TERRY HALL

TRIBUTE

Μοιάζει να έχει καταντήσει έθιμο των Χριστουγέννων να γράφουμε μια νεκρολογία για κάποιο σημαντικό μουσικό, που συνήθως φεύγει πρόωρα ρίχνοντας μια πικρή σκιά πάνω στην λάμψη και ευδαιμονία που προσπαθούμε να αποκαλύψουμε στη γιορτινή περίοδο. Φέτος ήταν η σειρά του Terry Hall, μιας πληθωρικής, ταλαντούχας αλλά και αισθητά βασανισμένης ψυχής από το Coventry.

Ο Hall γεννήθηκε πάνω στην πέτρα του ποταμού Sherbourne, το φημισμένο για την ανεργία του στα χρόνια που μεγάλωνε, το άλλοτε κραταιό βιομηχανικά Coventry. Ήρθε στη ζωή στις 19 Μαρτίου 1959 από γονείς που δούλευαν στην αυτοκινητοβιομηχανία. Υπήρξε ένα ακαδημαϊκά προικισμένο παιδί με ένα επίσης εμφανές ταλέντο στο ποδόσφαιρο. Αυτό κάποια στιγμή έφερε την πρόσκληση για δοκιμή στην West Bromwich Albion, μια ευκαιρία που οι γονείς του αρνήθηκαν εξαιτίας της ταλαιπωρίας του ταξιδιού στα Midlands. Αμέσως μόλις ολοκλήρωσε τις εξετάσεις του στο σχολείο με μεγάλες επιδόσεις, οι γονείς του στέρησαν τη θέση του σε ένα κοντινό γυμνάσιο. Πολλά χρόνια αργότερα, αποκάλυψε κάποια στιγμή πως σε μια σχολική εκδρομή στη Γαλλία, στα 12 χρόνια του, τον απήγαγε ένα κύκλωμα παιδεραστών, μια περιπέτεια που κράτησε κρυφή και από την οικογένειά του.

Οι γονείς του ήταν φτωχοί εργάτες και αλκοολικοί. Το περιβάλλον αυτό τον οδήγησε αρχικά στην κατάθλιψη και μετά στη μανιοκατάθλιψη και βρέθηκε από την εφηβεία του με φάρμακα, παίρνοντας Valium μόλις στα 13 του. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 χρόνια του, νιώθοντας μια ισχυρή ώθηση στον αντικομφορμισμό. Πολλά άρχισαν να αλλάζουν μέσα στο μυαλό του, άρχισε να μην ακούει πια κανέναν.

Η πολιτική του αφύπνιση ήρθε τότε, στα εφηβικά του χρόνια, όταν ανακάλυψε τα εργατικά κέντρα που είχαν μια λωρίδα χρώμα στις πόρτες τους. Μπορούσες να μπεις μέσα μόνο αν ήσουν λευκός, και αυτό πραγματικά τον συγκλόνισε, δεν μπορούσε να το δεχτεί.

Αφού έκανε διάφορες περιστασιακές δουλειές, από χτίστης ως μαθητευόμενος κομμωτής, μπήκε στην πρώτη του μπάντα, τους punks Squad, που ήταν επηρεασμένοι από τους The Clash και τους Sex Pistols. Η μεγάλη του αδερφή και κύρια επιρροή του, Teresa, τον σύστησε στην Trojan Records. Ο ίδιος έχει ομολογήσει πως το άλμπουμ του David Bowie, “Young Americans” του 1975, τον ώθησε να γίνει τραγουδιστής. Ήταν αυτό που του έδωσε μια άποψη και έναν ήχο και έναν προσωπικό έλεγχο. Προερχόταν από μια οικογένεια με αυτό το τσιγγάνικο πνεύμα που τους έβαζε όλους να τραγουδούν στις παμπ, είτε σου άρεσε ή όχι, και σίγουρα ήθελε να μείνει πολύ μακριά από όλα αυτά. Τα ρούχα του Bowie από τη WalMart και η βαμμένη ξανθιά του τούφα, έμοιαζαν με το φανάρι για να περάσει κάπου αλλού.

Και μετά ήρθαν οι The Specials. Ο περίφημος γκουρού του ραδιοφώνου John Peel έπαιξε στην εκπομπή του το πρώτο τους single, το “Gangsters”. Το ομότιτλο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1979 , και το εκρηκτικό χαρμάνι 2 tone και ska, οι τζαμαϊκανές αντηχήσεις με το στρατευμένο punk και τους αιχμηρούς στίχους για την υποβάθμιση της σύγχρονης Βρετανίας, τους οδήγησε απότομα σε μια μαζική αποδοχή. Σήμερα πια, το άλμπουμ έχει αποκτήσει ένα μυθικό υπόβαθρο για τη μουσική κληρονομιά του Νησιού, φιγουράροντας σε σημαντικές λίστες με τους πιο επιδραστικούς δίσκους μιας καταλυτικής δημιουργικής περιόδου.

Οι Specials ξεκίνησαν την ίδια εποχή με το “Rock Against Racism”, το οποίο οργανώθηκε για πρώτη φορά το 1978. Σύμφωνα με τον ιδρυτή τους και κημπορντίστα Dammers, ο αντιρατσισμός ήταν εγγενής στον σχηματισμό των Specials, καθώς το συγκρότημα δημιουργήθηκε με στόχο την ενσωμάτωση των μαύρων και λευκών ανθρώπων . Πολλά χρόνια αργότερα ο Dammers δήλωσε ότι “η μουσική γίνεται πολιτική όταν υπάρχουν νέες ιδέες στη μουσική, το punk ήταν καινοτόμο, το ίδιο και το ska, και γι’ αυτό μπάντες όπως οι Specials και οι Clash θα μπορούσαν να είναι πολιτικές”. Η πρώτη ανοιχτή συναυλία του Rock Against Racism το 1978, με επικεφαλής τους The Clash, συγκέντρωσε 100.000 κόσμο.

Το συγκρότημα κυκλοφόρησε ένα δεύτερο πιο σκοτεινό άλμπουμ το 1980, με τον τίτλο “More Specials”. Τους πρώτους μήνες του 1981, το συγκρότημα έκανε ένα διάλειμμα από τις ηχογραφήσεις και τις περιοδείες και στη συνέχεια κυκλοφόρησε το “Ghost Town”, ένα άλμπουμ χωρίς singles, το οποίο έφτασε στο Νο. 1. Στην εμφάνιση όμως στο Top of the Pops, οι Staple, Hall και Golding ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν από το συγκρότημα. Ήταν ένας σκληρός, πικρός χωρισμός, αλλά ο Hall ένιωθε πως ήταν η τέλεια στιγμή να ολοκληρώσουν την πρώτη περίοδο των The Specials. Από επτά παιδιά στο πίσω μέρος ενός βαν είχαν φτάσει στους χρυσούς δίσκους και ο ίδιος δεν ένιωσε ποτέ άνετα με αυτό.

Με τους Golding και Staple o Hall σχημάτισε τους Fun Boy Three, εξελίσσοντας τον ska ήχο των The Specials σε μια πιο μινιμαλιστική κατεύθυνση, με έμφαση στα κρουστά και τα φωνητικά. Σταδιακά, δεν δίστασαν να προσθέσουν και άλλους μουσικούς για να στηρίξουν το νέο τους ήχο, περιλαμβάνοντας βιολοντσέλο και τρομπόνι. Κυκλοφόρησαν δυο άλμπουμ και είχαν 7 singles μέσα στο UK Top 20. Συνεργάστηκαν πετυχημένα δυο φορές με το γυναικείο συγκρότημα των Bananarama.

To 1984 o Hall πέρασε στη δημιουργία των Colourfield μαζί με πρώην μέλη των Swinging Cats. Κυκλοφόρησαν και αυτοί δυο άλμπουμ. Μετά από κάποιες άλλες σύντομες συνεργασίες, ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του το 1994. Κάποια στιγμή, χρόνια μετά, επικοινώνησε με τους πρώην συναδέλφους του στους Specials με την προοπτική μιας επανένωσης. Στις 30 Μαρτίου 2008, ο Hall δήλωσε ότι τελικά οι Specials θα επανασυνδέονταν για κάποιες ζωντανές εμφανίσεις και πιθανώς κάποια νέα ηχογράφηση.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2008, έξι μέλη του συγκροτήματος εμφανίστηκαν στην Κεντρική Σκηνή στο Bestival σαν έκπληξη. Ο ιδρυτικός κημπορντίστας των Specials και ο κύριος συνθέτης Jerry Dammers δεν έπαιξε στο φεστιβάλ και συνέχιζε να κατέχει αυτός τα δικαιώματα για το όνομα “The Specials”, έτσι το συγκρότημα εμφανίστηκε σαν “Very ‘Special’ Guests”. Στις 2 Δεκεμβρίου 2008, οι Specials ανακοίνωσαν τις ημερομηνίες περιοδείας του 2009 για να γιορτάσουν την 30η επέτειό τους. Ο Jerry Dammers δεν συμμετείχε στο συγκρότημα στην περιοδεία, αν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών φαινόταν να ήταν ισχυρές. Ο Hall φέρεται να είπε “η πόρτα παραμένει ανοιχτή γι ‘αυτόν”. Το 2012 εμφανίστηκαν στην τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. Από το 2018, συνέχισε να παίζει ακόμα με τους Specials, κάνοντας μάλιστα και μια εμφάνιση με τους Rolling Stones, μαζί με τα αρχικά μέλη του συγκροτήματος Lynval Golding και Horace Panter, και συχνά έκανε DJ set σε διάφορους χώρους του Ηνωμένου Βασιλείου.

Τελικά την 1η Φεβρουαρίου 2019, οι Specials κυκλοφόρησαν ένα νέο στούντιο άλμπουμ με τίτλο “Encore”. Μετά την κυκλοφορία του πήγε κατευθείαν στην πρώτη θέση στο UK Albums Chart, και έγινε το άλμπουμ με την ψηλότερη θέση που κατέλαβαν ποτέ οι Specials.

Ο Hall πάλευε ακόμα με την ψυχική του υγεία. Το 2003 είχε δοκιμάσει αυτοθεραπεία με αλκοόλ. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, αναζήτησε φαρμακευτική αγωγή, καθώς ήταν επιφυλακτικός με αυτά από την εφηβική κατανάλωση με το Valium, ενώ ακολούθησε και θεραπεία τέχνης. Έφτασε σε κάποιο σημείο που του έκανε τόσο καλό με τη συνειδητή απόφαση να μιλά και να μοιράζεται με τους ανθρώπους τις σκέψεις του για τα προβλήματα της ψυχικής υγείας.

Πρόσφατα είχε πει πως απολάμβανε τα 60, μια ηλικία που φιλοδοξούσε να φτάσει από τότε που ήταν ένας 27χρονος θαυμαστής των Andy Williams, Tony Bennett και Frank Sinatra. Δεν δεχόταν τη δεκαετία αυτή σαν μια καθοδική διαδρομή, εκτός αν εσύ ο ίδιος το άφηνες να συμβεί.

Έφυγε στις 18 Δεκεμβρίου 2022, μετά από σύντομη ασθένεια στα 63 του χρόνια.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 806 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.