“Μπορείς να παίξεις μουσική και με ένα κορδόνι παπουτσιών αν είσαι αληθινός”.
Η απόπειρα του ανθρώπου να καταφέρει να καταγράψει τον ήχο ξεκινά πολύ δειλά και με ελάχιστα μέσα στις αρχές του 19ου αιώνα. Από τον “φωνο-αυτόγραφο” του Γάλλου Leon Scott de Martinville το 1857, φτάνουμε στο σχέδιο του συμπατριώτη του Charles Cros για ένα μηχάνημα που θα ηχογραφεί και θα αναπαράγει τον ήχο: βρισκόμαστε στο 1877 και η έλλειψη ενδιαφέροντος στερεί την ανάλογη χρηματοδότηση. Την ίδια όμως χρονιά, ο περίφημος Thomas Edison κατασκευάζει την πρώτη μηχανή ηχογράφησης και αναπαραγωγής ήχου, τον “φωνόγραφο”, ηχογραφώντας τη φωνή του. Το 1888, ο Γερμανο-εβραίος Emile Berliner, που ζει στην Αμερική, εφευρίσκει το “γραμμόφωνο”, που παίζει επίπεδους δίσκους PVC, δηλαδή βινυλίου, που έχουν τη δυνατότητα μαζικής ανατύπωσης.
Έναν χρόνο αργότερα, η εταιρία Columbia Phonograph Co. που ιδρύεται από τον Edward D. Easton, αρχίζει την μαζική παραγωγή γραμμοφώνων με επιτυχία, παρά την κόντρα με τα λεγόμενα “juke boxes”, που έγιναν δημοφιλή στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Αναφερόμαστε πρώτη φορά όμως σε μαζικότητα και υπολογίσιμα νούμερα, όταν το 1894, η αμερικανική Gramophone Company του Emile Berliner πουλά περισσότερα από 1000 γραμμόφωνα και 25.000 δίσκους βινυλίου 7 ιντσών. Όπως είναι σύνηθες στην ιστορία της τεχνολογίας και της προόδου, ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση φέρνουν την εξέλιξη. Ο Edison συνεχίζει να επιμένει με τον φωνόγραφο και τους κυλίνδρους απέναντι στο γραμμόφωνο και τους δίσκους. Φτάνουμε στις αρχές του 20ου αιώνα πια, όταν ιδρύεται η Victor Talking Machine Co., με το περίφημο “little nipper”, το σκυλάκι με το γραμμόφωνο ως έμβλημα, αργότερα και της γνωστής “His Masters Voice”.
Ο όρος του άλμπουμ θα χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά το 1909 στην ηχογράφηση της σουίτας του “Καρυοθραύστη”, και το 1917 γίνεται η πρώτη jazz ηχογράφηση. Έχει ήδη δημιουργηθεί το πρώιμο κύμα αγοραστών δίσκων μουσικής, ενώ οι πωλήσεις τους αντιμετωπίζουν την πρώτη αισθητή κρίση το 1921, λόγω της αυξημένης δημοτικότητας του ραδιοφώνου. Είναι όμως πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς πως η μουσική έχει περάσει ήδη σε μια συναρπαστική ιστορική φάση: δεν υπάρχει πια απλά η δυνατότητα της καταγραφής κάθε νέας μουσικής δημιουργίας και εξέλιξης αλλά και η αποτύπωση μιας πολύτιμης μουσικής κληρονομιάς που προϋπήρχε και έμεινε ζωντανή ουσιαστικά με τις παραστάσεις των μουσικών και τις παρτιτούρες. Ταυτόχρονα, αλλάζει ριζικά η υπόσταση και ο ρόλος του ακροατή, που έχει πια τη δυνατότητα να επιλέγει να αποκτά, και σταδιακά να συλλέγει, τη μουσική της αρεσκείας του. Έχει πια την πολυτέλεια να επιλέξει την αναπαραγωγή ενός αγαπημένου του μουσικού έργου τη στιγμή που θέλει και ορμώμενος από τη δική του διάθεση.
Οι εξελίξεις πια στην εμβρυακή μουσική βιομηχανία είναι ραγδαίες, καθώς ανεξάρτητες εταιρίες δραστηριοποιούνται παράλληλα με τη Victor, η οποία το 1928 εξαγοράζεται από την “Radio Corporation of America”, και έτσι προκύπτει η RCA Victor. Το 1931 εφευρίσκεται η stereo ηχογράφηση και το 1940 το βινύλιο κυριαρχεί οριστικά απέναντι στο βερνίκι σαν υλικό κατασκευής. Με τη διαρκή εξέλιξη των μηχανημάτων έχουμε και την εμφάνιση των πρώτων DJs, που συνήθως διασκέδαζαν τους στρατιώτες στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως το 1949 έχουμε πια και τη δημιουργία του Αμερικανικού Top 40. Το 1958 η RCA κυκλοφορεί το πρώτο στερεοφωνικό άλμπουμ “LP”, και το 1963 η Phillips παρουσιάζει το πρώτο κασετόφωνο. Τα θεμέλια της δημιουργίας ενός φιλόμουσου καταναλωτικού κοινού έχουν μπει για τα καλά.
Η εξέλιξη στην ηχογράφηση της μουσικής και η σταδιακή καθιέρωση της χρήσης του δίσκου στην αγορά, γέννησε ένα μεγάλο κεφάλαιο δημιουργίας, εργασίας και παράλληλης εξέλιξης, τις γραφικές τέχνες. Ο “εφευρέτης” του πρώτου εξώφυλλου και ουσιαστικά δημιουργός ενός απέραντου νέου χώρου, ήταν ο Alex Steinweiss. Το 1939, ο 23χρονος Alex εργαζόταν στην Columbia Records ως καλλιτεχνικός διευθυντής για να σχεδιάσει ταμπέλες και διαφημίσεις για την εταιρία. Ήταν μια σπουδαία δουλειά, αλλά ο νεαρός είχε μεγαλύτερα πράγματα στο μυαλό του. Θέλοντας να αποφύγει και να τερματίσει μια για πάντα τα βαρετά καλύμματα από χαρτόνι που δίνονταν για λόγους προστασίας ως τότε, και επιδιώκοντας με μείγματα ζωηρών χρωμάτων, τύπων και δυναμικών εικόνων να υπερτονίσει το μουσικό περιεχόμενο, δημιουργεί το πρώτο εξώφυλλο.
Έχοντας πάρει έναν φωτογράφο μαζί του, ο Alex κατευθύνεται στην 45η Οδό της Νέας Υόρκης, στο περίφημο Imperial Theater. Βλέποντας την εντυπωσιακή σκηνή του κτηρίου, ξέρει πια πολύ καλά τι πρέπει να κάνει. Καταφέρνει να πείσει τον ιδιοκτήτη να αλλάξει τα γράμματα στην επιγραφή με βάση το περιεχόμενο του δίσκου, και όταν γίνεται και ανάβουν τα φώτα, ο φωτογράφος του είναι έτοιμος να γράψει ιστορία: “Smash Song Hits by Rodgers & Hart”. Η εικόνα αυτή γίνεται το πρώτο εξώφυλλο άλμπουμ.
Οι αρχικοί ενδοιασμοί της εταιρίας να επενδύσει 2500 $ στην ιδέα αυτοί χάθηκαν με την εντυπωσιακή αύξηση των πωλήσεων των δίσκων με εξώφυλλο κατά περίπου 900%! Η αγάπη του Steinweiss για τη μουσική και η σύνδεσή της με το οπτικό περίβλημα, το οποίο αντιμετώπιζε σαν έναν μικρό καμβά, άλλαξε τα πάντα. Ως το 1973 έκανε περίπου δυόμισι χιλιάδες εξώφυλλα, όντας συχνά εννοιολογικός ή συμβολικός, ελαφρύς ή ιδιότροπος. Όσο κι αν η ψυχεδέλεια και η αναδυόμενη κουλτούρα των νέων στα 60’s, άφησε τον λεγόμενο μοντερνισμό πίσω του, το χρέος στο έργο του παραμένει ανυπολόγιστο.
Η σημασία της γραφικής τέχνης στο μουσικό έργο λειτούργησε καταλυτικά και στη δημιουργία του λεγόμενου “φετιχισμού” στη μουσική αγορά, που δυνάμωσε εντυπωσιακά το ρεύμα των συλλεκτών δίσκων. Οι ειδικές εκδόσεις, τα εναλλακτικά εξώφυλλα, οι αλλαγμένες λεπτομέρειες, όλα αυτά ήταν συχνά αρκετά για να εκτοξεύσουν την τιμή ενός δίσκου, όχι πολύ καιρό μετά την κυκλοφορία του. Πάνω από όλα όμως, αυτή η αρχική εντύπωση και ιδέα του Steinweiss πως η εικόνα και ο ήχος επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν, σημάδεψε την ιστορία του λεγόμενου “artwork”. Με τη συχνή δημιουργία λογότυπων για τις μπάντες, γεννιόταν αυτόματα ένα χαρακτηριστικό σχήμα, μια ξεχωριστή εικόνα, δυνατότερη από απλά ένα όνομα, μια ευρύτερη ετικέτα για το γκρουπ ή τον καλλιτέχνη. Συχνά γινόταν τόσο βαρύνουσα η σημασία του λογότυπου ώστε σε κάποια ριζοσπαστική αλλαγή στη σύνθεση ή τη μουσική κατεύθυνση του γκρουπ, άλλαζε και αυτό, ακριβώς για να προσδώσει μεγαλύτερη έμφαση, να προϊδεάσει, να προειδοποιήσει.
Υπήρξαν δημιουργοί εξώφυλλων που ταυτίστηκαν για πολλά χρόνια με μουσικούς, ή μουσικά ιδιώματα, εταιρίες ή εποχές, και η τεχνοτροπία τους έμοιαζε πια να καθρεφτίζει και την αντίστοιχη μουσική. Ο Roger Dean συνδέθηκε άμεσα με τα άλμπουμ των Yes, Gentle Giant, Uriah Heep, Budgie, Asia και άλλων, ο Vaughan Oliver ταυτίστηκε με τις κυκλοφορίες της εταιρίας 4AD, ο συνιδρυτής της Factory Peter Saville σημαδεύει με το έργο του την post punk περίοδο. Η περίφημη “Hipgnosis” των σπουδαίων Storm Thorgerson και Aubrey Powell, είχε την αφετηρία της στα έργα των Pink Floyd, για να αφήσει ως το 1983 το στίγμα της σε τεράστια ονόματα όπως οι Black Sabbath, Led Zeppelin, UFO, Bad Company, Rainbow, και πολλούς άλλους. Ο Thorgerson συνέχισε να δουλεύει ως το θάνατό του το 2013, με καλλιτέχνες όπως οι Phish, The Cranberries, The Mars Volta, Muse και άλλους.
Μια πιο ισχυρή σύνδεση εικόνας και ήχου αποτελεί εξελικτικά η δημιουργία των λεγόμενων “μασκότ” των συγκροτημάτων. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η δημιουργία του περίφημου “Eddie” από τον πασίγνωστο πια Derek Riggs, που έγραψε τη δική του ιστορία στα εξώφυλλα των Iron Maiden. Οι “μασκότ”, όπως για παράδειγμα και ο “Starman” των Rush που προηγήθηκε, γεννούν ένα συνολικό concept που μπορεί να ταξιδεύει μαζί με την εξέλιξη του γκρουπ και να περάσει και στο περιβόητο “merchandise”, που όμως δεν είναι και τόσο νέο σαν ιδέα. Μάλιστα, το πρώτο ανεπίσημο “concert tee” δημιουργήθηκε στα 50’s από ένα fan club του Elvis. Όμως οι πρώτοι που ουσιαστικά άνοιξαν λογαριασμό στον τομέα “merch” ήταν οι Beatles, με τον έμπειρο και διορατικό μάνατζερ Brian Eipstein, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Το φαινόμενο γενικεύτηκε στα 70’s , με δυο πολύ δυνατούς εκπροσώπους του “arena rock”, τους AC/DC που κάποια στιγμή βρέθηκαν να κερδίζουν περισσότερα χρήματα με το merch από την πώληση εισιτηρίων, και τους KISS, που είχαν 2000 προϊόντα διαθέσιμα, κάνοντας το όνομά τους μια επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα, οι εικονογραφημένες περιπέτειες των μασκότ, που ουσιαστικά για τον οπαδό ή τον συλλέκτη, ή και τον συλλέκτη-οπαδό, λειτουργούν οπτικά σαν συνέχειες κόμικς σε επτάιντσα και δωδεκάιντσα singles που συνοδεύουν τους δίσκους, τόσο αρχικά για προώθηση, όσο και για κέρδος. Μουσικά, τα συγκεκριμένα φετίχ ενισχύονται με επιπλέον τραγούδια, live εκτελέσεις ή και διασκευές, συχνά σε διάφορες παραλλαγές, αποτελώντας έναν πραγματικό πονοκέφαλο για τον συλλέκτη. Πολλά post punk γκρουπ, κυρίως στη Βρετανία, συνήθιζαν να κυκλοφορούν singles πριν το νέο τους άλμπουμ με τραγούδι που δεν θα συμπεριλαμβανόταν τελικά στο δίσκο.
Το βινύλιο κάθεται στο θρόνο του, η μουσική βιομηχανία ανθίζει και οι συλλέκτες είναι πια μια υπολογίσιμη, ανερχόμενη φυλή. Η μουσική συνεχίζει να διαγράφει την πολυποίκιλη διαδρομή της, τα μαζικά της ρεύματα έχουν πια κερδίσει μέσα από έναν ολόκληρο μηχανισμό τους διαύλους επικοινωνίας με το κοινό, και οι συνθήκες αυτές διαμορφώνουν και τους ανάλογους ακροατές. Είναι σημαντικό να επιμείνουμε στη σχέση ακροατή και αντικειμένου, καθώς ο ακούσιος αυτός φετιχισμός, με τις διάφορες βαθμίδες του, μοιάζει να είναι ένα αιώνιο αξίωμα. Ο ακροατής που διαμορφώνεται κυρίως στη διάρκεια των δεκαετιών του ’70, ’80 και ενός μέρους του ’90, με δεδομένο και τον αριθμό προσφοράς και επιλογής τότε, συνδέεται με πιο μακροχρόνιο αλλά και χειροπιαστό τρόπο με το μικρό σπίτι της μουσικής, περιεργάζεται το artwork, μελετά στους στίχους μέσα από το συγκεκριμένο οπτικό υπόβαθρο που συνοδεύονται στο άλμπουμ, διαβάζει τους συντελεστές και περιεργάζεται τις λεπτομέρειες σε μια άμεση σχέση με το αντικείμενο που μοιραία τυλίγεται από μνήμες και πολύτιμους συνειρμούς.
Η τεχνολογία βέβαια συνεχίζει τη δική της ξεχωριστή πορεία προς το μέλλον. Το 1980 οι Phillips Electronics N.V. και Sony Corporation παρουσιάζουν το compact disc (CD), σαν το επόμενο μέσο εγγραφής και αναπαραγωγής μουσικής και γενικότερα ήχων. Το 1982 κυκλοφορεί πια ο πρώτος ψηφιακός δίσκος με μια απόδοση της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν. Το πρώτο cd pop σχήματος που κυκλοφορεί, είναι το “The Visitors” των ABBA, στις 17 Αυγούστου 1982. Παράλληλα, υπάρχει και η γιγάντωση της λεγόμενης “high fidelity”, γνωστής και ως “hi fi”, που φυσικά έχει ξεκινήσει δεκαετίες πριν, ακολουθώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις στην αναπαραγωγή του ήχου, εμβρυακά από το 1930, και με σημαντικές καινοτομίες στο τέλος των ‘50s και αρχές των ‘60s, με την εδραίωση του στερεοφωνικού ήχου. Όμως στη δεκαετία του ’80, οι παθιασμένοι φίλοι της υψηλής ποιότητας αναπαραγωγής του ήχου είχαν πια αμέτρητα εξειδικευμένα περιοδικά: ήταν η εποχή που κυριάρχησε η τακτική να επιλέγονται και να συνδυάζονται διαφορετικά μοντέλα κάθε εξαρτήματος (ενισχυτές, ηχεία) με στόχο το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συχνά η μουσική για την ιδιαίτερη αυτή συνομοταξία ακροατών είχε μια πιο εργαστηριακή χρήση: διάσημες για τις ηχητικές ιδιαιτερότητές τους ηχογραφήσεις και ξεχωριστές παραγωγές δίσκων, ή κυκλοφορίες ορόσημα από τελείως διαφορετικά είδη γίνονταν αντικείμενα μελέτης σε πανάκριβα ηχητικά συστήματα που σε ακόμα πιο ακραίες περιπτώσεις είχαν τοποθετηθεί και με ανάλογη μελέτη στον κατάλληλο χώρο. Οι εραστές του hi fi έμοιαζαν σαν σπιτικοί ηχολήπτες με μια κάπως αποστειρωμένη χρήση της μουσικής ή έστω μέσα από μια διαφορετική αντίληψη.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία που το βινύλιο και ο ψηφιακός δίσκος συνυπάρχουν για κάποιο χρόνο, όμως η έκβαση του πρώτου πολέμου (ανάλογου με αυτόν ανάμεσα στην beta και την VHS βιντεοκασέτα πριν το dvd) γέρνει εύκολα προς το νέο προϊόν που δεν φθείρεται τόσο εύκολα και με κάποιες εκτιμήσεις μπορεί να υπερτερεί σε ποιότητα ήχου. Το βινύλιο, πρώτα στις μεγαλύτερες αγορές, και σταδιακά σε όλο τον πλανήτη, χάνει έδαφος και καταποντίζεται. Μαζί του αποδυναμώνεται και η αύρα του φετιχισμού που καλλιέργησε ο παραδοσιακός δίσκος. Η μαζική παραγωγή του cd φέρνει σταδιακά και τις ειδικές του εκδόσεις, και η μουσική βιομηχανία συνεχίζει να ταΐζει τα όνειρα των συλλεκτών με επιπλέον dvd, live cd, ενώ οι καθιερωμένες περίφημες ιαπωνικές εκδόσεις με τα επιπλέον τραγούδια είναι πάντα στο στόχαστρο. Είναι αυτονόητο πως και μόνο λόγω διαστάσεων, η σημασία του artwork υποβαθμίζεται και η λειτουργικότητα του λεγόμενου booklet πολύ συχνά προβληματίζει.
Η πιο σημαντική ώθηση όμως που δίνει η καλπάζουσα ψηφιακή τεχνολογία, επηρεάζοντας καταλυτικά την εξέλιξη πολλών μουσικών ιδιωμάτων είναι η όλο και αυξανόμενη ευκολία της λεγόμενης σπιτικής ηχογράφησης. Τα λυμένα πλέον χέρια χιλιάδων επίδοξων μουσικών που μπορεί να είναι από απλοί χομπίστες ως και περιθωριακά αυθεντικά ταλέντα, αλλάζουν τον χάρτη της μουσικής ποιοτικά και ποσοτικά.
Όπως κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις, έτσι και η νέα πραγματικότητα που κυρίαρχα πια εμφανίζεται στα 90s, μπορεί να απελευθερώνει με πολλές μικρές δισκογραφικές εταιρίες και αυτοχρηματοδοτούμενες παραγωγές, τάσεις και ρεύματα που δεν υποστηρίζονται από τα “trends” της εποχής, απελευθερώνουν ταυτόχρονα και με απίστευτα αυξητική τάση ως τις μέρες μας έναν ανυπολόγιστο όγκο πληροφορίας, πολύ συχνά αμφίβολης αξίας. Η ταυτόχρονη διάθεση αρχείων σε μια τελείως διαφορετική επικοινωνιακή πραγματικότητα μεταξύ ακροατών σε ολόκληρο τον πλανήτη που άρχισε στην εκπνοή των ‘90s, έφερε ένα δυνατό χτύπημα στην παρωχημένη ήδη μουσική βιομηχανία που μάλλον άργησε να αντιληφθεί τις συνέπειες των νέων δεδομένων. Μια μη αναστρέψιμη εξέλιξη, λίγο πολύ γνωστή πια σήμερα, έχει δημιουργήσει διαφορετικά δεδομένα.
Ολόκληρες γενιές ακροατών έχουν γαλουχηθεί σε συνήθειες και τακτικές που αναγκαστικά παρασύρουν και πολλούς εμπλεκόμενους στον χώρο αυτό. Όταν υπάρχουν εκατομμύρια έφηβοι ακροατές που συνήθως ακούνε μουσική από το κινητό τους, είναι επόμενο να επηρεαστούν και οι συνολικές εκτιμήσεις των παραγωγών και των δεδομένων του “επιθυμητού” πια ήχου. Τα τελευταίας τεχνολογίας κινητά που έχουν υποκαταστήσει πια ακόμα και ένα φορητό ηχοσύστημα, η ευκολία πρόσβασης σε ατέλειωτη μουσική στο Youtube, στο Spotify ή στο bandcamp οποιουδήποτε καλλιτέχνη, απομακρύνουν τη μουσική του σήμερα από πολύ βασικές και μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Η αναγκαιότητα του χαμηλότερου κόστους φέρνει μια τυποποιημένη διαδικασία στην ηχογράφηση και το mastering που μοιραία περιορίζει σημαντικά την διαφοροποίηση και συχνά εξαφανίζει τον χαρακτήρα του καλλιτέχνη. Όσο για την εικόνα, μοιάζει να έχει καταλήξει ένα σχεδόν ασήμαντο “JPG” αρχείο. Δεν είναι ασυνήθιστη πια η επιλογή των μουσικών να νοικιάσουν ή να αγοράσουν έτοιμες ψηφιακές δουλειές άγνωστων καλλιτεχνών που φιλοξενούνται σε ιστοσελίδες ανάλογων υπηρεσιών. Η σχέση ακροατή-αντικειμένου, ακόμα και με την ανάκαμψη του βινυλίου, απασχολεί πια συγκεκριμένες κατηγορίες ακροατών και φυσικά τους συλλέκτες που με διαχρονική συνέπεια υπακούουν σε άλλες λογικές. Δεν φαντάζει άλλωστε ιδιαίτερα παράξενο σε μια εποχή με ψηφιακές φιλίες και ψηφιακές αντιδράσεις, η σχέση με τη μουσική να είναι πια ψηφιακή, οδηγώντας όλες τις μορφές φετιχισμού σε μικρές αιρέσεις ακροατών που είτε επιμένουν στον τρόπο που έμαθαν μεγαλώνοντας, ή είναι νοσταλγοί μιας εποχής που δεν έζησαν.
Σημαντική μετάλλαξη έχει επέλθει όμως και στην τακτική μας σαν ακροατές, τουλάχιστον στις τάξεις των ανθρώπων που ασχολούνται συστηματικά και καθημερινά με τη μουσική. Τρέχοντας πίσω από τον ανυπολόγιστο αριθμό κυκλοφοριών και τον όγκο της σύγχρονης μουσικής, μοιάζουμε με ακουστικά σκάνερ που εξετάζουν καταγράφοντας είδη, ήχο, διαθέσεις και ταξινομούμε μια πρόχειρη συχνά εντύπωση στη ντουλάπα της μνήμης. Η ακρόαση συχνά έχει την υφή της πληροφορίας σαν ένα αρχείο προορισμένο να ταξινομηθεί στον προσωπικό μας παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Με την υποψία απλά πως στον επόμενο εύκολα διαθέσιμο φάκελο υπάρχει η νέα μεγάλη μουσική ανακάλυψη, το κυνήγι της πληροφορίας συνεχίζει να πριονίζει τα πόδια της μακροχρόνιας, σοβαρής σχέσης με έναν δίσκο. Λίγα άλμπουμ γίνονται πια βιωματικά με απόλυτο τρόπο, καθώς συνήθως δεν παίρνουν τον χρόνο να προσπεράσουν την διερευνητική διαδικασία και να γίνουν αληθινή συντροφιά.
Με την δεδομένη καθίζηση των πωλήσεων ήρθε και η αντιστροφή μιας άλλη σύμβασης πολλών δεκαετιών: από την αναγκαιότητα των περιοδειών και ζωντανών εμφανίσεων για την υποστήριξη των δίσκων, φτάσαμε κάποια στιγμή στην αναγκαιότητα της κυκλοφορίας νέων δίσκων για να υποστηριχτεί μια νέα περιοδεία, καθώς το μεροκάματο των ζωντανών εμφανίσεων έγινε σχεδόν μονόδρομος για την επιβίωση μεγάλης μερίδας μουσικών.
Και επειδή η μοίρα γελά όταν κάνουμε σχέδια, η πρόσφατη πανδημία μας φέρνει μπροστά σε μια απροσδόκητη τάξη πραγμάτων με ομιχλώδες μέλλον. Σε μια γενικευμένη οικονομική κρίση, η ήδη βεβαρημένη κατάσταση στους επαγγελματίες μουσικούς αρχίζει να μοιάζει με εφιάλτη. Σε μια εποχή που ακόμα και η τολμηρότερη φαντασία ίσως δεν είναι αρκετή να προβλέψει τους συντελεστές που θα διαμορφώσουν τη μουσική του άμεσου μέλλοντος και τις αλλαγές στο σύμπαν της, είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να αναθεωρήσουμε πολλά στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε και την τελευταία λεπτομέρεια γύρω από αυτή, με απώτερο στόχο τη βιωσιμότητα των μουσικών και της τέχνης τους. Πέρα από τους ρυθμιστές των βασικών οικονομικών τύπων της σημερινής αγοράς, ο φίλος της μουσικής, που ουσιαστικά αποτελεί και τον “ψηφοφόρο” κάθε νέας εξέλιξης, οφείλει να βρει, μαζί με όλους τους υπόλοιπους ρυθμιστές της σύνθετης ζωής του, τις σωστές και διορατικές επιλογές.
Άλλωστε, είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς πως “χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος”.