MADRUGADA (24/9/2022) Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο), Αθήνα

LIVE REPORT

Ήταν μια από αυτές τις βραδιές που θα μας συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής μας. Μια βραδιά που μόνο μπάντες με την ποιότητα των Madrugada μπορούν να μας προσφέρουν. Ο χώρος ήταν μαγικός και το σπουδαίο Νορβηγικό συγκρότημα, “έδεσε” με τον πλέον αρμονικό τρόπο τα όνειρα που σχηματίζονταν στον αττικό ουρανό, με τους στίχους των τραγουδιών τους.

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Καταρχάς, ένα μεγάλο μπράβο στους διοργανωτές για την τήρηση του αρχικώς ανακοινωθέντος προγράμματος. Η διοργάνωση ήταν άψογη και σε ένα χώρο “δύσκολο” για τη διεξαγωγή events, όπως το Καλλιμάρμαρο, όλα κύλισαν αρμονικά.

Το opening-act που επιλέχθηκε ήταν η Amanda Tenfjord, που ήταν αξιοπρεπέστατη. Για περίπου 35 λεπτά, παρέδωσε δείγματα του ταλέντου της και των ερμηνευτικών της ικανοτήτων. Προσωπικά θεωρώ πως από τις πρωτογενείς της επιρροές είναι η Florence Welsh,Florence and the Machine δηλαδή, και αναφέρομαι στο συνθετικό κομμάτι και όχι στο χορευτικό. Προσωπικά θα παρακολουθήσω την πορεία ης εξέλιξής της, επειδή η ποιοτική pop με έμφαση στη φωνητική απόδοση, νομίζω πως είναι κάτι που λείπει από τους μουσικούς καιρούς της εποχής μας.

Στις 21.15 ακριβώς, οι Madrugada εμφανίστηκαν στην εξέδρα που είχε τοποθετηθεί περίπου στο μέσο του Παναθηναϊκού Σταδίου. Τα “Nobody Loves You Like I Do” και “Running from the Love of Your Life”, προερχόμενα από το τελευταίο τους άλμπουμ “Chimes At Midnight”, προδιέθεσαν τους περίπου 15.000 θεατές, για την υπέροχη βραδιά που επρόκειτο να εξελιχθεί. Η άρτια φωνητική απόδοση του Silvert Hoyem και το απόλυτο δέσιμο των υπολοίπων μελών της μπάντας, επιβεβαιώθηκε καθόλη τη διάρκεια της συναυλία τους, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, υπερέβη τα 130 λεπτά.    

Με το “Higher”, από το έως και σήμερα κορυφαίο τους άλμπουμ “Industrial Silence”, η ένταση ανέβηκε κατακόρυφα, με τις κιθάρες να κυριαρχούν. Η σκιά του συνιδρυτή της μπάντας, Robert Buras, θα πλανάται για πάντα πάνω από τους Madrugada. Η αιφνίδια απώλειά του το 2007, ήταν αυτή που στοίχειωσε τους Hoyem, Frode Jacobsen και Jon Pettersen, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στη διάλυση του συγκροτήματος. Η επαναδραστηριοποίησή τους από το 2018 και μετά, έδειξε ότι στους μουσικούς δρόμους που ακολουθούν, ο Robert θα είναι παντοτινός συνοδοιπόρος. Κάθε απώλεια αφήνει μια ανεπούλωτη πληγή. Και είναι μόνο η μουσική, αυτή που έχει τη δύναμη όχι να γιατρέψει, αλλά να μετατρέψει αυτή την πληγή σε κοίτασμα δημιουργίας.

Συνέχισαν με το “Hands Up-I Love You”, από το “The Nightly Disease” φανερώνοντας την πρόθεσή τους να καλύψουν το σύνολο της δισκογραφίας τους. Τα “Electric”,“What’s On your Mind”, και “Help Yourself To Me” έριξαν κάπως τους τόνους, και γέμισαν την ατμόσφαιρα με μια αλά Nick Cave κατάνυξη, επειδή ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι χωρίς τον σπουδαίο Αυστραλό καλλιτέχνη, οι Madrugada ίσως και να μην υπήρχαν. Το ίδιο συνέβη και με το “ Call My Name” , που συμπεριλαμβάνεται στην τελευταία τους δισκογραφική δουλειά.

Οι εναρκτήριες νότες του «Black Mambo” ,εκτόξευσαν την αδημονία του κοινού. Η εξέλιξη του κομματιού και η ιεροτελεστική ερμηνεία του Hoyem, σε συνδυασμό με το παιχνίδισμα των ιριδιζόντων  φώτων που γέμιζαν το τοπίο, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο συναυλιακό highlight. Το “Salt” που ακολούθησε, διατήρησε την ίδια ατμόσφαιρα, με το touring member Cato Thomassen στις κιθάρες, να στρέφει πάνω του τα φώτα.

Οι πρώτες νότες του “Blood Shot Adult Commitment και το ξετύλιγμα ενός από τα πλέον ρυθμικά κομμάτια της μπάντας, φόρτισαν με ηλεκτρισμό την ατμόσφαιρα. Συνέχισαν με μια μαγευτική ερμηνεία του ‘Majesty”, και έκλεισαν το πρώτο μέρος της εμφάνισής τους με το πολυαγαπημένο “Strange Colour Blue”, σε μια εκτέλεση που υπερέβη τα 8 λεπτά και περιείχε snippet από το State Trooper του Bruce Springsteen.

Αποσύρθηκαν προσωρινά υπό τις διαρκείς επευφημίες του κοινού και επανεμφανίστηκαν με το “Vocal” σήμα κατατεθέν του ήχου τους.. Με αυτό το κομμάτι μυήθηκα προσωπικά στη μαγεία αυτής της σπουδαίας μπάντας. Η ατμόσφαιρα άλλαξε εκ νέου με τα “ Stabat Matter” και “ Honey Bee”, η χορωδιακή απόδοση των οποίων από το σύνολο των Irida Vocal Ensemble, μας μετέφερε σε κάποια πόλη της Ευρώπης του Μεσοπολέμου. Προσωπικά φαντάστηκα τον Μπέρτολντ Μπρεχτ να σιγοψυθιρίζει κάποιους στίχους της Εντίθ Πιαφ.

Αυτό που θα έπρεπε να αποφευχθεί ήταν το “Lift Μe”. Εντελώς παράταιρο με το στιλ του συγκροτήματος, μου θύμισε κάτι από φτηνή ιρλανδέζικη pop αλά Eurovision. Για την ιστορία, και όπως μας πληροφόρησε ο Silvert, δεν συνηθίζουν να το παίζουν εκτός της πατρίδας τους. Τον συνόδευσε επί σκηνής η Ane Brun.

Ευτυχώς η τάξη επανήλθε άμεσα με το “Only When You’re Gone” και αποκαταστάθηκε πλήρως με το “Look Away Lucifer”, επίσης κομμάτι κατατεθέν του dark-alternative ήχου των Madrugada. Το “The Kids Are On High Street” αποτελούσε και θα αποτελεί το συναυλιακό magnum opus. Ο Hoyem βούτηξε στο κοινό, δημιουργώντας πρωτοφανή έκρηξη αδρεναλίνης. Μεταφέρθηκε στους ώμους των θεατών, και όταν ανέβηκε ξανά στη σκηνή, ήξερε, πως αυτός και το συγκρότημα, υπήρξαν οι κυρίως υπεύθυνοι για μια από τις ωραιότερες συναυλιακές εμπειρίες των τελευταίων ετών που βιώσαμε. Οι τίτλοι τέλους γράφτηκαν με το “Valley Of Deception”. Λιτά και μεγαλοπρεπώς. Επειδή αυτοί είναι οι Madrugada. Οι αρχιτέκτονες μιας λιτής μουσικής μεγαλοπρέπειας. Λογοτεχνικά μιλώντας, μια ιστορία του Edgar Allan Poe, σε συνδυασμό με τη γραφή του Knut Hamsun.    

Γράφει ο Κώστας Νασόπουλος

To Σάββατο το βράδυ, πραγματοποιήθηκε μια από τις πολυαναμενόμενες συναυλίες του 2022. Υπό την εποπτεία του Παρθενώνα, κάτω από το λόφο του Αρδηττού και στο βάθος να στέκει ο Λυκαβηττός σαν από παραμύθι, το Νορβηγικό συγκρότημα Madrugada πλημμύρισε με μελωδίες το εμβληματικό και ιστορικό Παναθηναϊκό Στάδιο.

Η ανακοίνωση της επανένωσής τους το 2019 (20 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ “Industrial Silence”, (1999), γέμισε με ενθουσιασμό τους οπαδούς του συγκροτήματος οι οποίοι δεν τους ξέχασαν ποτέ. Την άνοιξη του 2019 ακολούθησαν 2 επιτυχημένες συναυλίες στη χώρα μας, για να επιστρέψουν προχθές με νέο άλμπουμ “Chimes at Midnight”. Ήδη στους ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς έχουν γίνει γνωστά τα “Nobody loves like I do”, “Dreams at Midnight” και “The World could be Falling Down”.

Το πλήθος του κόσμου άρχισε να καταφθάνει από νωρίς στο ιστορικό Καλλιμάρμαρο Στάδιο, αφού οι πύλες άνοιξαν 18.30 μμ. Την βραδιά άνοιξε 20.30 μμ, η 25-χρονη Ελληνονορβηγίδα τραγουδίστρια Αμάντα Τένφιορντ (η Amanda Tenfjord εκπροσώπησε τη χώρας μας στη Eurovision πριν από μερικούς μήνες).

Οι Madrugada εμφανίστηκαν σύμφωνα με το πρόγραμμα στη σκηνή 21.15 μμ. Την παρέα του Sivert Hoyem συμπλήρωναν τα ιδρυτικά μέλη, Frode Jacobsen (μπάσο) και Jon Lauvland Pettersen (τύμπανα), καθώς και οι Cato “Salsa” Thomassen (κιθάρα) και Christer Knutsen (πλήκτρα). Ο κόσμος υποδέχτηκε το γκρουπ μέσα σε αποθέωση και για τις επόμενες 2 και κάτι ώρες ο αττικός ουρανός γέμισε από τις συνθέσεις των Madrugada.

Ξεκίνησαν με 2 τραγούδια από το νέο τους άλμπουμ, τα “Nobody loves you like I do” και “Running from the love of your life”. Εκπληκτικές ήταν οι εκτελέσεις των “Higher”, “Electric”, “Black Mambo” και του “Salt”. Όσο περνούσε η ώρα το γκρουπ έβγαζε απίστευτη ενέργεια, μέχρι που ξεκίνησε η εισαγωγή του “Blood Shot Adult Commitment”. Το κομμάτι σάρωσε το στάδιο από άκρη σε άκρη και ξεσήκωσε το πλήθος. Ο ήχος απίστευτος, κρυστάλλινος, σαν να ακούς δίσκο. Σε αυτό βοήθησε η ακουστική του σταδίου.

Ακολούθησαν δυο ιστορικές εκτελέσεις. Δυο κομμάτια ορόσημα, “σήμα κατατεθέν” της μουσικής τους. O frontman του γκρουπ, πιο ώριμος από ποτέ, με τη χαρισματική, αψεγάδιαστη φωνή του, μάγεψε το κοινό με το “Majesty” και το “Strange Colour Blue”. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τον ύμνο… το “Vocal”!!!. Η ατμόσφαιρα γέμισε με μελωδίες, χρώματα και συναισθήματα που θα μείνουν χαραγμένα στο μυαλό όσων τα έζησαν.

Στα κομμάτια «Stabat Mater» και «Honey Bee» που ακολούθησαν, το συγκρότημα συνόδεψε η 10μελής χορωδία “Irida Vocal Ensemble” της Δήμητρας Καραμπεροπούλου. Στη συνέχεια ο Sivert κάλεσε στη σκηνή, ως special guest, τη Νορβηγίδα τραγουδοποιό Ane Brun, για να ερμηνεύσουν μαζί το “Lift Me”. Η Αν Μπρουν (Αν Μπρούνφολ) από το Μόλντε της Νορβηγίας, προέρχεται από μουσική οικογένεια. Έχει κερδίσει τρία Νορβηγικά και δύο Σουηδικά βραβεία Grammy, ενώ τα άλμπουμ της (12 στον αριθμό, τα περισσότερα πλατινένια) βρίσκονται σταθερά στην κορυφή των charts. Η ίδια έχει αποκτήσει διεθνή αναγνώριση και διευθύνει τη δική της δισκογραφική (Balloon Ranger Recordings).

Το μαγικό ταξίδι στο χρόνο συνεχίστηκε με τα “Only When You’re Gone”, “Look Away Lucifer” και “The Kids Are on High Street”. Στο τελευταίο από αυτά, επιβεβαιώθηκε αυτό που είχε αναφέρει κάποια στιγμή ο Sivert. “Η σχέση των Madrugada με το ελληνικό κοινό είναι σχεδόν ερωτική”. Ο τραγουδιστής βγήκε μπροστά, κατέβηκε στο πλήθος, περπάτησε ανάμεσα στους θαυμαστές του οι οποίοι τον αγκάλιαζαν, τον σήκωσαν ψηλά και εκείνος το απολάμβανε, όπως και ολόκληρο το συγκρότημα. Η σκηνή με την αρένα έγιναν ένα.

Στο τελευταίο κομμάτι “Valley of Deception” η συναυλία μετατράπηκε σε γιορτή. Όλο το στάδιο κουνούσε ρυθμικά τα χέρια ψηλά για να ευχαριστήσει τους Madrugada γι’ αυτό το μαγευτικό μουσικό ταξίδι. Στη σκηνή πίσω τους εμφανίστηκε ένα φλεγόμενος, ανατέλλων ήλιος και η λέξη MADRUGADA. Στα μεγάφωνα άρχισε το “If I can dream” του Έλβις Πρίσλεϊ (πιστεύω δεν ήταν τυχαίο γιατί πολλές φορές ο Sivert ανέφερε τη λέξη “unreal”, σαν να μην πίστευε αυτό που ζούσε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο)!!!

Την ίδια στιγμή όλο το συγκρότημα απολάμβανε τις αξέχαστες στιγμές, με βαθιά υπόκλιση μέσα σε αποθέωση με το παρατεταμένο χειροκρότημα του πλήθους.
Ήταν μια από τις καλύτερες συναυλίες που έχω παρακολουθήσει, και δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Αναμένουμε τώρα να κυκλοφορήσει και επίσημα το CD και το DVD της συναυλίας, όπως έγινε με το “Live at Acropolis” στο Ηρώδειο το 2016!!!

Avatar photo
About Απόστολος Κουφοδήμος 94 Articles
Κάπου ανάμεσα στο Μάρκες και τους Pearl Jam. Ανάμεσα σε Ντοστογιέφσκι και Bruce Springsteen. Τα πρώτα βινύλια των Iron Maiden και τα πρώτα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Ο κόσμος είναι όπως είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αλλά εμείς οι ίδιοι, δε θα γίνουμε ποτέ όπως ο κόσμος. Έχουμε τη μουσική μαζί μας.