κέλτικης και Αγγλοσαξονικής παράδοσης, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Αν προσθέσεις και το υπέροχο εξώφυλλο, το συνολικό αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό. Η θερμή υποδοχή που γνώρισε από κοινό και κριτικούς την περίοδο που κυκλοφόρησε έδωσε την έξτρα ώθηση στο συγκρότημα να συνεχίσει μέχρι τις ημέρες μας, ακόμα και μετά το θάνατο του τραγουδιστή και ιδρυτή τους Terry Jones, κυκλοφορώντας νέα μουσική και οργώνοντας τις σκηνές της υφηλίου. Ακολούθησαν αρκετές επανεκδόσεις του album από διάφορες ανεξάρτητες εταιρείες του χώρου με πιο πρόσφατη το 2019 από την καναδική ‘Temple of Mystery Records’ σε ένα ιδιαιτέρως προσεγμένο πακέτο.

Αν δούλευα στο Metropolis και έπρεπε να βάλω ετικέτα στο album αυτό, θα ήταν ‘Heavy Doom Rock με Folk στοιχεία’ και με μια υποσημείωση για τους ποδοσφαιρόφιλους: ‘συγκρότημα κατηγορίας Premier League’. Το ‘Mythical & Magical’ αποτελεί το ιδανικό εισιτήριο για το μυθικό κόσμο των Pagan Altar, με εγγυημένο ταξίδι στη μαγεία της μουσικής τους.

Είδος: NWOBHM, Doom Metal
Δισκογραφική εταιρεία: Oracle Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 18 Δεκεμβρίου 2006

Line-up:
Terry Jones: Vocals
Alan Jones: Guitar & Banjo
Trevor Portch: Bass
Mark Elliot: Drums
Dean Alexander: Drums (Cry of the Banshee, The Crowman)

Avatar photo
About Γιώργος Μπατσαούρας 89 Articles
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιερή Πόλη Μεσολογγίου, ενώ τα προεφηβικά του χρόνια τα πέρασε αντιγράφοντας ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά albums σε ενενηντάρες TDK κασέτες. Ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι του όταν πρωτοάκουσε το Use Your Illusion II των Guns N’ Roses και είδε το video της live εκδοχής του Child in time στο κρατικό κανάλι. Τα πρώτα του χαρτζιλίκια τα επένδυσε στα τοπικά δισκοπωλεία αγοράζοντας δίσκους (και από το εξώφυλλο μόνο…), ενώ με το πέρασμα του χρόνου τα μουσικά του ακούσματα επεκτάθηκαν over the rainbow σε περισσότερα hard rock, metal και desert μονοπάτια. Με τα ηχεία στα αυτιά και το κάθε είδος ροκ μουσικής στο κεφάλι αντιμετώπισε τις πραγματικές θαλασσοταραχές, αλλά και αυτές της ζωής. Τα hobbies του πέρα από το αδυσώπητο κυνήγι συναυλιών, αποτελούν τα ταξίδια μέσα από τις σελίδες του Ανυπότακτου Γαλάτη, του θαυμαστού κόσμου του Τόλκιν και των βιβλίων ιστορίας καθώς και η χωρίς ντροπή κατανάλωση b-movies με νεκροζώντανους. Στο τέλος της ημέρας επαναλαμβάνει σαν προσευχή τα λόγια του θείου Lemmy ‘’The Chase Is Better Than the Catch’’ και προσπαθεί την επόμενη να τα κάνει πράξη...