CREAM: Κλείνουν τον επιδραστικό τους κύκλο το 1969 με το “Goodbye”

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ- 5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Το “Goodbye” (συνηθίζεται να λέγεται και “Goodbye Cream”) είναι το τέταρτο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ των Cream, με τρία κομμάτια ηχογραφημένα ζωντανά και τρία ηχογραφημένα στο στούντιο. Κυκλοφόρησε στην Ευρώπη από την Polydor Records και από την Atco Records στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνοντας το ντεμπούτο του στο Billboard στις 15 Φεβρουαρίου 1969. Έφτασε στο νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο νούμερο δύο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα single, το “Badge”, κυκλοφόρησε στη συνέχεια από το άλμπουμ ένα μήνα αργότερα. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε αφού οι Cream είχαν ήδη διαλυθεί, από τον Νοέμβριο του 1968.

Λίγο πριν κυκλοφορήσει το τρίτο τους άλμπουμ, το “Wheels of Fire”, ο μάνατζερ του συγκροτήματος Robert Stigwood ανακοίνωσε ότι το συγκρότημα επρόκειτο να διαλυθεί μετά από μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία και μια τελευταία συναυλία στο Royal Albert Hall τον Νοέμβριο. Λίγο πριν την έναρξη της αποχαιρετιστήριας περιοδείας τους τον Οκτώβριο του 1968, οι Cream ηχογράφησαν τρία τραγούδια στα IBC Studios στο Λονδίνο με τον παραγωγό Felix Pappalardi και τον μηχανικό Damon Lyon-Shaw. Τα τραγούδια “Badge” και “Doing That Scrapyard Thing” περιλάμβαναν τον Eric Clapton, χρησιμοποιώντας ένα ηχείο Leslie, ενώ και οι τρεις ηχογραφήσεις περιλάμβαναν μέρη πλήκτρων που έπαιζαν είτε ο Jack Bruce είτε ο Felix Pappalardi. Το συγκρότημα ξεκίνησε την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του στις 4 Οκτωβρίου 1968 στο Oakland της California, και 15 ημέρες αργότερα στις 19 Οκτωβρίου το συγκρότημα εμφανίστηκε στο The Forum στο Los Angeles, όπου έγιναν οι τρεις ζωντανές ηχογραφήσεις του “Goodbye” με τον Felix Pappalardi και τους μηχανικούς Adrian Barber και Bill Halverson.

Το αρχικό σχέδιο για το “Goodbye” ήταν να γίνει ένα διπλό άλμπουμ, με τον έναν δίσκο να περιλαμβάνει στούντιο συνθέσεις και τον άλλο με ζωντανές εμφανίσεις όπως το “Wheels of Fire”. Με την φανερή έλλειψη όμως έτοιμου ποιοτικού υλικού, το άλμπουμ κατέληξε με τρεις ζωντανές ηχογραφήσεις και τρεις στούντιο.

Η αρχική κυκλοφορία LP του άλμπουμ ήταν μια συσκευασία gatefold με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Haig Adishian. Το εξώφυλλο είχε μια φωτογραφία του Roger Phillips με σχεδιασμό εξωφύλλου από το Alan Aldridge Ink Studios, ενώ το εσώφυλλο παρουσίαζε μια απεικόνιση ενός νεκροταφείου του Roger Hane που είχε τους τίτλους των τραγουδιών στους τάφους.

Αρκετοί κριτικοί θεώρησαν ότι οι Cream άξιζαν να φύγουν με ένα καλύτερο άλμπουμ. Μια κυρίαρχη εντύπωση υπήρχε πως τα ζωντανά τραγούδια ακούγονταν κατώτερα από τις αρχικές ηχογραφήσεις και ότι τα κομμάτια του στούντιο έχαναν το πνεύμα τους από το blues παίξιμο σε τραγούδια που δεν ήταν blues. Παρόλα αυτά, το “Goodbye” ψηφίστηκε σαν το 148ο καλύτερο rock άλμπουμ όλων των εποχών στη δημοσκόπηση του 1978 του Paul Gambaccini με 50 γνωστούς Αμερικανούς και Άγγλους rock κριτικούς.

1965– Γεννιέται ο Ralf Scheepers, ο τραγουδιστής του γερμανικού heavy metal συγκροτήματος Primal Fear. Έχει μια σχετικά υψηλή φωνή τενόρου και πολλές φορές η κραυγή του θυμίζει τον Rob Halford των Judas Priest, αν και είναι τα χαμηλά βαρύτονά του που του δίνουν ένα εύρος σχεδόν τεσσάρων οκτάβων. Έχει επίσης τραγουδήσει σε Gamma Ray και Tyran’ Pace. Ο Scheepers έχει επίσης κάνει guest φωνητικά για τα συγκροτήματα Avantasia, Scanner, Therion, Ayreon και Shadow Gallery, και συνεργάστηκε με τον Tom Galley στο άλμπουμ των Phenomena,  “Blind Faith”. Επί του παρόντος, δίνει μαθήματα για το τραγούδι, τη μουσική, το στούντιο και τις τεχνικές ηχογράφησης/επεξεργασίας στο RS Vocal Works στο Baltmannsweiler, στη Γερμανία.

1971– Κυκλοφορεί το “Once Again”, που ήταν το δεύτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από τους Barclay James Harvest, από την Harvest στο Νησί και από την Sire στις Ηνωμένες Πολιτίες. Όπως συνέβη και με τα άλλα πρώιμα άλμπουμ τους, ηχογραφήθηκε με πλήρη ορχήστρα.

Στο κομμάτι “Galadriel”, ο Lees έπαιξε την κιθάρα του John Lennon, την Epiphone Casino, ένα γεγονός που αφηγείται αργότερα σε ένα τραγούδι στο άλμπουμ του 1990 “Welcome To The Show” με τίτλο “John Lennon’s Guitar”.

Σε μια συνέντευξη στο Songfacts, ο Keith Domone (επίσημος βιογράφος των Barclay James Harvest με τη σύζυγό του Monika) είπε ότι ο John Lees έγραψε το “Mocking Bird” το 1968 ενώ ζούσε με τους γονείς της μέλλουσας συζύγου του, Olwen. Το τραγούδι βασίζεται σε μια μουσική φράση από το “Pools Of Blue”, το οποίο έγραψε περίπου την ίδια εποχή.

Στην Q & Mojo Classic Special Edition ‘’Pink Floyd & The Story of Prog Rock’’, το άλμπουμ κατέλαβε τη θέση Νο39 στη λίστα με τα “40 Cosmic Rock Albums”.

1980– Κυκλοφορεί το “Boys Don’t Cry”, που είναι το πρώτο άλμπουμ-συλλογή των The Cure. Κυκλοφόρησε από την Fiction στην πατρίδα τους, και αυτό το άλμπουμ αποτελείται από πολλά κομμάτια από το ντεμπούτο άλμπουμ του συγκροτήματος τον Μάιο του 1979, το “Three Imaginary Boys” (το οποίο δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη στις ΗΠΑ), καθώς και με υλικό από την εποχή του συγκροτήματος στην περίοδο 1978–1979.

Σύμφωνα με το AllMusic, το άλμπουμ τοποθετείται κάπου μεταξύ της επίσημης κυκλοφορίας και της συλλογής, και κυκλοφόρησε με την ελπίδα να αυξηθεί η φήμη του συγκροτήματος και εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Μια νέα εκδοχή του ομότιτλου κομματιού κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1986.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 835 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.