CANDLEMASS: “Sweet Evil Sun”

ALBUM

Μόλις τελείωσα με τις ακροάσεις του νέου album των Candlemass, “Sweet Evil Sun”, ανέτρεξα στο review που είχα γράψει το 2019 για την προηγούμενη κυκλοφορία τους, “The Door To Doom”. Η αλήθεια είναι πως μπήκα στον πειρασμό να κάνω copy-paste το 80% του κειμένου μου, ώστε να γλυτώσω χρόνο και κόπο. Αλλά αν το έκανα αυτό, δεν θα άρεσε σε κανέναν, έτσι δεν είναι; Από ό,τι φαίνεται, οι μπαμπάδες του doom metal δεν έχουν τέτοιους ενδοιασμούς.

Ας εξηγηθώ για μια ακόμα φορά, για τους νέους αναγνώστες, πως οι Candlemass και το doom εν γένει, μου άλλαξαν τη ζωή το 1988 και από τότε μέχρι και σήμερα, τρέφω ιδιαίτερη λατρεία στο είδος. Τους Σουηδούς τους είχα εικόνισμα από την στιγμή που το “Epicus Doomicus Metallicus” ξεχύθηκε στα ηχεία μου για πρώτη φορά, τους προσκυνούσα κατά τη διάρκεια της πιο μαγικής doom τριλογίας στην ιστορία της μουσικής (“Nightfall” – “Ancient Dreams” – “Tales Of Creation”) και δέχτηκα με τρομερή αγαλλίαση την μεγάλη αλλαγή του “Chapter VI” αλλά και την επιστροφή του κορυφαίου (όχι, του μόνου) Candlemass τραγουδιστή, Messiah Marcolin, το 2005 για τον ομότιτλο δίσκο.

Ό,τι άλλο προσπάθησε ο Leif Edling σε όλες τις ενδιάμεσες χρονιές και δισκογραφικές απόπειρες, το έβρισκα και συνεχίζω να το βρίσκω μπερδεμένο, αλλοιωμένο, παρωχημένο – μουσική που τέλος πάντων, είτε έχει ενδιαφέρον είτε όχι, δεν είναι Candlemass στην ουσία του, παρά μόνο φέρει το λογότυπο στο artwork του. Δεν ισχύει το ίδιο βέβαια και για κάποια άλλα projects του, όπως οι Abstrakt Algebra ας πούμε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ή δεν είναι;

Ο παππού-Leaf λοιπόν, από την υπερκόπωση και τα αμέτρητα projects, άρχισε να μπερδεύει λίγο τα μπούτια του, με αποτέλεσμα να μην στρώσει η κατάσταση ούτε το 2019, όπου με την επιστροφή του πρώτου του τραγουδιστή Johan Längquist (μετά από αποτυχημένες μετά-Messiah προσπάθειες με τον πολύ λίγο Robert Lowe και τον υπέροχο αλλά όχι για Candlemass Mats Levén) περίμενα το πολυπόθητο epicus doomicus rebooticus. Αλλά εις μάτην.

Για μια ακόμα φορά λοιπόν (έχω χάσει το μέτρημα πλέον), ο Leif και η παρέα του αναλώνονται σε σκόρπια καλά riffs, σε δυσανάλογες συνέχειες και ανάλατες συνθέσεις, σε μπερδεμένο doom που μια παραπέμπει στους Avatarium, μια στους Krux και μια στους Candlemass circa 2007 – 2017, δηλαδή την εποχή της μετριότητας. Και μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω το “Sweet Evil Sun” (μέχρι και στον τίτλο αντανακλά η έλλειψη έμπνευσης), από το οποίο δεν ξεχώρισα τίποτα απολύτως, παρά μόνο ένα ωραίο riff εδώ και ένα εκεί, όπως το εναρκτήριο του “Scandinavian Gods” ή του “Angel Battle”, που κάπως ξεχωρίζουν (σαν riffs, όχι σαν τραγούδια) και δεν θυμίζουν τόσο έντονα αυτά των προηγούμενων 20 ετών. Πέρα από τις κιθάρες και τα riffs, τα τύμπανα “χάνονται” αρκετά λόγω της παραγωγής και όσο αφορά στην ερμηνεία του Längquist, λυπάμαι πολύ που ο epicus doomicus authenticus δεν θυμάται ή δεν θέλει να θυμηθεί πόσο ανατριχιαστικά doom ήταν κάποτε και ακούγεται σαν να παλεύει ανάμεσα στον Joe Lynn Turner και την Jennie-Ann Smith.

Εν κατακλείδι, το “Sweet Evil Sun” δεν θα παίξει ξανά στα ηχεία ή ακουστικά μου και μάλλον θα το έχω ξεχάσει σε λίγες μέρες, όπως άλλωστε κάνω με κάθε κυκλοφορία της μπάντας τα τελευταία 25 χρόνια. Ίσως θα ήταν καλύτερα να αφήσουν και οι ίδιοι τις νέες κυκλοφορίες στην άκρη και να περιοδεύουν όσο αντέχουν ακόμα για να μοιράζουν ζωντανά και απλόχερα τη γνώση του doom με τα έπη των πρώτων πέντε albums. Ας πουλάνε έστω μπλουζάκια, σανίδες του skate και NFT images όπως κάνουν τελευταία (ναι, ναι, το έκαναν και αυτό), έστω, αλλά όχι άλλη νέα μουσική. Μέχρι τότε, doomicus επιειcus afantus.

Είδος: Doom metal
Δισκογραφική: Napalm Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 18 Νοεμβρίου 2022

Official website: https://candlemass.se

Avatar photo
About Σπύρος Χονδρογιάννης 59 Articles
Γεννημένος στην Αθήνα την χρονιά που οι Rush κυκλοφόρησαν δύο albums, αλλά και που ο Alice Cooper μας καλωσόρισε στον εφιάλτη του, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να λατρέψει τους Sabbath του Dio και του Tony Martin, τους Fates Warning και τους Sanctuary, τους Candlemass και τους Crimson Glory. 15 χρόνια μετά, τον συνεπήρε η ποίηση των The Mission, Fields Of The Nephilim, And Also The Trees και Nosferatu, ενώ ο απόλυτος συνδυασμός μελωδίας και μαυρίλας του συστήθηκε με φρέσκους, τότε, ήχους των Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema, Elend και Katatonia. Ολοκληρώθηκε μόλις ανακάλυψε την μαγεία του David Bowie, του Scott Walker, του Neil Hannon και του Jarvis Cocker αλλά και του J-Rock/Visual Kei πολύχρωμου κόσμου πριν πατήσει τα πρώτα -άντα του. ‘Οταν δεν ασχολείται με τα εξαναγκαστικά βιοποριστικά που ποσώς τον ενδιαφέρουν, κρατάει τα drum sticks του και νιώθει λίγο σαν τους ήρωες του, Neil Peart και Mark Zonder, ενώ ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος του είναι και πάλι μουσική, μουσική, μουσική - και κινηματογράφος, καθώς τον σπούδασε, όπως και videogaming, γιατί το ιδανικό μέρος να ζει κανείς είναι ξεκάθαρα το Silent Hill, όλοι το ξέρουν αυτό.