Ο 31χρονος Liam Payne των πετυχημένων One Direction πέταξε από τον τρίτο όροφο ενός ξενοδοχείου στην Αργεντινή σε ένα μέρος όπου όλα όσα τον έσπρωξαν εκείνη την μοιραία στιγμή δεν μπορούσαν πια να τον φτάσουν. Άλλη μια “ανορθόδοξη” απόδραση ενός θεωρητικά πετυχημένου ειδώλου φανέρωσε ξανά πως η βιομηχανία του θεάματος, ανεξάρτητα από ιδιώματα, είναι ένα πανούργο ψυχολογικό ναρκοπέδιο.
Αμέσως μετά, ξέσπασε για ακόμα μια φορά η οικουμενική συζήτηση σχετικά με την ανάγκη προστασίας και φροντίδας, ειδικά για τους νέους καλλιτέχνες, μέσα στην κυνική άβυσσο της μουσικής βιομηχανίας. Πληροφορίες αναφέρουν πως πάνω από 20.000 άνθρωποι υπέγραψαν ηλεκτρονικά για να στηρίξουν την απαίτηση από τη βιομηχανία του θεάματος στους καλλιτέχνες. Δεν έλειψαν και αυτοί που υποστήριξαν πως η μουσική βιομηχανία πρέπει να σταματήσει να δέχεται καλλιτέχνες κάτω των 18 χρόνων.
Για την ιστορία, μιας και το παράθυρο στο τεράστιο αυτό ζήτημα άνοιξε στο κείμενο αυτό ο Payne, πρωτοεμφανίστηκε σε τηλεοπτικό διαγωνισμό σε ηλικία 14 χρονών, και όταν επέστρεψε με τους One Direction, ήταν ακόμα στα 16 του. Ο ίδιος είχε ομολογήσει σε συνεντεύξεις του πως κατέληξε αλκοολικός για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ζωής ενός ειδώλου, καθώς δεν έβρισκε άλλο τρόπο να διαχειριστεί όλα όσα συνέβαιναν καθημερινά. Η περιβόητη διαταραχή του μετατραυματικού στρες που έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές σε μουσικούς, δεν είναι μια επινόηση ή μια δραματική δικαιολογία αλλά μια πραγματικότητα που ταλανίζει συχνά τους καλλιτέχνες.
Και όμως παρά το γεγονός πως ακόμα και φωνές που εκπροσωπούν την ψυχρή, επαγγελματική πλευρά της μουσικής βιομηχανίας αρχίζουν τα τελευταία χρόνια να παραδέχονται πως το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί δραστικά, διοργανώνοντας σεμινάρια και συσκέψεις με το σκοπό αυτό, η τελική επιλογή αφήνεται ξεκάθαρα στους αντίστοιχους επαγγελματίες που θα βρεθούν απέναντι στον κάθε μουσικό. Ο καθένας μας έχει τους αγαπημένους του καλλιτέχνες και πιθανά έχει εντρυφήσει σε σπάνιες λεπτομέρειες της καριέρας τους: είναι απίθανο να μην υπάρχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης σε κάθε διαδρομή. Ακόμα και σήμερα μου είναι δύσκολο να προσπεράσω την οργή μου για το μακαρίτη πια Gerry Bron και την απάνθρωπη συμπεριφορά του απέναντι στους Uriah Heep. Δεν ήταν απλά η ασέβεια απέναντι στην ανάγκη να δημιουργήσουν απερίσπαστοι, όταν τους εξόντωνε με το τυπικό πρόγραμμα άλμπουμ-περιοδεία, και τους υποχρέωνε σε πολύ συχνούς καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς για προλάβουν τις ημερομηνίες. Ήταν περισσότερο η ψυχρή διαδικασία του αναλώσιμου όταν λόγω προσωπικών προβλημάτων κάποιος δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον δικό του καθορισμένο ρυθμό “εργασίας”, ακόμα και αν αυτός ο κάποιος ήταν ο μυθικός David Byron ή ο μοναδικός Gary Thain. Η απομάκρυνση και η αντικατάσταση, ακόμα και αν σαν πράξη και επιλογή γιγάντωνε το πρόβλημα του μουσικού, ήταν για τον Bron η αναγκαία λύση για να συνεχίσει να δουλεύει η μηχανή.
Ο κυνισμός των πρωτοκλασάτων υπαλλήλων της μουσικής βιομηχανίας είναι μια υπόθεση περίπλοκη και ο πυθμένας της είναι συχνά σοκαριστικός. Δεν αναζητά πια κανείς σεβασμό στην ανάγκη της αβίαστης έκφρασης του δημιουργού ή αναμονή απέναντι σε μια σημαντική διαδικασία που έχει διαφορετικούς ρυθμούς και εντάσεις από τις περισσότερες εργασίες ρουτίνας. Είναι συχνά τόσο ξεδιάντροπη η υποτίμηση που φτάνει ακόμα και στην περιφρόνηση της ίδιας της ανθρώπινης ζωής με τον πιο εξοργιστικό τρόπο, προκαλώντας ακόμα και αδικαιολόγητα φονικά δυστυχήματα. Οι θρυλικοί Lynyrd Skynyrd έζησαν την τραγωδία της αεροπορικής συντριβής, που κόστισε τη ζωή στον Ronnie Vant Zant, τον Steve Gaines και την αδερφή του Gaines, Cassie, πετώντας με ένα ακατάλληλο αεροσκάφος του οποίου ο ένας κινητήρας είχε αρπάξει φωτιά σε προηγούμενη πτήση.
Βέβαια, το τίμημα της διασημότητας, ιδιαίτερα στον φανταχτερό χώρο της μουσικής βιομηχανίας δεν περιορίζεται στην κριτική αντιμετώπιση ενός έργου του καλλιτέχνη, και η πίεση δεν περιορίζεται στην ανάγκη να γίνει πετυχημένος αλλά και να παραμείνει εκεί. Πολύ γρήγορα έρχεται η στιγμή που η αναγνωρισιμότητα θα τον σπρώξει να περάσει εκείνο το μοιραίο κατώφλι που οδηγεί στην ζούγκλα του κουτσομπολιού. Από εκείνη τη στιγμή, η κάθε πτυχή της προσωπικής του ζωής σερβίρεται στο κοινό με τα φίλτρα που θα επιλέξει ο αντίστοιχος διαχειριστής της κάθε είδησης. Κυρίαρχο θύμα είναι ο καλλιτέχνης και μετά μαζί του όλα τα κοντινά του πρόσωπα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Κάτω από μια λάμψη που δύσκολα διαχειρίζεται κανείς σωστά και ψύχραιμα, μια διαρκής και ανεξέλεγκτη εισβολή στην ιδιωτικότητα διαλύει κάθε αίσθηση προστασίας και ικανότητας άμυνας. Σήμερα, με τις ιδιομορφίες του διαδικτυακού κόσμου, ή παραμικρή έκθεση ενός διάσημου σε κάτι πιο προσωπικό, προκαλεί εύκολα εκβιασμό και bullying. Οι πρόσφατες αυτοκτονίες νεαρών αστέρων της K-pop, που τάραξαν τα νερά της κορεατικής showbiz, αποδόθηκαν σε διαδικτυακό εκφοβισμό. Στη Νότια Κορέα, οι αστέρες της K-pop παραλαμβάνονται από πρακτορεία σε νεαρή ηλικία, στις αρχές ή στα μέσα της εφηβείας τους, και ζουν υπό αυστηρό έλεγχο, περνώντας τις μέρες τους με εξαντλητική μουσική και χορευτική εκπαίδευση, ενώ υφίστανται μεγάλη πίεση από τη διασημότητα και τη σχέση εξάρτησης με τους θαυμαστές τους.
Η διαχρονικά επαναλαμβανόμενη είδηση των αυτοχείρων διάσημων μουσικών εξακολουθεί να δείχνει πως ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει συστηματική διαχείριση των ιδιαιτεροτήτων και των ειδικών συνθηκών. Η κατάθλιψη και η εξάρτηση από ουσίες είναι συνήθως τα οριστικά διαβατήρια για την αποφυγή μιας πραγματικότητας που καταλήγει αδύνατη στη διαχείριση και συντριπτική. Και όταν είναι αδύνατο όλοι οι μουσικοί να έχουν τον απίθανο αυτοέλεγχο και απολαυστικό αυτοσαρκασμό των Rush για το τσίρκο της μουσικής βιομηχανίας, η αναθεώρηση της διαχείρισης των ανθρώπων αυτών φαντάζει απαραίτητη.
Όσο όμως και αν αυτή η απώλεια σημαντικών μετοχών στο μουσικό χρηματιστήριο μοιάζει επιφανειακά επιζήμια, ο θάνατος έχει και αυτός τη δική του καταναλωτική γοητεία. Η καταλυτική λειτουργία της πρόωρης απουσίας έχει δείξει με αριθμούς πως πολύ συχνά η τυμβωρυχία γύρω από τον μοιραία γοητευτικό μύθο χαμένων καλλιτεχνών απέδωσε περισσότερο από τη φυσική τους παρουσία. Ακόμα και ο Ray Manzarek των The Doors δεν έχει σταματήσει να λέει πως ο Jim Morrison σκηνοθέτησε τον θάνατό του, ώστε να συνεχίσει να ζει μοναχικά, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έστω και σαν ευσεβή πόθο να το εκλάβει κανείς, είναι καθοριστικό το φως που ρίχνει πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Η τεράστια επιτυχία του βιβλίου “The 27s: The Greatest Myth of Rock & Roll”, το οποίο κυκλοφόρησε το 2008, γράφτηκε από τον Eric Segalstad, και εικονογραφήθηκε από τον Josh Hunter, επισφραγίζει τη μαύρη γοητεία της ιστορίας όσων χάθηκαν μετά την κατάδυση στο στομάχι του τέρατος. Το περιεχόμενο με τη ζωή και τη μουσική κληρονομιά 34 μουσικών που πέθαναν όλοι σε ηλικία 27 ετών, φαντάζει ήδη παρωχημένο μπροστά στη μουσική κοινότητα που έχει μαζευτεί στο καταφύγιο της “ανορθόδοξης” απόδρασης.