“Η τέχνη είναι πίστη και επιβάλλει το καθήκον να αγνοήσεις την κοινή γνώμη”.
Διάβασα τη γνωστή ρήση του Βίνσεντ Βαν Γκονγκ μπαρουτοκαπνισμένος ακόμα στον ατίθασο φανατισμό της εφηβείας. Σκάλιζα ακόμα με τα πινέλα μου εκείνο τον καιρό, περνώντας ήδη σε αυτοσχέδια T-shirts και πλάτες από μπουφάν φίλων κάποια υπεραγαπημένα εξώφυλλα δίσκων. Το στερητικό σύνδρομο της σύντομης περιόδου του Dio με τους Rainbow θα μπορούσε εύκολα με μια χρονομηχανή να με μεταφέρει στις πρώτες γραμμές των δυσαρεστημένων οπαδών που αποδοκίμασαν έντονα τόσο τον Bonnet όσο και τον Turner, στις πρώτες ζωντανές τους εμφανίσεις.
Ο χρόνος γρήγορα μου έμαθε πως ο πολύχρωμος κόσμος της μουσικής είναι γεμάτος από τέτοια στερητικά σύνδρομα, και ακόμα χειρότερα από παρεξηγημένα αισθήματα προδοσίας. Ένα από τα αγκάθια της υπέρμετρης αγάπης είναι η προσφιλής συνήθεια να οικειοποιείται ο ακροατής τη μουσική κατεύθυνση του καλλιτέχνη που λατρεύει. Η κτητική αυτή αγάπη συνήθως μαρμαρώνει την εξιδανίκευση του ακροατή και στέκεται κόντρα σε κάθε πιθανή διαφοροποίηση του καλλιτέχνη. Όπως συμβαίνει και στον έρωτα μεταξύ ανθρώπων, πολύ συχνά η μεταστροφή του ύφους ενός μουσικού μπορεί να γυρίσει ανάποδα το νόμισμα και να αποκαλύψει την όψη της οργής και του μίσους.
Βέβαια, στη μουσική βιομηχανία υπήρξαν συχνά και οι αλλαγές που ανέδειξαν και έκαναν μπάντες να αλώσουν κάθε είδος επιτυχίας, όπως μια μέτρια glam/hair metal μπάντα που μεταμορφώθηκε στο θηρίο του “Cowboys from Hell”… Συνήθως αυτά που μένουν και διαιωνίζουν τις κόντρες στο μουσικό κοινό, δεν είναι βέβαια πετυχημένες μεταμορφώσεις σαν αυτές των Pantera. Όμως η ταύτιση του κοινού με τον καλλιτέχνη συνήθως δεν αφήνει χώρο ούτε για επιβεβλημένες αλλαγές. Προσπάθησα συχνά να μπω υποθετικά στη θέση ενός πιστού οπαδού των Black Sabbath της Ozzy-era, όταν άκουσε για πρώτη φορά το “Heaven and Hell”. Η είσοδος στην περίοδο του Dio είχε σαν διαβατήρια τόσο την ανάγκη, όσο και την απόφαση για μουσική εξέλιξη. Από μια απόλυτα ξεχωριστή περσόνα με μοναδικό attitude και μια ιδιαίτερη φωνή που ακολουθούσε κατά πόδας τα ριφ του Iommi, σε έναν τραγουδιστή με μουσική παιδεία που γνώριζε τα μυστικά της αλληλεπίδρασης των φωνητικών με τα θέματα στην κιθάρα, η γέφυρα ήταν μακριά και τρομακτική. Κάπως έτσι όμως οικοδομήθηκε, και με την συνδρομή των άλλων σπουδαίων καταλυτών της εποχής, το metal των 80’s, και γράφτηκε ιστορία.
Κάποιες άλλες φορές, είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας που δελεάζει τους καλλιτέχνες και επιθυμούν να δοκιμάσουν νέα πράγματα. Η καταιγίδα των εξελίξεων στα στούντιο της δεκαετίας του ’80, το fairlight και όλα τα άλλα εξελιγμένα μοντέλα synthesizer ξεμυάλισαν συχνά τους μουσικούς που θέλησαν να φιλτράρουν τη μουσική τους μέσα από νέα μονοπάτια ήχων. Κάπως έτσι αναδύθηκε τότε και η οργή για το “Turbo” των Judas Priest ή για κάποιους περισσότερο σκληροπυρηνικούς ακόμα και για το “Somewhere in Time” των Iron Maiden. Κάθε εποχή όμως έχει τα δικά της διακριτά σημάδια και όταν η σκόνη καθίσει με το πέρασμα των χρόνων, αυτές οι διαφοροποιήσεις εκτιμιούνται μέσα από άλλο πρίσμα.
Η μεγαλύτερη πολυτέλεια που μπορούν να προσφέρουν τα χρόνια σε έναν καλλιτέχνη απέναντι σε έναν συνεπή ακόλουθο, είναι η κατανόηση της αυτονομίας του. Όσο η ζωή συνεχίζει να παίζει τα απρόβλεπτα παιχνίδια της και ο άνθρωπος να πολεμά, τα πάντα μεταβάλλονται. Οι αποφάσεις που μπορεί να πάρει κάποιος που βιοπορίζεται από τη μουσική επηρεάζονται από ένα σωρό παράγοντες. Κάθε μουσικό όνομα είναι μια μετοχή με συγκεκριμένη αξία στο χρηματιστήριο της μουσικής βιομηχανίας και δεν είναι εύκολο να περιφρονήσεις τα ραντεβού με τις υποχρεώσεις σου, ακόμα και αν η καρδιά σου λέει πως τη δεδομένη στιγμή δεν έχεις τίποτα να πεις. Κάπως έτσι βιώσαμε απίθανες ανισότητες στην καριέρα μεγάλων συγκροτημάτων, όπως για παράδειγμα οι Queensrÿche από την εποχή του “Hear in the Now Frontier” μέχρι την οριστική αποχώρηση του Tate: ένα μοιραία πληγωμένο θηρίο που επιχειρεί αδέξια να παραμείνει επίκαιρο.
Όταν ακούγονται εύκολα και συχνά οι χαρακτηρισμοί “ξεπούλημα” και “συμβιβασμός” κάπως πρέπει να μεταφράζονται και στην πραγματικότητα της εποχής. Όταν οι Metallica με το “Black Album” σάρωσαν τις κορυφές του πλανήτη επαναπροσδιορίζοντας το ύφος τους, θα μπορούσαν εύκολα να μείνουν στον ίδιο ασφαλή χώρο. Πέντε χρόνια αργότερα, με εντελώς αλλαγμένο image και με ένα χαρμάνι που δίνει χώρο στο groove και southern metal, κανείς δεν τους έχει εξασφαλίσει ή υποσχεθεί μια ανάλογη επιτυχία. Αν είναι μόνο του το όνομα που τη φέρνει σαν αυτόματος πιλότος, αυτό είναι δικό τους επίτευγμα. Πόσο όμως είναι τελικά ειλικρινής και έντιμος ένας καλλιτέχνης που τρομάζει απέναντι στις ίδιες του τις προκλήσεις και προτιμά να πορευτεί ασφαλής και περιχαρακωμένος στα συνήθη και αποδεκτά χωράφια του; Αν η θέση αυτή τον εκφράζει αιώνια, πάω πάσο φυσικά, παραμένει αληθινός.
Κάπου μέσα στα απόκοσμα μυστικά χαρμάνια του Åkerfeldt, διασχίζοντας απανωτά την ολόφρεσκη δουλειά των Opeth και έχοντας απέναντι αντίστοιχα τις πολύχρωμες αντιδράσεις όλων των πιθανών “παρατάξεων”, ο Βαν Γκονγκ αναδύθηκε ξανά, σαν να επιστρατεύτηκε να προστατέψει και να υπερασπιστεί τους θαρραλέους δημιουργούς αυτού του κόσμου. Στην περιπέτεια κάθε ελεύθερου μυαλού είναι αυτονόητη η περιφρόνηση στην κοινή γνώμη. Άλλωστε, αν τελικά δεν μπορείς να γεμίσεις με το αποτέλεσμα, ο κήπος της μουσικής είναι απέραντος, και κάπου θα βολευτείς.