COZY POWELL: Έρχεται στη ζωή ο σπουδαίος ντράμερ το 1947

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Ο Cozy Powell γεννιέται με το όνομα  Colin Trevor Flooks, στις 29 Δεκεμβρίου 1947.  Υπήρξε σημαντικός Άγγλος ντράμερ που έκανε το όνομά του με μεγάλα rock και hard rock συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι The Jeff Beck Group, Rainbow, Michael Schenker Group, Gary Moore, Robert Plant, Brian May, Whitesnake, Emerson, Lake & Powell και Black Sabbath.

Έχει παίξει συνολικά σε τουλάχιστον 66 άλμπουμ, με συμμετοχές σε πολλές άλλες ηχογραφήσεις. Πολλοί ντράμερ όλων των αποχρώσεων του σκληρού ήχου τον έχουν αναφέρει σαν σημαντική επιρροή.

Γεννήθηκε στο Cirencester του Gloucestershire και υιοθετήθηκε. Ποτέ δεν γνώρισε τους πραγματικούς γονείς του. Άρχισε να παίζει ντραμς σε ηλικία 12 ετών στην ορχήστρα του σχολείου και στη συνέχεια να παίζει μαζί στον ελεύθερο χρόνο του πετυχημένα singles της εποχής. Το πρώτο συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε ο Powell, που ονομαζόταν Corals, έπαιζε κάθε εβδομάδα στο κλαμπ νέων στο Cirencester. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το συγκρότημα έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ ασταμάτητου παιξίματος.  Σε ηλικία 15 ετών, ο Cozy είχε ήδη καθιερώσει στις εμφανίσεις ένα εντυπωσιακό σόλο ντραμς. Το καλλιτεχνικό όνομα Cozy δανείστηκε από τον ντράμερ της τζαζ, Cozy Cole. Οι Corals έπαιζαν επίσης σε ένα νεανικό κλαμπ στο Latton, ένα μικρό χωριό επτά μίλια (11 χλμ.) από το Cirencester.

Το ημι-επαγγελματικό βήμα ήταν η επόμενη φάση με τους The Sorcerers, ένα φωνητικό pop συγκρότημα. Τα ξενύχτια  και οι συνηθισμένες περιπέτειες στο δρόμο άρχισαν να επηρεάζουν την εκπαίδευσή του και ο Powell έφυγε να πιάσει δουλειά γραφείου για να μαζέψει χρήματα για την αγορά του πρώτου του σετ τυμπάνων Premier. Οι The Sorcerers έπαιζαν στη γερμανική σκηνή των κλαμπ της δεκαετίας του 1960.

Μέχρι το 1968 το συγκρότημα είχε επιστρέψει στην Αγγλία, με βάση το Birmingham.  Δημιούργησε φιλίες με άλλους μουσικούς όπως ο Robert Plant και ο John Bonham, ο μελλοντικός τραγουδιστής των Slade, Noddy Holder, ο μπασίστας Dave Pegg και ο Tony Iommi. Οι Sorcerers έγιναν πια Youngblood και μια σειρά από singles κυκλοφόρησε στα τέλη του 1968 και το 1969. Το συγκρότημα στη συνέχεια συνδέθηκε με τον μπασίστα/τραγουδιστή των The Move Ace Kefford για να σχηματίσουν τους The Ace Kefford Stand. Πέντε ηχογραφημένα κομμάτια είναι διαθέσιμα στο άλμπουμ του Ace Kefford Ace The Face, που κυκλοφόρησε από την Sanctuary Records το 2003. Ο Powell άρχισε επίσης να δουλεύει σαν session και, με τους συναδέλφους στη μπάντα,  Dave και Denny Ball, σχημάτισε τους  Big Bertha. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, άνοιξε γι’ αυτόν ο δρόμος με συνεργασίες και συμμετοχές σε κάποια από τα μεγαλύτερα γκρουπ των επόμενων χρόνων.

Ο Powell πέθανε στις 5 Απριλίου 1998 μετά από τροχαίο ατύχημα ενώ οδηγούσε το Saab 9000 του με 104 mph (167 km/h) υπό κακές καιρικές συνθήκες στον αυτοκινητόδρομο Μ4 κοντά στο Bristol.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του BBC, τη στιγμή της συντριβής, η ένδειξη αλκοόλ στο αίμα του Πάουελ ήταν πάνω από το νόμιμο όριο και δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, εκτός από το ότι μιλούσε με την κοπέλα του στο κινητό του τηλέφωνο.

Εκείνη την εποχή ζούσε στο Lambourn στο Berkshire και είχε επιστρέψει στο στούντιο λίγο πριν πεθάνει για να ηχογραφήσει με τον ιδρυτή των Fleetwood Mac, Peter Green. Είχε επίσης τότε αποσυρθεί πρόσφατα από τις πρόβες περιοδείας με τον Yngwie Malmsteen, έχοντας τραυματιστεί σε ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα. Ένα από τα τελευταία του τηλεφωνήματα, στον Joe Geesin (τον συντάκτη του fan club του), ήταν να εκφράσει την αγωνία του για αυτό, να περιγράψει τη φυσιοθεραπεία που υποβαλλόταν και να εκφράσει τον ενθουσιασμό του για την επερχόμενη τότε περιοδεία του Brian May.

1946– Γεννιέται η Marianne Faithfull, Αγγλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός. Απέκτησε δημοτικότητα τη δεκαετία του 1960 με την κυκλοφορία του single της “As Tears Go By” και έγινε μία από τις κορυφαίες γυναίκες καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια της βρετανικής εισβολής στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Γεννημένη στο Hampstead του Λονδίνου, η Faithfull ξεκίνησε την καριέρα της το 1964 αφού παρευρέθηκε σε ένα πάρτι των Rolling Stones, όπου την ανακάλυψε ο Andrew Loog Oldham. Το ντεμπούτο άλμπουμ της “Marianne Faithfull” (1965) (κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το άλμπουμ της “Come My Way”) ήταν εμπορική επιτυχία που ακολουθήθηκε από μια σειρά από άλμπουμ στη Decca Records. Από το 1966 έως το 1970, είχε μια πολύ έντονη σχέση με τον Mick Jagger που απασχόλησε τα media. Η δημοτικότητά της ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τους κινηματογραφικούς της ρόλους, όπως εκείνοι στα “I’ll Never Forget What’s’isname” (1967), “The Girl on a Motorcycle” (1968) και “Hamlet” (1969). Δυστυχώς η δημοτικότητά της επισκιάστηκε από προσωπικά προβλήματα τη δεκαετία του 1970. Εκείνη την περίοδο ήταν ανορεξική, άστεγη και εθισμένη στην ηρωίνη.

Γνωστή για την χαρακτηριστική φωνή της, τα προηγούμενα μελωδικά ηχογραφημένα φωνητικά της Faithfull (τα οποία ήταν διαδεδομένα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της τη δεκαετία του 1960) επηρεάστηκαν από σοβαρή λαρυγγίτιδα, σε συνδυασμό με επίμονη χρήση ναρκωτικών κατά τη δεκαετία του 1970, αλλοιώνοντας μόνιμα τη φωνή της, αφήνοντάς την τραχιά, πληγωμένη και πιο χαμηλή. Αυτός ο νέος ήχος εγκωμιάστηκε και χαρακτηρίστηκε “εμποτισμένος με ουίσκι” από ορισμένους κριτικούς και θεωρήθηκε ότι βοήθησε στην αποτύπωση των ακατέργαστων συναισθημάτων που εκφράστηκαν στη μουσική της Faithfull.

1967– Γεννιέται ο Chris Barnes, Αμερικανός τραγουδιστής και μουσικός στο χώρο του death metal. Διακρίνεται για τα χαμηλά φωνητικά και τους βίαιους στίχους του. Υπήρξε ο συνιδρυτής, ο αυθεντικός τραγουδιστής και ο συνθέτης των Cannibal Corpse από το 1988 έως το 1995, αργότερα μέλος των Six Feet Under και εμφανίστηκε στο δεύτερο άλμπουμ των Torture Killer Swarm! Ο Barnes σχεδίασε το αρχικό λογότυπο των Cannibal Corpse, το λογότυπο των Six Feet Under και δημιούργησε επίσης το artwork για το “Warpath”, που κυκλοφόρησε το 1997.

1969– Το “Grand Funk” (γνωστό σαν “The Red Album”) είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος Grand Funk Railroad. Κυκλοφόρησε από την Capitol Records, μόλις τέσσερις μήνες μετά το ντεμπούτο τους άλμπουμ “On Time”. Ηχογραφήθηκε στην Cleveland Recording Company, η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τον Terry Knight και μηχανικός ήχου ήταν ο Ken Hamann. Το άλμπουμ έγινε χρυσό, το πρώτο για το γκρουπ. Περιλαμβάνει μια διασκευή του τραγουδιού των Animals του 1966 “Inside Looking Out”, που εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στοιχείο των ζωντανών συναυλιών του συγκροτήματος.

Το “Grand Funk” κυκλοφόρησε αρχικά από την Capitol Records στις μορφές LP, κασέτας, κασέτας 8 κομματιών και reel-to-reel. Η αρχική έκδοση reel-to-reel  (που κατασκευάστηκε για την Capitol/EMI από την Ampex) περιέχει επεξεργασμένες εκδόσεις των “Got This Thing on the Move”, “Please Don’t Worry”, “Mr. Limousine Driver” και “Inside Looking Out” , με το σόλο φυσαρμόνικας να έχει διαγραφεί. Οι επεξεργασίες σε αυτά τα τραγούδια μειώνουν τον συνολικό χρόνο του άλμπουμ κατά περίπου πέντε λεπτά.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 891 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.