Η εξέλιξη του βραδιού Παρασκευής (19/1), επανεπιβεβαίωσε ότι τα πιο απρόσμενα, τα πιο τυχαία γεγονότα, σε οδηγούν μερικές φορές, μη αναμενόμενα, σε κάτι όμορφο και άξιο λόγου. Και χωρίς αυτό φυσικά να συνδέεται με τους πρωταγωνιστές της νύχτας, αλλά μόνο με τις συγκυρίες και την παρότρυνση του φίλου Απόστολου, που με οδήγησε στα στενά πάνω από τη Λιοσίων. Δεν ήταν στο πρόγραμμα να κατηφορίσω προς τα, πάντα, ευπρόσδεκτα και αποζητούμενα αυτά μέρη, γι’ αυτό και όταν προέκυψε και ένεκα….οικογενειακών υποχρεώσεων, κατέληξα να περνάω τις πόρτες του φιλόξενου, ιστορικού Κυττάρου, λίγο μετά τις 22.30.
Είχα, δυστυχέστατα, μόλις χάσει την εναρκτήρια εμφάνιση των Thee Holy Strangers, ενώ ήταν τότε που η σκηνή είχε καταληφθεί από τους ιστορικούς Απροσάρμοστους 2.1 (πλέον). Με την αλλαγή στο όνομα να προσθέτει την έννοια της ανανέωσης, αλλά την αξία μνήμης και ιστορίας αυτού παρούσα και διάχυτη, συν τω (πάντα) ιδανικό ήχο του Κυττάρου, δεν άργησαν να «επικοινωνήσουν» και «συνδεθούν» με το κοινό και να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα εκατέρωθεν. Με την σύγκριση, αναπόφευκτη ενδόμυχα, με αυτή του two dot zero, δεδομένα κατάφεραν να λάβουν την θετική «ψήφο» του κοινού που βρισκόταν στο Κύτταρο.
Δωρικοί, «μεστοί», με νέα τραγούδια, όπως το όμορφο “Τί περιμένεις” στη «μουσική φαρέτρα» τους, και με έναν Οδυσσέα Γαλανάκη στην κιθάρα να κερδίζει προσωπικά την προσοχή μου, ολοκλήρωσαν την εμφάνισή τους, με συγκινησιακά φορτισμένο πρόσημο, με τα “Γ@μ@τε γιατί χανόμαστε” του {σαν πρόσφατα, (σ.σ. τεράστιου!) εκλιπόντα} Τζίμη Πανούση και το “Rock ‘n’ Roll στο Κρεβάτι” του Σιδηρόπουλου.
Περίπου δέκα λεπτά πριν τις έντεκα, το κοινό ανέμενε την είσοδο του Δημήτρη Πουλικάκου, όπως και συνέβη, και ενώ η πολυμελής μπάντα είχε ήδη λάβει θέσεις στη σκηνή. Ήταν η μέρα που ήταν ήδη sold out και τα γεμάτα τραπεζάκια στον εξώστη, αλλά και η πλήρης κάλυψη στο κάτω μέρος το επιβεβαίωναν. Κοινό διαφόρων ηλικιών, άνθρωποι της τέχνης ανάμεσά μας, άλλοι μεγαλύτερης ηλικίας, άλλοι έκδηλα συνδεδεμένοι με την γειτονιά των Εξαρχείων και την ιστορία τους.
Δεν είχα ξαναδεί, ακόμα και σε τέτοιους, πιο «ζεστούς» χώρους, ποτέ τέτοια οικειότητα και τέτοια διαδραστικότητα στην επικοινωνία με μέρος του κοινού, που έφτασε, σε περιπτώσεις και το σημείο του καλοπροαίρετου πειράγματος, εκατέρωθεν.
Ο Πουλικάκος ξεκίνησε ευθύς, και την πορεία του στη βραδιά, στα μάτια μου, «στιγμάτισαν» η καυστικότητα των σχολίων του, το πηγαίο χιούμορ του, η αυθεντικότητα και το ταλέντο του. Μα πιότερο ίσως, το προσόν του και «παράσημο», ότι ελάχιστοι «εντός τειχών» μπορούν να καυχιούνται ότι ο όρος rock τους συντροφεύει ουχί μόνο στην καλλιτεχνική έκφανση της προσωπικότητάς τους, μα σαν «εκ γενετής» ή εξ εφηβείας παρακαταθήκη.
Του Πουλικάκου, του «χρώσταγα» κάποιες από τις πιο ευχάριστες στιγμές της δικιάς μου εφηβείας, όταν με μία από τις πιο σημαντικές παραγωγές στην Ιστορία της Ελληνικής, ιδιωτικής τηλεόρασης, τους «Αυθαίρετους», συντρόφευε με το σπάνιο ταλέντο του, όντως πολύπλευρο, την συναναστροφή μου με την “TV Screen”, που θα απαρνιόμουν, ευτυχώς, σχεδόν ολοκληρωτικά μετά χρόνια. Και όριζε τότε, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές, την αιτία πολλών δυσάρεστων σε τούτο τον τόπο, στο κενό που δημιουργούνταν, με την εξάλειψη του πηγαίου φιλότιμου, με την επικράτηση της αυθαιρεσίας.
Με μία μικρή ανασκόπηση της ιστορίας και των καλλιτεχνικών πεπραγμένων του, που έκδηλα, έβγαιναν αβίαστα στη σκηνή μπροστά μας, μπορεί και ο πλέον αδαής με την πορεία του να προσεγγίσει την υπερταλαντούχα, «θορυβώδη» rock περσόνα (και όχι μόνο) που πάντα αποτελούσε. Αξίζει να το πράξει κάποιος, άλλωστε….
Η περιπλάνηση ανάμεσα σε βιωματικά τραγούδια, στην «δεδουλευμένη οικειοποίηση» των blues του Μισσισσιππή και της rock μουσικής ως τρόπο ζωής, το έντονο συναίσθημα και η εκ βαθέων ερμηνεία, καθήλωναν τον ακροατή και καθιστούσαν πολύτιμη την, έστω μία φορά, βίωση μίας εμφάνισής του.
Στην ειλικρινή, έστω και ενδεχομένως απροβάριστη συνύπαρξη με τον σπουδαίο ερμηνευτή Μανώλη Μητσιά, που είχαν την τύχη να δουν όσοι ήταν την Παρασκευή, και μόνο, στο Κύτταρο, σε τρία μάλιστα καινούρια τραγούδια του (πάντα με ιδιαίτερους, στοχεύοντες στην καρδιά στίχους), η δύναμη της μουσικής, κατά την σύμπραξη δύο μάλλον παράταιρων μουσικών κόσμων, ανέδειξε την ισχύ αυτής και έκανε τον Μητσιά να αναρωτηθεί…. πώς θα του μάθαινε να γίνει ροκάς στα γεράματα.
Όλη η διάρκεια της εμφανίσεως μπορεί να εστιαστεί στα πάντα καυστικά και χιουμοριστικά σχόλιά του, όπως ανέφερα, στο ταξίδι ανάμεσα σε ελληνόφωνα rock κομμάτια, blended (που λένε και στο χωριό μου) με «διεθνή», blues & rock «ηχοχρώματα» και σε μια, ακατάπαυστα, ειλικρινή διάθεση να ξεπεράσει όπως και έκανε, το (μάλλον σύνηθες) τρίωρο, μη θέλοντας να αποχωριστεί τη σκηνή.
Μπορεί να ειπωθεί με ιδιαίτερη σιγουριά, ότι «χρωματίστηκε» από μία εκπληκτική μπάντα, τους “Γεια σου Τάκη”, εις εκ των οποίων υπήρξε φανταστικός, με δεσπόζουσα (οφείλω να πω) στα μάτια μου την φιγούρα του Βασίλη Σπυρόπουλου (Σπυριδούλα), με τον εκπληκτικό Χαράλαμπο “Μπάμπη” Παρίτση, που «ζωγράφιζε» μουσικά και συναισθηματικά με το βιολί του, αλλά ομοίως και με τον Κωστή Βαζούρα στο σαξόφωνο.
Δε λησμόνησε να αφιερώσει τη βραδιά σε όσους λόγω ανωτέρας βίας απουσίασαν από αυτή, αλλά και τους φίλους που φύγαν νωρίς, όπως, μεταξύ άλλων, τον Νίκο Σπυρόπουλο, αδερφό του Βασίλη και συνοδοιπόρο στους Σπυριδούλα.
Ανάξια λόγου η κουβέντα περί «απόδοσής» του, έμοιαζε όμως να «τρέφεται» από την σκηνή και τον κόσμο, όντας πιο απολαυστικός όσο η νύχτα κυλούσε.
Highights της βραδιάς, πλέον των προαναφερθέντων ντουέτων με τον Μανώλη Μητσιά, οι εκπληκτικές εκτελέσεις των “Guns of Brixton” (The Clash) και “I’m Waiting For The Man” {The Velvet Underground (Lou Reed)}, παρέα με τον Αλέξη Καλοφωλιά (Thee Holy Strangers, Last Drive), αλλά και η εμφάνιση του Άλεξ “Boogie-man” Μυλωνά.
Τρεις ώρες και κάποιες στιγμές αργότερα, και χωρίς την εκτέλεση (τελικά) του (έντονα αναζητηθέντος από το κοινό) «Υπάρχω», φτάσαμε στην πιο φορτισμένη του set του, όπου με πρωτοβουλία της μπάντας, δόθηκε η ευκαιρία στο κοινό να αποδώσει, σχεδόν αυτόνομα, το “Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη”, εν είδει «βάλσαμου».
Δεν υπάρχει ανάγκη μεγαλόσχημων λόγων, για να περιγράψουν το «Θείο Νώντα», τον 80άχρονο, που ξημερώματα Κυριακής (σε δεύτερο, σερί τρίωρο set, που οδηγούταν επίσης, όπως πληροφορήθηκα σε sold out) τα συμπλήρωσε στη σκηνή του Κυττάρου, εκεί που θαρρείς παίρνει έξτρα δύναμη και ζωή. Όπως έπραττε και τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, όταν η ορχήστρα είχε αποχωρήσει και έμενε εκεί χαιρετώντας τον κόσμο που τον πλησίαζε.
Διότι….. Rock λέγεται και είναι απλό…… Αρκεί να το έχεις μέσα σου!
Φωτογραφίες: Σταύρος Βλάχος