DEAD FEATHERS : “Full Circle”

ALBUM

Νομίζω πως δύσκολα θα αρνηθεί κανείς πως η ευστοχία και η επιτυχία μιας μπάντας που στηρίζεται και αναβιώνει το μουσικό παρελθόν, αποκαλύπτεται από το πόσο νομιμοποιεί την αίσθηση της επιστροφής σε αυτό με δύναμη, πειστικότητα αλλά και αυθεντική δημιουργική έκφραση. Μια παρέα από νέα πρόσωπα που διαλέγει να αυτοαποκαλείται ως “Dead Feathers” μοιάζει πραγματικά πρόθυμη να βουτήξει σε όλα τα ρίσκα αυτής της περιβόητης vintage σκηνής που αρχίζει πια να τρομάζει με το πλήθος των προτάσεων.

Το κουιντέτο μας προέρχεται από το Chicago, και κάπου στο 2016 έδωσε το πρώτο του EP για να ακολουθήσει το 2019 το ντεμπούτο άλμπουμ, με τον τίτλο “All Is Lost”. Με δεδομένες όλες τις πιθανές πρωτόλειες ενστάσεις που μπορεί να εκμαιεύσει κανείς από ένα εναρκτήριο έργο, το άλμπουμ δημιούργησε έναν πολύ υπολογίσιμο θόρυβο γύρω από το όνομα της μπάντας. Εκεί ακριβώς ήρθε μια σειρά από καταπληκτικές ζωντανές εμφανίσεις τους να ταρακουνήσει το αντίστοιχο κοινό και να μεγαλώσει τις αναμονές.

Σήμερα, οι Dead Feathers παρουσιάζουν εμφανώς σημάδια μιας πολύ ενδιαφέρουσας εξέλιξης, και φυσικά το μεγάλο ζητούμενο είναι η ισορροπία ανάμεσα στη λατρεία του παρελθόντος και την επίπλευση του παρόντος.  Εκεί θεωρώ πως στο δεύτερο άλμπουμ τους έχουν τραβήξει κάποια πολύ δυνατά χαρτιά. Απέναντι σε κάθε Procol Harum, Jefferson Airplane, 13th Floor Elevators, υπάρχει η αύρα των Dead Meadows, Black Mountain, Blues Pills, ή ακόμα και των Blood Ceremony. Έτσι, οι τύποι από το Chicago έχουν βρεθεί έξυπνα στο επίκεντρο μιας οικουμενικής λατρείας της νοσταλγίας των 60’s και 70’s με όλα τα σύγχρονα όπλα. Χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό το βαρύ όπλο τους είναι η πληθωρική φωνή της Marissa Welu, που κλέβει εύκολα την παράσταση. Μέσα σε ένα πλήθος αναγωγών που μπορεί να ξεκινούν από τη Joan Baez και να καταλήγουν στην Elin Larsson, η μερίδα του λέοντος πηγαίνει δικαιωματικά στην Grace Slick, της οποίας την αυτάρεσκη άνεση και αποπλάνηση θυμίζει αισθητά.

Είναι εύκολο λοιπόν να φανταστεί κανείς σφαιρικά το χαρμάνι που η μπάντα προσφέρει με βάση το ψυχεδελικό rock που θα αλιεύσει ενισχύσεις από το blues αλλά και το hard rock. Το πρώτο ενδιαφέρον σημάδι που ανακαλύπτει κανείς είναι η έξυπνη συνύπαρξη των δυο κιθαριστών, του Tim Snyder και του Tony Wold. Η συνεργασία τους στο ξεδίπλωμα των συνθέσεων στηρίζεται σε μια μεταμφιεσμένη, μυστικοπαθή σκοπιμότητα που τελικά περιβάλλει και το rhythm section του μπασίστα Rob Rodak και του ντράμερ Joel Castanon. Η τακτική μιας συγκεκριμένης, προσεκτικά σχεδιασμένης διαχείρισης των υπνωτικών ηχητικών χωραφιών τους και η σταδιακή τους εξέλιξη, ουσιαστικά βασίζεται σε εντυπώσεις τζαμαρίσματος που είναι γραμμένα και εντοπισμένα στην τελευταία τους λεπτομέρεια. Κάπως έτσι ισορροπούν όμορφα ανάμεσα στην άναρχη ηχητική ασυδοσία της ψυχεδέλειας και στην προοπτική ενός συγκροτημένου μουσικού έπους που αληθινά μεταφέρει τον ακροατή από τη μια εντύπωση στην άλλη. Η συγκεκριμένη αίσθηση είναι άμεσα ισχυρή στο εναρκτήριο ομότιτλο τραγούδι, μια από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ, αλλά και στα άλλα δυο εκτενέστερα τραγούδια, το “The Swell” και το “Robbery” που μάλλον έχει κλέψει την πλειοψηφία των εντυπώσεων.

Κάπως έτσι οι νοσταλγοί από το Σικάγο βρίσκουν την δεξιότητα να βάλουν τα fuzz και τα reverb τους σε μια σοφή τάξη, να δομήσουν όμορφες διαδρομές και να καλύψουν υπέροχα τη διαδρομή από το παρελθόν ως το σήμερα.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα τα παραπάνω πως δεν υπάρχει συνθετικά αδιάφορη στιγμή αλλά συχνά η τρυφερότητα συμπορεύεται με την ταξιδιάρικη νοσταλγία, μπορεί να αισθανθεί ακόμα και την απειλή πως οι τύποι είναι ικανοί να σε κάνουν να αλλάξεις γκαρνταρόμπα.

Είδος: Psych Rock
Εταιρεία: Ripple Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 22 Σεπτεμβρίου 2023

Facebook: https://www.facebook.com/deadfeathersband/
Bandcamp: https://ripplemusic.bandcamp.com/album/full-circle

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1109 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.