Το “So Far, So Good…So What!” είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού thrash metal συγκροτήματος Megadeth, και κυκλοφόρησε στις 19 Ιανουαρίου 1988 από την Capitol Records. Ήταν το μοναδικό άλμπουμ του συγκροτήματος που ηχογραφήθηκε με τον ντράμερ Chuck Behler και τον κιθαρίστα Jeff Young, οι οποίοι και οι δύο απολύθηκαν από το συγκρότημα στις αρχές του 1989, αρκετούς μήνες μετά την ολοκλήρωση της παγκόσμιας περιοδείας του άλμπουμ.
Συνολικά έτυχε θετικής υποδοχής από τους κριτικούς κατά την κυκλοφορία του, αν και η αναδρομική ανάλυση ήταν λιγότερο ευνοϊκή. Κατάφερε να μπει στην κορυφή των τριάντα του Billboard 200 (αν και δεν προωθήθηκε ιδιαίτερα από το ραδιόφωνο ) και μπήκε στα charts και σε πολλές άλλες χώρες. Το άλμπουμ τελικά έγινε πλατινένιο και επικύρωσε την ανάδυση των Megadeth από την underground σκηνή.
Ο κιθαρίστας Chris Poland και ο ντράμερ Gar Samuelson είχαν απολυθεί και οι δύο από το συγκρότημα μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας “Peace Sells” για προβληματική συμπεριφορά, με χαρακτηριστική τη συνήθεια του Poland να βάζει ενέχυρο πράγματα από τον εξοπλισμό του συγκροτήματος για να αγοράζει ναρκωτικά. Ο Samuelson αντικαταστάθηκε αμέσως από τον τεχνικό τυμπάνων του, τον Chuck Behler (αν και ο Dave Lombardo του Slayer σκέφτηκε να συμμετάσχει). Όμως για νέο κιθαρίστα θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να βρεθεί μια κατάλληλη περίπτωση. Στην αρχή, το συγκρότημα προσέλαβε τον κιθαρίστα Jay Reynolds από το συγκρότημα Malice, αλλά ο Reynolds δεν ήταν σε θέση να ηχογραφήσει, και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον δάσκαλό του στην κιθάρα, Jeff Young. Ο Dave Mustaine έχει ομολογήσει τη λύπη του για τον τρόπο που χειρίστηκε την απόλυση του Reynolds. Ανάμεσα στους άλλους κιθαρίστες που εξετάστηκαν ήταν ο Slash από τους Guns & Roses.
Οι ηχογραφήσεις για το άλμπουμ ξεκίνησαν ενώ ο Reynolds ήταν στο συγκρότημα, αλλά συνεχίστηκαν μετά την εισαγωγή του Young. Για τη μίξη του άλμπουμ, η εταιρεία στράφηκε στον Paul Lani, ο οποίος είχε κάνει remix στο προηγούμενο άλμπουμ του συγκροτήματος, “Peace Sells… but Who’s Buying?”. Ο Mustaine ήταν αρχικά δύσπιστος, αλλά αργότερα κατέληξε πολύ οργισμένος με τις “εκκεντρικότητες” του Lani και τον τρόπο που χειριζόταν τα πράγματα. Για τη μίξη του άλμπουμ, ο Lani μετέφερε τον εαυτό του και τον Mustaine στα Bearsville Studios, κοντά στο Woodstock της Νέας Υόρκης, φαινομενικά για λόγους έμπνευσης. Ο Mustaine αποφάσισε ότι είχε βγει από τα όριά του όταν μόλις ξύπνησε και έφτιαξε καφέ, παρατήρησε τον Lani έξω με το εσώρουχό του να ταΐζει ένα μήλο σε ένα ελάφι. Πέταξε πίσω στο Λος Άντζελες αργότερα εκείνη την ημέρα και απέλυσε τον Lani, τον οποίο αντικατέστησε ο Michael Wagener. Ο Mustaine έχει από τότε συχνά επικρίνει την πεζή αίσθηση μίξης του Wagener, κάνοντας λόγο ειδικότερα για “λασπώδη αίσθηση” του άλμπουμ. Στο μεταξύ, κατάφερε να στρατολογήσει τον κιθαρίστα των Sex Pistols Steve Jones για να παίξει τα μέρη της κιθάρας στο “Anarchy in the U.K.”
Τα στιχουργικά θέματα του άλμπουμ εξερευνούν μια ποικιλία θεμάτων, από το πυρηνικό ολοκαύτωμα (“Set the World Fire”) μέχρι τον ρεβιζιονισμό και τη λογοκρισία (“Hook in Mouth”). Όμως, η πλειοψηφία των τραγουδιών συνοδεύεται από το ίδιο αίσθημα απογοήτευσης και μηδενισμού με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους. Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά θέματα που σχετίζονται με το heavy metal, το τραγούδι “In My Darkest Hour” περιέχει συναισθηματικούς στίχους που ασχολούνται με τη μοναξιά και την απομόνωση. Ο Dave Mustaine αποκάλυψε ότι προσπάθησε να γράψει για θέματα που ήταν σε επαφή με την πραγματικότητα, με επιλογή κοινωνικών ζητημάτων και θεμάτων ταμπού. Οι στίχοι στην διασκευή των Megadeth του “Anarchy in the U.K.” ήταν σε κάποια σημεία λάθος επειδή ο Mustaine ισχυρίστηκε ότι τους είχε ακούσει λάθος.
1947– Γεννιέται ο Rod Evans, Βρετανός τραγουδιστής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στους The Maze, πρώην MI5, και μετά αποτέλεσε μέλος της αρχικής σύνθεσης των Deep Purple, που ηχογράφησε τρία στούντιο άλμπουμ με έναν πιο progressive και pop ήχο. Αφού ηχογράφησε ένα σόλο single, έγινε μέλος της αρχικής σύνθεσης των Captain Beyond που ηχογράφησε δύο στούντιο άλμπουμ. Μετά από μια νομική μάχη με τους Deep Purple το 1980, μετά τη συμμετοχή του σε ένα ψεύτικο σχήμα που χρησιμοποίησε παράνομα και παραπλανητικά το όνομα του γκρουπ, ο Evans απομονώθηκε και εξαφανίστηκε από τη δημόσια ζωή.
1993– Το ‘The Juliet Letters” είναι ένα στούντιο άλμπουμ του Βρετανού rock τραγουδιστή και συνθέτη Elvis Costello, που κυκλοφόρησε από τη Warner Brothers. Η μπάντα που παίζει στο άλμπουμ είναι η Brodsky Quartet. Ο Costello περιέγραψε το άλμπουμ σαν “μια ακολουθία τραγουδιών για κουαρτέτο εγχόρδων και φωνή. Είναι λίγο διαφορετικό. Δεν είναι μια rock όπερα. Είναι κάτι νέο.”
Ο Costello άκουσε για πρώτη φορά τους Bronsky Quartet το 1989, σε μια παράσταση στο Queen Elizabeth Hall. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1991, για να αρχίσουν να εργάζονται για την ιδέα και την εκτέλεση αυτού του έργου. Ο Costello δεν θεώρησε αυτό το άλμπουμ το πρώτο του στην κλασική μουσική, ούτε όμως και την πρώτη προσπάθεια των Brodsky στο rock & roll.
Με την ιδέα των φανταστικών επιστολών που αποστέλλονται σε έναν φανταστικό παραλήπτη, τη Juliet Capulet, και οι πέντε μουσικοί συνέβαλαν στη συγγραφή των στίχων καθώς και στη μουσική. Δεν έγιναν overdubs, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε ολόκληρο ζωντανά στο στούντιο. Ένα single κυκλοφόρησε από το άλμπουμ, το κομμάτι “Jacksons, Monk, and Rowe”, και δεν μπήκε στα charts ούτε στις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
1995– Το “Waiting for the Punchline” είναι το τέταρτο άλμπουμ του αμερικάνικου συγκροτήματος Extreme, που κυκλοφόρησε από την Α&Μ. Είναι γνωστός στους ακροατές σαν ένας δίσκος με ξεχωριστό ήχο —ειδικά σε σύγκριση με τη μεγάλη παραγωγή των δύο προηγούμενων άλμπουμ— και σημαντική επιρροή από το grunge. Λόγω των στίχων του που επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό σε κοινωνικά θέματα (που κυμαίνονται από τη θρησκεία έως τη φήμη) αναφέρεται συχνά σαν concept άλμπουμ. Είναι επίσης ο μόνος δίσκος των Extreme στον οποίο εμφανίζεται ο ντράμερ Mike Mangini (σε τρία κομμάτια). Μετά την περιοδεία του άλμπουμ, το συγκρότημα διαλύθηκε το 1996 όταν ο Bettencourt ενημέρωσε τους Extreme ότι άφηνε το συγκρότημα για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Μετά τη διάλυση, ο τραγουδιστής Gary Cherone προσχώρησε επίσης στους Van Halen την ίδια χρονιά σαν νέος τους τραγουδιστής, αλλά έφυγε τρία χρόνια αργότερα.