ANNEKE VAN GIERSBERGEN (5/10/2022) Gazarte, Αθήνα

LIVE REPORT

Λύτρωση.

Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να περιγράψει την αντίδραση στο ερέθισμα της φωνάρας της, την κάθε νότα που αγγίζει, την κάθε σιωπή της και την κάθε ανάσα που τυχαία ξεφεύγει από το αγγελικό της πρόσωπο και τυχαία μπορώ να βρίσκομαι στον περιβάλλοντα χώρο για να γίνω μάρτυράς της.

Για να τα πάμε καλά κατά τη διάρκεια του κειμένου, να κάνω ξεκάθαρο ευθής εξαρχής πως η Anneke Van Giersbergen δεν είναι η τραγουδίστρια των The Gathering, των Vuur ή των δεκάδων καλλιτεχνών όπου χάρισε τις νότες της, δεν είναι το ψευδώνυμο Agua De Annique, δεν είναι τα ηλεκτρικά ή ακουστικά ταξίδια της κάτω από όποια επωνυμία. Η Anneke είναι ένα μοναδικό πλάσμα στο χωροχρόνο, με μια φωνή και μια παρουσία απαράμιλλη, μια αγγελική φιγούρα χωρίς ηλικία που στάλθηκε σε αυτό τον τόπο για να κάνει τις ζωές των ανθρώπων πιο όμορφες και πιο αγνές, σαν το χαμόγελό της.

19 χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που την απόλαυσα ζωντανά και το βράδυ της πρώτης Τετάρτης του Οκτωβρίου ήταν ιδανικό για την παρθενική μου βόλτα στο Gazarte, στο Γκάζι. Συνηθισμένος σε πιο rock και metal συναυλιακούς χώρους, είχα περιέργεια για το πως θα ήταν αυτό το Roof Stage του, που θα φιλοξενούσε το ακουστικό set της Θεάς. Πρώτα όμως, έπρεπε να περάσω την (πάντα οδυνηρή) διαδικασία της αναμονής στην ουρά μέχρι τον έλεγχο του εισιτηρίου κατά την είσοδο, η οποία ήταν κομματάκι μακριά λόγω sold out. Ο χρόνος περνάει γρήγορα όμως όταν έχεις την καλύτερη παρέα και ταχύτητα στο ticket check, οπότε δεν ταλαιπωρήθηκα όσο περιμένα.

Ένα τεράστιο roof garden μεγάλης χωρητικότητας με περίμενε με το που ανέβηκα τα σκαλιά του κτιρίου, ένας χώρος που σύντομα συνήθισα στο μάτι αλλά και σαν αίσθηση, θυμίζοντάς μου κάτι τεράστιες αίθουσες για εκδηλώσεις και τραπέζια στα οποία ακολουθούσα τους γονείς μου ως παιδί στα ‘80s. Τραπέζια και καρέκλες παντού, οπότε αντίο ορθοστασία της κανονικής συναυλίας, ώρα να κάνεις διάλειμμα και εγώ να ξεκουράσω το ταλαίπωρο κορμί μου σε ένα μεγάλο τραπέζι που σύντομα γέμισε και με ευγενικότατους αγνώστους, με τους οποίους μοιραστήκαμε τις μουσικές μας γνώσεις, ανησυχίες και λαχτάρες, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αν εξαιρέσω τα αμέτρητα οπίσθια σερβιτόρων, φωτογράφων και λοιπών θαμώνων που έπρεπε να τρώω στην μάπα για λεπτά και που χώριζαν την οπτική μου επαφή με την Anneke από το τραπέζι που μου έλαχε, αισθάνθηκα οικεία στο χώρο και χαλάρωσα αρκετά σύντομα.

Το χρονοδιάγραμμα τηρήθηκε σωστά, με τις πόρτες να έχουν ανοίξει στις 20.30 και ένα support act για το οποίο δεν θυμάμαι να ενημερώθηκα ποτέ μέχρι την ώρα που αντίκρυσα μπροστά μου, την acoustic version των Jaded Star που βρισκόταν επί σκηνής πριν τις 21.30. Η φωνή της Maxi Nil μου είναι γνώριμη από τις On Thorns I Lay εποχές και η παρουσία της ξεσήκωσε μέρος του κόσμου και ζέστανε αρκετά το κλίμα μέχρι την εμφάνιση της Θεάς. Μαζί της, ο Άγγελος Βαφειάδης που ανέλαβε τα πλήκτρα και έφερε εις πέρας άρτια όλες τις piano εκτελέσεις τραγουδιών τους και διασκευών, όπως το “Edge Of Thorns” των Savatage που έκανε μεγάλο μέρος του ακροατηρίου να τραγουδήσει μαζί με την Maxi.

Στις 22.00 και κάτι, η οπτασία που ακούει στο όνομα Anneke Van Giersbergen ανέβηκε στην σκηνή του venue, οπλισμένη με την κιθάρα της αλλά κυρίως, με εκείνο το αφοπλιστικό χαμόγελο που λατρεύω από την εποχή του “Mandylion”, δηλαδή εδώ και 27 χρόνια. Μας είπε και έδειξε πόσο χαρούμενη ήταν που πατούσε και πάλι επί ελληνικού εδάφους μετά από επτά ολόκληρα χρόνια (αααχ, που ήμουν εγώ πριν από επτά χρόνια;). Επικοινωνιακή, αφοπλιστική με την απλότητά της και τον σχεδόν παιδικό, αγνό τρόπο με τον οποίο μοιράζεται τις ιστορίες της, αφηγήθηκε παραστατικότατα για την Αγάπη (“Agape”) με τέλεια ελληνική προφορά, για το αυτοκίνητο που την ενέπνευσε να γράψει το “I Saw A Car”, παίζοντας αυτά και άλλα τόσα τραγούδια από τον τελευταίο της δίσκο “The Darkest Skies Are The Brightest”. Η αλήθεια είναι πως συμπάθησα και εκτίμησα περισσότερο τα τραγούδια αυτού του album με αυτές τις ζωντανές, ακουστικές εκτελέσεις τους – και αυτό πολύ απλά γιατί, όλα γίνονται επί της ουσίας ομορφότερα όταν σου τραγουδάει κατάματα και χαμογελά.

Οι μεγάλες ανατριχίλες όμως, ήρθαν express όταν η Anneke ανέλαβε τα “Saturnine” και “Strange Machines” των The Gathering με τον δικό της, προσωπικό τρόπο, απογυμνωμένο από κάθε ηλεκτρισμό και μεταλλικό ίχνος. Οι τρίχες δεν επέστρεψαν στη θέση τους, όταν η Θεά αναφέρθηκε στην άλλη Θεά, την Καιτούλα μας, την μια και μοναδική Kate Bush και τις διασκευές στα “Running Up That Hill” και “Cloudbusting”. Τέτοιες μαγικές στιγμές, τις λες και φαντασίωση που γίνεται πραγματικότητα.

Οι υπόλοιπες επιλογές της, έδωσαν ένα ευρύ φάσμα στο set: Pink Floyd (“Wish You Were Here”), Ayreon (“Valley Of The Queens”), Foreigner (“I Want To Know What Love Is”), Leonard Cohen (“Hallelujah”), Iron Maiden (“Wasted Years”) και σε μένα τη διάθεση που είχα ανάγκη μια τέτοια βραδιά. Νομίζω είναι άσκοπο να γράψω αν η μικρή μας Ολλανδέζα είπε ωραία ή όχι τα παραπάνω τραγούδια, όταν μιλάμε για τη γυναίκα-ορισμό της ζεστής, φιλικής και ταυτόχρονα μουσικά μαγικής και φωνητικά ασύλληπτης και αλάθανστης εμφάνισης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του set, όπως και στο τέλος, η Anneke προσπαθούσε να κρύψει (μερικές φορές όχι τόσο) την συγκίνησή της από τα χειροκροτήματα και την αγάπη μας προς εκείνη. Ένα encore δεν ήταν αρκετό, θα μπορούσαμε να το κάνουμε όλη νύχτα μέχρι και τα ξημερώματα αυτό, όπως και να γυρνάμε στο Gazarte κάθε μέρα μετά τη δουλειά για να την απολαμβάνουμε ζωντανά, κάθε μέρα για τις επόμενες δεκαετίες.

Όπως είπε και η ίδια, “δεν είναι το φυσιολογικό, το δεδομένο να δίνετε τα χρήματά σας για να αγοράζετε δίσκους και εισιτηρία για να έρχεστε να με βλέπετε, γι’αυτό και το εκτιμώ βαθύτατα από τότε που ξεκίνησε μέχρι και σήμερα το ίδιο…σας ευχαριστώ.”

Και όμως, Anneke. Αυτό είναι το ΜΟΝΟ φυσιολογικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε.

Εγώ…εμείς ευχαριστούμε. Μέχρι την επόμενη φορά.

Φωτογραφίες: Δώρα Μυστικού

Avatar photo
About Σπύρος Χονδρογιάννης 59 Articles
Γεννημένος στην Αθήνα την χρονιά που οι Rush κυκλοφόρησαν δύο albums, αλλά και που ο Alice Cooper μας καλωσόρισε στον εφιάλτη του, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να λατρέψει τους Sabbath του Dio και του Tony Martin, τους Fates Warning και τους Sanctuary, τους Candlemass και τους Crimson Glory. 15 χρόνια μετά, τον συνεπήρε η ποίηση των The Mission, Fields Of The Nephilim, And Also The Trees και Nosferatu, ενώ ο απόλυτος συνδυασμός μελωδίας και μαυρίλας του συστήθηκε με φρέσκους, τότε, ήχους των Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema, Elend και Katatonia. Ολοκληρώθηκε μόλις ανακάλυψε την μαγεία του David Bowie, του Scott Walker, του Neil Hannon και του Jarvis Cocker αλλά και του J-Rock/Visual Kei πολύχρωμου κόσμου πριν πατήσει τα πρώτα -άντα του. ‘Οταν δεν ασχολείται με τα εξαναγκαστικά βιοποριστικά που ποσώς τον ενδιαφέρουν, κρατάει τα drum sticks του και νιώθει λίγο σαν τους ήρωες του, Neil Peart και Mark Zonder, ενώ ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος του είναι και πάλι μουσική, μουσική, μουσική - και κινηματογράφος, καθώς τον σπούδασε, όπως και videogaming, γιατί το ιδανικό μέρος να ζει κανείς είναι ξεκάθαρα το Silent Hill, όλοι το ξέρουν αυτό.