Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία του death metal έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου 2001, όταν ο frontman των Death, Chuck Schuldiner πέθανε μετά από μια παρατεταμένη μάχη με έναν όγκο στον εγκέφαλο. Από το 1999, όταν έγινε η διάγνωση, ο Chuck πάλεψε γενναία, αλλά είχε απέναντί του μια σπάνια και πολύ δύσκολη περίπτωση. Ήταν μόλις 34 χρόνων.
Παρόλο που οι θαυμαστές συνεχίζουν να συζητούν αν ο Schuldiner επινόησε ή όχι τον όρο death metal (το ακραίο thrash συγκρότημα Possessed κυκλοφόρησε ένα demo με το όνομα “Death Metal” το 1984, την ίδια χρονιά που οι Death έστειλαν το πρώτο τους demo “Death by Metal”), αυτό το θέμα δεν ήταν ποτέ σημαντικό για τον Schuldiner. Ποτέ δεν ήθελε να είναι ο πρώτος, απλώς ήθελε να τον αναγνωρίσουν σαν έναν τύπο που ξεπέρασε τα όρια του είδους. Σε μια πρώιμη συνέντευξή του, ο Schuldiner είπε ότι κολακεύτηκε από ανθρώπους που τον θεωρούσαν ιδρυτή του είδους, αλλά πρόσθεσε: “Κατά τη γνώμη μου οι Venom ήταν οι πρώτοι που είχαν αυτό το βάναυσο φωνητικό στυλ, κουρδισμένο χαμηλά, αυτή την αρχική βάρβαρη επιθετικότητα. Αλλά ίσως εγώ απλά το συνέχισα σε αυτό που είναι σήμερα το death metal”.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Schuldiner έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βελτίωση και την ανάπτυξη του ήχου του death metal της Florida. Σχημάτισε το συγκρότημα με τον κιθαρίστα Rick Rozz και τον ντράμερ Kam Lee το 1983 σε ηλικία 16 ετών, και κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος, “Scream Bloody Gore”, στην Combat Records το 1987. Αυτό το άλμπουμ και το επόμενο, το “Leprosy” του 1988, αποτέλεσαν παράδειγμα ήχου για το underground και σχεδόν αμέσως, αμέτρητα συγκροτήματα ασπάστηκαν το άγριο πρότυπο της μπάντας.
Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του συγκροτήματος, ο Schuldiner δούλεψε με μια περιστρεφόμενη σύνθεση μουσικών για να εξελίξει τον ήχο του συγκροτήματος. Με το “Spiritual Healing’ του 1990, οι Death άρχισαν να μεταμορφώνονται σε ένα progressive, τεχνικό death metal συγκρότημα, προσθέτοντας απότομες αλλαγές ρυθμού 90 μοιρών και πολλαπλούς ρυθμούς. Ο Schuldiner δούλεψε στο άλμπουμ με τον κιθαρίστα James Murphy, τον μπασίστα Terry Butler και τον ντράμερ Bill Andrews. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, ο Schuldiner δούλευε στο πρωτοποριακό “Human” με τους πρωτοπόρους της jazz-death από το συγκρότημα Cynic, τον κιθαρίστα Paul Masvidal και τον ντράμερ Sean Reinert, προσθέτοντας ακόμα περισσότερες ανατροπές στον ήχο των Death και διευρύνοντας τις παραμέτρους του τι θα μπορούσε να είναι το death metal.
“Υποτίθεται ότι εξαφανιστήκαμε το 1990 με το Spiritual Healing επειδή υπήρχαν τόσα πολλά παραδοσιακά metal στοιχεία στη μουσική”, είπε ο Schuldiner στο Guitar World. “Χαίρομαι που βλέπω ότι πολλά από αυτά τα metal συγκροτήματα σήμερα ενσωματώνουν περισσότερα παραδοσιακά στοιχεία στη μουσική τους γιατί από εκεί προέρχονται όλα. Ποτέ δεν έχασα την επαφή μου με αυτό όλα αυτά τα χρόνια, αλλά είχα επικριθεί πολύ για αυτό πριν από λίγο καιρό. Και υποθέτω ότι είναι καλό να ξέρω ότι έκανα το σωστό”.
Μέχρι τη στιγμή που διαγνώστηκε με έναν σπάνιο όγκο στον εγκέφαλο το 1999, ο Schuldiner είχε εγκαταλείψει το death metal και έπαιζε progressive power metal στους Control Denied, οι οποίο δημιουργήθηκαν το 1995, τρία χρόνια πριν από το progressive-death στούντιο άλμπουμ των Death, “The Sound of Perseverance”. Το 1999, οι Control Denied κυκλοφόρησαν το μοναδικό τους άλμπουμ, “The Fragile Art of Existence”.
Ο Schuldiner υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για τον όγκο του το 2000 και φαινόταν να είναι καλά στην αρχή. Αλλά λίγους μήνες μετά την επέμβαση ήταν προφανές ότι το τμήμα του όγκου που δεν μπορούσε να αφαιρεθεί χωρίς να σκοτώσει τον μουσικό μεγάλωνε ραγδαία και μέχρι το 2001 η κατάσταση ήταν ανεγχείρητη.
Μετά τον θάνατο του Schuldiner, περισσότεροι από 1.000 καλλιτέχνες που τον θεωρούσαν σημαντική επιρροή απέδωσαν φόρο τιμής στον μουσικό και έγραψαν μηνύματα σε ένα διαδικτυακό φόρουμ. “Η μουσική του Chuck ήταν πολύ σημαντική για μένα όταν μεγάλωνα”, είπε στο MTV ο τραγουδιστής των Slipknot, Corey Taylor. “Ήταν πραγματικά περίπλοκο και ενδιαφέρον”.
Μια δεκαετία μετά τον θάνατο του Schuldiner, η κληρονομιά των Death συνεχίστηκε. Μια ομάδα μουσικών που ήταν στο συγκρότημα και άλλοι καλλιτέχνες – οι κιθαρίστες Masvidal, Shannon Hamm, Bobby Koelble. οι μπασίστες Steve Di Giorgio και Scott Clendenin. και οι ντράμερ Masvidal, Gene Hoglan και Reinert – ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αποτίνουν φόρο τιμής στον Schuldiner στη φιλανθρωπική περιοδεία “Death to All”. Οι τραγουδιστές και κιθαρίστες Charles Elliott (Abysmal Dawn) και Matt Harvey (Exhumed) επιστρατεύτηκαν. Το συγκρότημα έπαιξε πέντε συναυλίες το 2012 και βγήκε ξανά το 2013, με τον Max Phelps να αναλαμβάνει τα φωνητικά. Το συγκρότημα από τότε άλλαξε το όνομά του σε DTA και σχεδιάζει να κλείσει περισσότερες εμφανίσεις στο μέλλον.
“Είναι ένας πραγματικά υπέροχος φόρος τιμής στον χαμένο metal αδερφό μας, τον Chuck”, δήλωσε ο Hoglan (Testament, Galaktikon, Dark Angel). “Φυσικά είναι λυπηρό που ο Chuck έφυγε, αλλά με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να κρατήσουμε τη μουσική ζωντανή και είναι πραγματικά διασκεδαστικό. Βλέπεις μεγάλους άντρες να κλαίνε στην πρώτη σειρά. Είναι πραγματικά σαν μια αναγέννηση για το συγκρότημα κατά κάποιο τρόπο. Οι Death έπαιξαν τις τελευταίες τους συναυλίες το 1998. Πολλά από τα μεγαλύτερα παιδιά που ερχόντουσαν λένε, “Δεν έχω δει το συγκρότημα εδώ και 20 χρόνια και αυτό είναι φοβερό!” Και υπάρχουν επίσης νέοι άνθρωποι που ήταν πολύ νέοι για να προλάβουν τους πιάσουν Death όταν ήταν ενεργοί αλλά επηρεάστηκαν από το συγκρότημα και τώρα βλέπουν τραγούδια από τα παιδιά που αρχικά τα είχαν παίξει. Είναι πολύ όμορφο”.
2017 – Φεύγει από τη ζωή ένας άλλος θρύλος της μουσικής, ο τραγουδιστής Warrel Dane. Υπήρξε η φωνή αρχικά των Sanctuary και στη συνέχεια των Nevermore. Γεννημένος στο Seattle των Η.Π.Α. o Dane σπούδασε επί μια πενταετία φωνητικά για τραγουδιστής της όπερας, με αποτέλεσμα να έχει ένα τεράστιο εύρος φωνής το οποίο “απλωνόταν” από πολύ χαμηλά μέχρι υψίφωνα φωνητικά. Αν και τις υψηλές νότες τις χρησιμοποίησε κατά κόρον στους Sanctuary, με τους τους Nevermore επέλεξε πιο μπάσα φωνή, θυμίζοντας τον παλιό του εαυτό σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Με τους Sanctuary κυκλοφορεί δύο εξαιρετικά album, “Refuge Denied” και “Into the Mirror Black” προτού το κύμα του grunge σαρώσει τα πάντα, στρέψει το μουσικό κοινό αλλού, και επί της ουσίας διαλύσει τη μπάντα. Ο Dane συνέχισε την πορεία του με τους Nevermore κυκλοφορώντας επτά εξαιρετικά album από το 1995 μέχρι το 2010. Μετά τη διάλυσή τους ακολούθησε σόλο καριέρα, σκοπεύοντας να κυκλοφορήσει και ένα δεύτερο album μετά το “Praises to the War Machine” (2009) αλλά η εξασθενημένη και από τις καταχρήσεις καρδιά του τον προδίδει μια μέρα σαν και αυτή κι ενώ βρισκόταν στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, δουλεύοντας το δεύτερο προσωπικό του album “Shadow Work”. Ο Warrel Dane είχε δεχθεί πρόταση να συμμετάσχει και στο album των Control Denied του Chuck Schuldiner, κάτι που ποτέ δεν έγινε. Η μοίρα έμελλε να φύγουν από τη ζωή ακριβώς την ίδια μέρα με 16 χρόνια διαφορά, στερώντας από τη μουσική δύο απίστευτα ταλαντούχους καλλιτέχνες.
1953– Γεννιέται ο Patrick Allan Torpey που ήταν Αμερικανός ντράμερ και τραγουδιστής. Έγινε περισσότερο γνωστός σαν ντράμερ και συνεισφέροντας στα δεύτερα φωνητικά του hard rock συγκροτήματος Mr. Big. Περιζήτητος session μουσικός, έχει επίσης παίξει για άλλους διάφορους τραγουδιστές και καλλιτέχνες όπως π. John Parr, Belinda Carlisle, Robert Plant, Montrose, Richie Kotzen και The Knack. Ο Torpey είχε ηχογραφήσει ακόμα με τους Impellitteri και Ted Nugent.
Πέθανε σε ηλικία 64 ετών στις 7 Φεβρουαρίου 2018, λόγω επιπλοκών από τη νόσο του Πάρκινσον.
1970– Γεννιέται ο Joel Hoekstra, Αμερικανός κιθαρίστας που συμμετέχει σήμερα στο συγκρότημα των Whitesnake. Ο Hoekstra περιοδεύει επίσης σαν κιθαρίστας για την Trans-Siberian Orchestra. Γιος κλασικών μουσικών, ξεκίνησε να παίζει τσέλο και πιάνο σε νεαρή ηλικία, αλλά ήταν το άκουσμα του Angus Young των AC/DC που τον ενέπνευσε να αρχίσει να παίζει κιθάρα. Μεγάλωσε στα προάστια του Σικάγο, στο Orland Park, αλλά ζει στη Νέα Υόρκη από το 2001.
Ο Hoekstra έχει εμφανιστεί με την Trans-Siberian Orchestra και ήταν ο βασικός κιθαρίστας στο μιούζικαλ του Broadway, Rock of Ages. Έκανε επίσης μια εμφάνιση μαζί με τους Sebastian Bach, Nuno Bettencourt, Kevin Cronin και Debbie Gibson στην κινηματογραφική μεταφορά της μεγάλης οθόνης του “Rock of Ages”. Έχει κυκλοφορήσει και προσωπικά άλμπουμ, πέρα από τις αμέτρητες συμμετοχές του σε άλλους.
1977– Το “Blue Lights in the Basement” είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ της Αμερικανίδας τραγουδίστριας Roberta Flack που κυκλοφόρησε από την Atlantic στις 13 Δεκεμβρίου 1977. Το άλμπουμ είχε εμπορική επιτυχία, φτάνοντας στο νούμερο οκτώ στο αμερικανικό Billboard 200, και έγινε το τρίτο άλμπουμ της στο top ten, ενώ έφτασε και στο νούμερο πέντε στο chart άλμπουμ R&B. Περιλαμβάνει το single “The Closer I Get to You”, ένα ντουέτο με τον καλύτερο φίλο και συνάδελφο μουσικό της σόουλ Donny Hathaway, το οποίο έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία του άλμπουμ, φτάνοντας στο No2 στο Billboard Hot 100 και φτάνοντας στο No1 στο Hot Soul Singles. Η συνεργασία με τον Hathaway θα ήταν ένα από τα τελευταία του singles που κυκλοφόρησε, πριν από το θάνατό του το 1979.