MIREK COUTIGNY: “Through Empty Landscapes and New Beginnings”

ALBUM

Βρισκόμαστε στην αρχή μιας πανδημίας όπου η λεγόμενη “Γρίπη της Γεωργίας”, θα εξαφανίσει το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού μέσα σε λίγες μέρες. Οτιδήποτε θυμίζει το πολιτισμό όπως τον γνωρίζουμε καταρρέει εν ριπή οφθαλμού, οι επικοινωνίες καταρρέουν, οι δρόμοι κλείνουν, το ρεύμα διακόπτεται οριστικά, τα πάντα αλλάζουν. Ένα χρόνο μετά τίποτε δε θα είναι το ίδιο με πριν, ο χρόνος μετράει από το έτος 1, οι επιζήσαντες νοσταλγούν τα καταναλωτικά ήθη και αγαθά μιας άλλης εποχής και οι νεότεροι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι προϋπήρχε.

Όλα αυτά αφορούν το 4ο μυθιστόρημα της Καναδής Emily St. John Mandel, «Σταθμός έντεκα» (“Station Eleven”, 2014, μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος), το οποίο κέρδισε το βραβείο Arthur C. Clarke για το καλύτερο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που εκδόθηκε στη Βρετανία το 2015 και ήδη τα δικαιώματα του για μια μελλοντική κινηματογραφική μεταφορά έχουν πωληθεί. Όταν το διάβασα το 2017, να προφητεύει όλα αυτά τα δυσοίωνα για τον πολιτισμό (ένα concept πολλάκις ξαναειπωμένο λογοτεχνικά και κινηματογραφικά), με κέρδισε με τη φρεσκάδα, την αμεσότητα και το ρομαντισμό του. Εντούτοις, προβάλλοντάς την «επιστημονική φαντασία» του 2017 στο σήμερα, θα το χαρακτήριζα πλέον ως προφητικό ή/και διορατικό.

Πιθανότατα αρκετά από τα παραπάνω στοιχεία να συνεπήραν και τον πιανίστα, συνθέτη και παραγωγό Mirek Coutigny, ώστε να μας παρουσιάσει ένα album εμπνευσμένο μέχρι την τελευταία νότα και παύση από το βιβλίο της Mandel. Είναι δηλαδή ένα soundtrack πριν καν κυκλοφορήσει η όποια ταινία, βασισμένο στο βιβλίο. Ο λόγος, λοιπόν, για το «Through Empty Landscapes and New Beginnings”, που ξεκίνησε να δουλεύεται εν καιρώ πανδημίας το 2020 και περί τα τέλη Φλεβάρη θα κυκλοφορήσει με 11 συνθέσεις (συμβολικός αριθμός).

Η αλλοτρίωση του ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα που αφορούν την οντότητά του (σύνδεση με τη φύση, την ελευθερία έκφρασης, σχέσεις με το συνάνθρωπο), έχουν δημιουργήσει ένα παρασιτικό περιβάλλον πολύ μακριά από τα πανανθρώπινα ιδεώδη. Παρά τις δυσβάσταχτες πραγματικότητες που βιώνουμε και το δυσοίωνο που προμηνύεται, ο Coutigny βρίσκει σανίδα σωτηρίας στην ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης κι αποτυπώνει την κοινωνία που οραματίζεται, ατενίζοντας με αισιοδοξία οτιδήποτε μπορεί να φέρει ακόμα και η απόλυτη καταστροφή της παρούσας κατάστασης. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στο βιβλίο όπου, η τέχνη κατέχει δεσπόζουσα θέση στα στοιχεία που θα επιβιώσουν της καταστροφής.

Μπορεί η κεντρική ιδέα ν’ ανήκει στον Mirek Coutigny, όμως το έργο είναι αποτέλεσμα μιας ομαδικής δουλειάς, με άξιους αρωγούς και συνοδοιπόρους σε αυτό τους έμπιστους και μακροχρόνιους συνεργάτες του, τους Jolien Deley (σύνθεση), Jonathan Bonny (σύνθεση) και Klaas Tomme (κιθάρα, μπάσο και synths). Επιπλέον, το κουαρτέτο εγχόρδων είναι υπό την καθοδήγηση του Fabien Leseure, ενώ στα τύμπανα και σε φωνητικά συμμετέχει ο Dirk Miers κι η Ella Vermeir.

Το ντεμπούτο αυτό album έχει σαφέστατα μια progressive rock – Jazz λογική, συνταιριάζοντας με μοναδικό τρόπο την αφήγησή του μέσα από ακουστικά κι ηλεκτρονικά μέσα/όργανα μένοντας track track πιστός στις ιστοριογραμμές της πλοκής του βιβλίου. Βαδίζοντας στα χνάρια των THIS WILL DESTROY YOU, MONO και IF THESE TREES COULD TALK, μας παραδίδουν ένα ντεμπούτο album, κομψοτέχνημα.

Το έργο ξεκινά με ζοφερό τρόπο που αποδίδει με ένταση την ημέρα εμφάνισης της γρίπης, το “Day 0”, με ένα σκοτεινό πιανιστικό σκοπό και ένα σπαρακτικό βιολοντσέλο, ραδιοφωνικές μεταδόσεις και κλιμακούμενη ένταση. Στο “The Road” αρχίζει και χτίζεται μια prog – rock κατάσταση που κλιμακώνεται στα “No More» και “Abandoned Houses”, όπου ξεκινά η μετατόπιση αργά αργά του φόβου από την ελπίδα.

H κεντρική σύνθεση του album, “We Want To Be Remembered”, και από ενορχηστρωτικής άποψης το πιο σκληρά και περίτεχνα δουλεμένο (σύμφωνα και με τον συνθέτη), είναι εμπνευσμένο από το απόσπασμα της Emily St. John Mandel: «Πρώτα θέλουμε μόνο να μας δουν, αλλά μόλις μας δουν, αυτό δεν είναι πια αρκετό, έπειτα, θέλουμε να μας θυμούνται». Οι χαρακτήρες περνούν από το στάδιο της βίας στην καλοσύνη μέσω της τέχνης, κι ο Coutigny με το πιάνο και το τσέλο να κυριαρχούν, αρχίζει και χτίζει μια γαλήνια ατμόσφαιρα, ένα κόσμο ειρήνης, ώσπου να εκκολαφτεί η μνήμη, στο πρώτο κομμάτι με στίχο και φωνητικά, το “What Was Lost”, το οποίο βασίζεται σε spacey synths και λιτές δωρικές φωνητικές γραμμές.

Στο δεύτερο μέρος του έργου (Β’ πλευρά του βινυλίου), το “Snow Continued To Fall”, αποτελεί μια πιο θλιβερή και λιγότερο τεταμένη εκδοχή του “Day 0”, με την ίδια μελωδική βάση, τα ίδια ραδιοφωνικά αποσπάσματα, αλλά περιβάλλεται αριστοτεχνικά από το εξαιρετικό κουαρτέτο εγχόρδων και το πιάνο, ενώ το βιμπράφωνο και τα καχόν (υπεθέτω) συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια πολύ εύθραυστη μελωδία στο κλείσιμο, ώστε να περάσουμε στην απόλυτη prog συνθετική στιγμή του καλλιτέχνη με την ambient ατμόσφαιρα να κυριαρχεί και τα strings να κορυφώνουν τη μελαγχολία.

Με το πιο εσωστρεφές “We Were Never Meant For This”, που λειτουργεί ως γέφυρα για τη νέα πιο φωτεινή προοπτική, γίνεται το πέρασμα στο “New World” που απογειώνεται συνθετικά το όλο εγχείρημα και μετουσιώνεται με την αιθέρια φωνή της Ella Vermeir (με πιο ξεκάθαρο στίχο) για να καταλήξουν όλα στο πλέον γαλήνιο και αποκαθαρμένο “Home”, συνδέοντας την απόλυτη μοναξιά των όσων απέμειναν, με την απώλεια μνήμης της ανθρωπότητας.

Με το πέρας των πολλαπλών και επαναληπτικών ακροάσεων, καταληφθήκαμε από την αύρα του καλλιτέχνη, μπήκαμε στο πετσί του “Through Empty Landscapes and New Beginnings” και κρατάμε τη συγκεκριμένη δουλειά ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κι αρτιότερες με τη χαραυγή του 2023, κι ως ένα soundtrack που δεν είναι soundtrack.

Είδος: Post-Rock, Contemporary Jazz, Modern-Classical
Δισκογραφική: Icarus Records / Consouling Sounds
Ημ. Κυκλοφορίας: 10 Φεβρουαρίου 2023

Web-site: https://mirekcoutigny.com/
Bandcamp: https://icarusrecords.bandcamp.com/album/through-empty-landscapes-and-new-beginnings
Intagram: https://www.instagram.com/mirekcoutigny/
YouTube Channel: https://www.youtube.com/@MirekCoutigny

Avatar photo
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 76 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μεγάλωσε στα Δυτικά της Αθήνας, γαλουχημένος με ρεμπέτικα και λαϊκά από το σπίτι, κλασική / λόγια μουσική στα ωδεία, τον σκληρό ήχο μιας οργισμένης κι επαναστατημένης εφηβείας, τα blues σε μια περίοδο ανώριμης εξέλιξης και από progressive metal ηχοτοπία σε φάση περισυλλογής. Προσπαθεί να ισορροπήσει σ’ ένα αντεστραμμένο κόσμο, απαλλαγμένος από τη δικτατορία των πεποιθήσεων των άλλων. Δε θα ερμηνεύσει την τέχνη στους δημιουργούς της, αλλά θα μοιραστεί τις εντυπώσεις που αποκόμισε μ’ ένα ευρύτερο κοινό.