To “Stormbringer” έχει την σπάνια τιμή να είναι το άλμπουμ που πενήντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να διχάζει τις γνώμες τόσο των οπαδών όσο και των ίδιων των μελών των Deep Purple. Αν ρίξει κανείς μία ματιά πίσω από το funk, blues, soul και rock patchwork της θαυμαστής ποικιλομορφίας του, με ευκολία θα εντοπίσει την αρχή του τέλους για τους Purple αλλά παράλληλα και την αρχή των Rainbow. Αυτό το φθινόπωρο, το “Stormbringer”, σιωπηλά, χωρίς τις τυμπανοκρουσίες που στήθηκαν για την αντίστοιχη επέτειο του Burn στις αρχές του χρόνου, γιορτάζει μισό αιώνα από την κυκλοφορία του.
Το καλοκαίρι του 1974 οι Deep Purple βρίσκονται στο απόγειο της καριέρας τους. Το ριψοκίνδυνο “πείραμα” της αντικατάστασης του Glover και του Gillan με τους Hughes και Coverdale έχει στεφτεί από αναμφισβήτητη επιτυχία κερδίζοντας σύσσωμο τον μουσικό τύπο και τους οπαδούς. Το πολυπλατινένιο “Burn” δεσπόζει ακόμα ψηλά στην κορυφή των charts σε Ευρώπη και Αμερική και το συγκρότημα μόλις έχει ολοκληρώσει μακράν την πιο επιτυχημένη περιοδεία της καριέρας του.
Αναμφίβολα, οι συνθήκες παρέχουν την σπάνια για την εποχή πολυτέλεια, μετά από δέκα επιτυχημένες κυκλοφορίες και έξι χρόνια ασταμάτητων περιοδειών, οι Purple να πάρουν τον χρόνο τους και προσεκτικά να σχεδιάσουν την επόμενη τους κίνηση πριν μπουν ξανά στο studio. Αντί αυτού η δισκογραφική εταιρία τους πιέζει για μία ακόμη κυκλοφορία πριν το τέλους του έτους. Το συγκρότημα δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του αλλά το συμβόλαιο με την EMI δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Ο Blackmore ένα χρόνο μετά (modern guitars 1975) περιγράφει εύστοχα την κατάσταση: “Ήταν απλά ένα προϊόν. Δεν ήταν μουσική πλέον. Η δισκογραφική εταιρία ήθελε ένα προϊόν στα ράφια για να πάνε να το αγοράσουν οι πιτσιρικάδες, οι οποίοι φυσικά, επειδή μας είχανε δει στις συναυλίες και τους άρεσαν τα προηγούμενα άλμπουμ πηγαίνανε και το αγοράζανε.”
Με σκοπό την εξοικονόμηση χρημάτων και την καλύτερη προετοιμασία πριν μπουν στο studio, αποφασίστηκε να προηγηθούν της ηχογράφησης λίγες εβδομάδες εντατικών προβών. Για το σκοπό αυτό το συγκρότημα κατευθύνεται στα τέλη Ιουνίου του 1974 στο κάστρο Clearwell στην Ουαλία. Το κελάρι του κάστρου, την δεκαετία του 70’ ήταν δημοφιλής προορισμός για συγκροτήματα όπως οι Black Sabbath, οι Led Zeppelin, οι Bad Company και οι Queen που το προτιμούσαν τόσο για τις πρόβες τους όσο και για τις ηχογραφήσεις των άλμπουμ τους. Το ειδυλλιακό σκηνικό στην εξοχή της Ουαλίας, αποτέλεσε περισσότερο θέρετρο διακοπών παρά χώρο εργασίας. Αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς πως οι Purple βρισκόταν υπό την ακατάπαυστη πίεση συνεχόμενων περιοδειών και ηχογραφήσεων εδώ και πολλούς μήνες.
Στο Clearwell Castle, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες ρίξεις μεταξύ των μελών. Ο Glen Hughes και ο David Coverdale δεν είναι πλέον οι “νεοφερμένοι” στο συγκρότημα. Έχοντας βρει τα “πατήματά” τους έχουν πλέον άποψη την οποία υποστηρίζουν σθεναρά με κάθε ευκαιρία.
Ο Blackmore για πρώτη φορά δεν κρατάει το τιμόνι των Purple. Έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων και σιγά σιγά θα αρχίσει να χάνει και το ενδιαφέρον του για το ίδιο το συγκρότημα. Η στροφή (κυρίως με ευθύνη του Hughes) σε πιο soul ήχους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις δικές του μπαρόκ επιρροές και την hard rock αισθητική του. Η απουσία ενδιαφέροντος για τη μουσική τροπή που έπαιρναν τα πράγματα σε συνδυασμό με τον γάμο του που κατέρρεε είχαν ως αποτέλεσμα την αποστασιοποίηση του κιθαρίστα σε σημαντικό βαθμό από τη δημιουργική διαδικασία, κάτι που εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ακούγοντας προσεκτικά το “Stormbringer”.
Κατά την διάρκεια των προβών στην Ουαλική εξοχή, ήταν αδύνατο να βρεθεί κοινή συνισταμένη για την κατεύθυνση του album. Υπήρχαν συνεχώς αντικρουόμενες απόψεις τόσο για το τι έπρεπε να περιλαμβάνεται όσο και για το τι δεν έπρεπε να περιλαμβάνεται σε αυτό.
Οι συνεχώς αυξανόμενες εντάσεις και διαφωνίες μεταξύ των μελών, πέρα από τις προφανείς μουσικές διαφορές και τους αναπόφευκτους εγωισμούς, πυροδοτήθηκαν αυτή τη φορά και από οικονομικούς λόγους. Τα μέλη της Mk II περιόδου διένεμαν ισόποσα τις απολαβές που προκύπταν από τις πωλήσεις, αποδίδοντάς τα πνευματικά δικαιώματα συλλογικά στο συγκρότημα. Με προτροπή του Blackmore αποφασίστηκε πως στη Mk ΙΙΙ περίοδο, τα πνευματικά δικαιώματα κάθε σύνθεσης, θα αποδίδονται μόνο σε όσους έχουν ενεργή ανάμιξη στη δημιουργία ενός τραγουδιού. Η νέα συνθήκη διανομής των κερδών, που έρρεαν αν αφθονία, διαμόρφωσε νέες εύθραυστες ισορροπίες και μία εύφλεκτη δυναμική που δεν ευνοούσε τη δημιουργική διαδικασία.
Οι Deep Purple είναι πλέον πέντε μουσικοί που ο καθένας τραβάει προς τη δική του κατεύθυνση. Είναι λίγες οι στιγμές που βρίσκονται όλοι μαζί στο studio στο κελάρι του κάστρου. Ο Blackmore είναι εκεί από νωρίς το πρωί περιμένοντας τους υπόλοιπους ενώ ο Jon Lord κατεβαίνει από το δωμάτιο του συχνά μετά τις έξι το απόγευμα και δουλεύει μαζί με τον Coverdale, και μερικές φορές τον Hughes, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι ολονυκτίες του Lord και του Coverdale έδωσαν πληθώρα συνθέσεων που είχε ως αποτέλεσμα σε συνεντεύξεις της εποχής να δηλώνουν και οι δύο τους πως το άλμπουμ που ετοιμάζουν θα είναι διπλό. Η πλειοψηφία αυτού του υλικού δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ.
Φεύγοντας από το Clearwell Castle οι Deep Purple είχαν στις αποσκευές τους το δια χειρός Blackmore Stormbringer (που έμελλε στη συνέχεια να δώσει το όνομα του στο άλμπουμ) και μερικές μισοτελειωμένες ιδέες.
Επόμενος σταθμός το Μόναχο και τα Musicland studios στα υπόγεια του Arabella Bonenhausen Hotel. Αγαπημένο studio του παραγωγού των Purple, Martin Birch ο οποίος το περιγράφει ως “Ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα και τεχνολογικά προηγμένα studio που υπάρχουν.” Θα επιστρέψει εκεί λίγους μήνες μετά μαζί με τον Blackmore για τις ηχογραφήσεις του πρώτου άλμπουμ των Rainbow αλλά και με τους υπόλοιπους Purple για το “Come Taste the Band”.
Σύμφωνα με τα αρχεία, οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν στις 8 Αυγούστου του 1974. Ο Birtch θυμάται από τις ηχογραφήσεις: “Υπήρχαν αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον Glenn και στον David σχετικά με το ποιος θα τραγουδήσει τι και σε ποιο σημείο”. Ο ίδιος ο Hughes έχει διαφορετική άποψη για τα γεγονότα: “Ποτέ δεν διαφώνησα με τον David για το ποιος θα τραγουδήσει τι”. Γεγονός πάντως είναι πως η πλάστιγγα των φωνητικών στο Stormbringer μετατοπίστηκε λίγο περισσότερο προς τη μεριά του Glenn σε σχέση με το “Burn”.
Ενώ προσπαθούν να συμφωνήσουν για τα τραγούδια που θα περιλαμβάνει το Stormbringer, ο Blackmore ρίχνει στο τραπέζι την ιδέα να δοκιμάσουν το “Black Sheep of the Family” των Quatermass. Οι υπόλοιποι απορρίπτουν την πρότασή του. Ο ίδιος ο Blackmore περιγράφει το περιστατικό ως εξής: “Τους είπα ας κάνουμε το “Black Sheep of the Family”. Μου απαντάνε: Όχι, γιατί θα έπρεπε; Επειδή είναι ωραίο τραγούδι τους λέω. Όχι, μου ξαναλένε, δεν το γράψαμε εμείς. Τι σχέση έχει αυτό τους ρώτησα, επειδή δεν θα εισπράξετε πνευματικά δικαιώματα δεν θέλετε να ηχογραφήσετε το τραγούδι; Ναι, μου απαντάνε. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για εμένα”.
Το αν το παραπάνω γεγονός στάθηκε η αφορμή ώστε να φυτευτεί στο μυαλό του Blackmore η ιδέα για μία solo κυκλοφορία η αν από πριν έψαχνε διέξοδο για τις ανησυχίες του οι οποίες δεν είχαν πλέον θέση δίπλα στο “Holy Man” και το “You Can’t Do It Right”, παραμένει αδιευκρίνιστο. Όταν λίγους μήνες μετά η ιδέα αυτή ωρίμασε, ζήτησε ξανά από τον Coverdale να τραγουδήσει το “Black Sheep of the Family” και του έβαλε να ακούσει και κάποια ακόμα riff που είχε με την προοπτική να δουλέψουν παρέα. Ο Coverdale μην βρίσκοντας λόγο να ασχοληθεί με ιδέες και επιλογές που είχε ήδη απορρίψει αρνήθηκε για δεύτερη φορά, με αποτέλεσμα ο Blackmore να στραφεί πλέον στους Elf και στον τραγουδιστή τους Ronnie James Dio προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στο όραμά του.
Οι ηχογραφήσεις στα Musicland studios ολοκληρώθηκαν στις 20 του ίδιου μήνα καθώς οι Purple έπρεπε να πετάξουν στην άλλη μεριά του ατλαντικού για μία σειρά προγραμματισμένων συναυλιών από τις οποίες η πρώτη ήταν στο Μαϊάμι στις 24 Αυγούστου. Συνολικά ηχογραφήθηκαν εννέα τραγούδια μέσα σε δώδεκα μέρες, στα οποία έμενε να προστεθούν κάποια από τα φωνητικά και να γίνει η τελική μίξη.
Οι “τελευταίες” πινελιές στο Stormbringer προστέθηκαν στα Record Plant Studios στο Λος Άντζελες. Οι τελικές μίξεις στάλθηκαν στην EMI UK για το mastering στις 10 Οκτωβρίου του 1974.
Track by track:
Stormbringer
Όταν οι Deep Purple μαζεύτηκαν στο Clearwell Castle για να ξεκινήσουν πρόβες, o Blackmore κατέφθασε φέρνοντας μαζί του το βασικό riff του τραγουδιού. Ήταν το πρώτο τραγούδι που ολοκληρώθηκε και στη συνέχεια έδωσε τον τίτλο του στο άλμπουμ. Ο Coverdale αρνείται οποιαδήποτε επιρροή στους στίχους από τον Michael Moorcock και την νουβέλα του με το ίδιο όνομα. Αν έχετε πρόθεση να ακούσετε την αρχή του τραγουδιού ανάποδα για να καταλάβετέ τι ψελλίζει ο Coverdale στο μικρόφωνο, φροντίστε να μην υπάρχουν ανήλικοι στο δωμάτιο.
Love Don’t Mean a Thing
Το τραγούδι γεννήθηκε όταν κάποιος άγνωστος πλησίασε τον Blackmore σε ένα πάρτι και του είπε: “Έχω ένα τραγούδι για εσένα”. Την αρχική άρνηση διαδέχτηκε ο ενθουσιασμός και στη μελωδία που ο άγνωστος τραγούδησε α καπέλα προστέθηκαν επιπλέον μέρη και οι απαραίτητες τροποποιήσεις μέχρι το τραγούδι να πάρει την τελική του μορφή.
Holy Man
Είναι το πρώτο τραγούδι των Deep Purple, μετά το ντεμπούτο τους το 1969, που δεν έχει την υπογραφή του Blackmore. Ο Hughes αναφέρει σχετικά: “Το αγαπώ αυτό το τραγούδι. Συμφωνήσαμε να τραγουδήσω ένα τραγούδι στο άλμπουμ μόνος μου και το “Holy Man” ταίριαζε περισσότερο στη φωνή μου.” Επίσης, σχετικά με το solo, αναφέρει πως: “Ο Ritchie έγραψε το solo με το πρώτο take χρησιμοποιώντας για slide ένα κατσαβίδι που βρήκε εκείνη την ώρα μπροστά του στο studio”.
Hold On
Η αρχική ιδέα του τραγουδιού προήλθε από τον Jon Lord. Ο Blackmore πενήντα χρόνια μετά εξακολουθεί να μισεί το τραγούδι. Οι υπόλοιποι το λατρεύουν. Ο David Bowie που εκείνο το διάστημα έκανε παρέα με τον Hughes ενθουσιάστηκε όταν το άκουσε και σκεφτόταν να το διασκευάσει, επιθυμία που τελικά δεν υλοποιήθηκε. O Hughes θυμάται: “Είχα φέρει τον Bowie στο studio. Αγαπούσε αυτό το τραγούδι. Χόρευε στο control room ενώ ηχογραφούσα τα φωνητικά”.
Lady Double Dealer
Από τις πιο rock στιγμές του άλμπουμ. Ο Blackmore αναφερόμενος στο τραγούδι δήλωσε (modern guitars 1975): “Νομίζω ότι είναι πολύ καθαρός ο ήχος στην κιθάρα. Θα έπρεπε να έχει περισσότερο νεύρο. Θα έπρεπε να έχει περισσότερο distortion”. Το “Lady Double Dealer” ήταν ένα από τα τρία τραγούδια του άλμπουμ (μαζί με το “Gypsy”και το ομότιτλο) που βρήκαν το δρόμο τους στις ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος στην περιοδεία που ακολούθησε. Πάνω στη σκηνή το τραγούδι απέκτησε ότι έλειπε από τη στουντιακή εκδοχή του.
You Can’t Do It Right (With the One You Love)
Κάποια στιγμή κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων και ενώ o Hughes κατευθυνόταν προς την τουαλέτα συναντά μπροστά του τον Stevie Wonder που την ίδια περίοδο ηχογραφούσε σε διπλανή αίθουσα στα Record Plant Studios. Γεμάτος ενθουσιασμό που τον συνάντησε τον προσκάλεσε στο studio των Purple. “Του έβαλα να ακούσει ένα mix από το “You Can’t Do It Right”. Άγγιξε το πρόσωπό μου και με ρώτησε: Είσαι σίγουρος ότι είσαι λευκός; Στη συνέχεια με πήγε στο studio του. Τον παρακολουθούσα να ηχογραφεί μέχρι το επόμενο απόγευμα. Είχα μείνει άφωνος”.
High Ball Shooter
Blackmore (Circus Raves, Ιανουάριος 1975) : “Έγραψα τη συγχορδιακή δομή, δυστυχώς. Ενώ τα φωνητικά στέκονται αξιοπρεπώς το μουσικό περιεχόμενο του τραγουδιού δεν έχει πολύ ενδιαφέρον. Δεν είχα την υπομονή να περιμένω μέχρι το τέλος για να μάθω τον τίτλο. Παρόλα αυτά θυμάμαι πως είναι από Λά”.
The Gypsy
Αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές τόσο του άλμπουμ όσο και των ζωντανών εμφανίσεων της περιοδείας που ακολούθησε. Με εμφανείς τις επιρροές του Blackmore από την μεσαιωνική μουσική που λατρεύει, αποτελεί απόδειξη για το ποιες ήταν οι συνθετικές του “ανησυχίες” την περίοδο των ηχογραφήσεων του Stormbringer και παράλληλα μια πρόγευση για όσα έμελλε να ακολουθήσουν με τους Rainbow.
Soldier of Fortune
Ritche Blackmore: :Έγραψα το τραγούδι με τον Dave. Είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Θα εκπλαγείτε πόσο δύσκολο ήταν να πείσω τους υπόλοιπους να το ηχογραφήσουν. O Jon πείστηκε σχετικά σύντομα. Ο Ian τα παράτησε μετά από δύο take. Δεν είχε και πολλά πράγματα να παίξει στο τραγούδι για να δείξει την αξία του. Ο Glenn μισούσε το τραγούδι, δεν ήθελε να ακούσει καν για αυτό οπότε του είπα: Θα παίξω το funky τραγούδι σου (Hold On) μόνο αν παίξεις το δικό μου, και έτσι τελικά δέχτηκε”.
Η αρχική πρόθεση ήταν το άλμπουμ να ονομαστεί “Silence” και έτσι ο φωτογράφος Dieter Zill κλήθηκε να δημιουργήσει ένα προσχέδιο. Όταν στη συνέχεια αποφασίστηκε το άλμπουμ να ονομαστεί Stormbringer η πρώτη σκέψη ήταν να χρησιμοποιηθεί μια φωτογραφία κατεστραμμένου συναυλιακού χώρου στην Ιαπωνία, μετά από ταραχές που ξέσπασαν σε συναυλία του συγκροτήματος. Με τη σκέψη ότι δεν θέλανε να περάσουν αρνητικά μηνύματα στους οπαδούς τους προτρέποντάς τους να πράξουν παρομοίως η ιδέα απορρίφθηκε. Το εξώφυλλο που χρησιμοποιήθηκε τελικά είναι ένας πίνακας του Joe Garnet που βασίζεται σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός τυφώνα. Τον τυφώνα αποθανάτισε με τη φωτογραφική της μηχανή η Lucille Handberg το 1927 και εκτός από τους Deep Purple, την φωτογραφία της χρησιμοποίησε ο Miles Davis για το εξώφυλλο του “Bitches Brew” καθώς και οι Siouxsie and the Banshees για το “Tinderbox”.
Η περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1974 όπου οι Purple μοιράζονταν τη σκηνή με τους E.L.O. και τους Elf. Παρά τις διαφωνίες και τις προστριβές το συγκρότημα βρίσκεται σε φοβερή φόρμα και οι χώροι γεμίζουν ασφυκτικά όπου και αν παίζουν. Στα παρασκήνια το χάσμα μεγαλώνει. Ο Blackmore δεν έχει την παραμικρή επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη. Αν θέλει να πει κάτι, το διαβιβάζει στους υπόλοιπους στέλνοντας μηνύματα με κάποιον από τους τεχνικούς. Ο μόνος που έχει πρόσβαση στο καμαρίνι του είναι ο Ronnie James Dio.
Σε ένα κενό της περιοδείας μετά την εμφάνισή τους στη Μινεσότα στις 9 Δεκεμβρίου, αποφασίζουν να μπουν μαζί στο studio και να ηχογραφήσουν το “Black Sheep of the Family”. Στη συνέχεια, εν μέσω της αμερικάνικης περιοδείας που βρισκότανε σε πλήρη εξέλιξη, γράψανε το “Sixteenth Century Greensleeves”, την πρώτη κοινή τους σύνθεση με την προοπτική να το χρησιμοποιήσουν ως b-side. Ο ενθουσιασμός τους από το ομολογουμένως εντυπωσιακό αποτέλεσμα τους ώθησε να πάρουν την απόφαση να προχωρήσουν στην κυκλοφορία ολόκληρου άλμπουμ.
Η ιδέα πως έχει έρθει η ώρα για τον Blackmore να αποχωρίσει από τους Purple άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Γίνονται κάποιες κουβέντες με τους μάνατζερ για τη λογιστική διαχείριση των συνεπειών της αποχώρισης αλλά το υπόλοιπο συγκρότημα παραμένει στο σκοτάδι με την πρόφαση πως δεν πρέπει να επηρεαστεί η απόδοσή τους επί σκηνής. Οι ηχογραφήσεις του ντεμπούτου των Rainbow ξεκίνησαν αμέσως μετά το τέλος της αμερικάνικης περιοδεία και ολοκληρώθηκαν στις 14 Μαρτίου, δύο μέρες πριν ξεκινήσει η ευρωπαϊκή περιοδεία των Purple στο Βελιγράδι.
Ακούγοντας τις ηχογραφήσεις από την ευρωπαϊκή περιοδεία των Purple την άνοιξη του 1975, με ευκολία μπορεί κανείς να εντοπίσει στους αυτοσχεδιασμούς του Blackmore ψήγματα των συνθέσεων από το πρώτο άλμπουμ των Rainbow. Με την βεβαιότητα πως οι τελευταίοι σταθμοί της περιοδείας σε Αυστρία, Γερμανία και Παρίσι είναι οι τελευταίες εμφανίσεις του Blackmore με το συγκρότημα και ενδεχομένως και οι τελευταίες συναυλίες των Purple, το management παίρνει την απόφαση να τις ηχογραφήσει. Από αυτές τις ηχογραφήσεις προκύπτει λίγα χρόνια αργότερα το “Made in Europe”
Παρά το γεγονός πως η αποχώρηση του ιδρυτή και βασικού συνθέτη του συγκροτήματος που οσμίζονταν στον αέρα τις τελευταίες μέρες τα υπόλοιπα μέλη των Purple, δεν πλέον απλή εικασία, η επίδοσή τους επί σκηνής, όπως μαρτυρούν και οι ηχογραφήσεις, είναι εκπληκτική.
Η τελευταία συναυλία της MK III σύνθεσης των Deep Purple πραγματοποιήθηκε στο Palais des Sports στο Παρίσι στις 7 Απριλίου 1975. Στο τέλος της συναυλίας ο Coverdale χαιρέτησε το πλήθος λέγοντας : “We hope to see you again in some shape or form”…
Δημήτρης Κορομηλάς