Ο John Peter Petrucci γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1967 στο Kings Park της Νέας Υόρκης σε μια Ιταλοαμερικανική οικογένεια. Έπιασε την κιθάρα σε ηλικία περίπου οκτώ ετών, επειδή άφηναν τη μεγαλύτερη αδερφή του να κοιμάται αργότερα για να εξασκείται στο όργανο. Γρήγορα όμως αποφάσισε να σταματήσει την κιθάρα όταν οι προσπάθειές του να μείνει ξύπνιος μέχρι αργά ήταν ανεπιτυχείς. Έπιασε ξανά την κιθάρα σε ηλικία 12 ετών.
Ο Petrucci έχει πει ότι υποσχέθηκε στο εαυτό του να εξασκείται στην κιθάρα έξι ώρες την ημέρα όταν ανακάλυψε ότι ήταν το πάθος του. Οι πρώτες του επιρροές ήταν μπάντες όπως οι Led Zeppelin, Black Sabbath, AC/DC και αργότερα ανέπτυξε ενδιαφέρον για το progressive rock και το heavy metal, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους Rush, Yes, Iron Maiden, Dixie Dregs και Metallica.
Τελικά, ο παιδικός του φίλος και μελλοντικός κημπορντίστας των Dream Theater, Kevin Moore κάλεσε τον Petrucci να συμμετάσχει σε μια μπάντα διασκευών που είχε. Ο Petrucci παρακολούθησε το Berklee College of Music στη Βοστώνη με τον παιδικό φίλο John Myung (μπάσο), όπου συνάντησαν τον μελλοντικό σύντροφο του συγκροτήματος Mike Portnoy (τύμπανα). Ενώ βρίσκονταν στο Berklee έκαναν συχνά διασκευές σε δύο από τις μεγαλύτερες επιρροές τους, τους Iron Maiden και τους Rush. Αυτοί οι τρεις, εκτός από τον Kevin Moore, σχημάτισαν το συγκρότημα Majesty. Επειδή υπήρχε ήδη ένα άλλο συγκρότημα με το ίδιο όνομα, το συγκρότημα αργότερα μετονομάστηκε σε Dream Theater.
Ενώ ο Petrucci σχεδόν ταυτίζεται με τους Dream Theater, είναι επίσης στο συγκρότημα Liquid Tension Experiment και έχει εμφανιστεί ως καλεσμένος σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, όπως το άλμπουμ “Age of Impact” από τους Explorer’s Club. Έχει επίσης κυκλοφορήσει δύο σόλο άλμπουμ, τα “Suspended Animation” (2005) και “Terminal Velocity” (2020).
Αποτελεί αναμφισβήτητα μια εμβληματική και ανυπολόγιστα επιδραστική μορφή τόσο στο χώρο του progressive metal, όσο και σε πολύ ευρύτερο μουσικό πεδίο.
1986– Το “Eternal Devastation” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του γερμανικού thrash metal συγκροτήματος Destruction, το οποίο κυκλοφόρησε από την Steamhammer. Έδειξε ότι το συγκρότημα, ενώ εξακολουθούσε να έχει τις ρίζες του σε ύφος επηρεασμένο από το black metal, όπως στο “Sentence of Death” EP και στο “Infernal Overkill”, είχε ξεκινήσει να κινείται προς την κατεύθυνση ενός πιο σύγχρονου στυλ thrash metal. Αυτό είναι το τελευταίο στούντιο άλμπουμ στο οποίο συμμετείχε ο ντράμερ Thomas “Tommy” Sandmann, ο οποίος έφυγε από το συγκρότημα αργότερα την ίδια χρονιά, και αντικαταστάθηκε από τον Oliver “Olli” Kaiser.
1994– Το “Tales from the Thousand Lakes” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του doom metal συγκροτήματος Amorphis. Είναι ένα concept άλμπουμ, και οι στίχοι βασίζονται στο εθνικό έπος της Φινλανδίας, Kalevala. Ενώ εξακολουθεί να είναι κυρίως death metal, το άλμπουμ δείχνει μεγαλύτερη επιρροή από το χώρο του doom metal συγκριτικά με το ντεμπούτο του συγκροτήματος, μαζί με πιο μελωδικά, heavy metal riff και στοιχεία progressive rock και παραδοσιακής φινλανδικής folk μουσικής. Το άλμπουμ έφερε επίσης συνθεσάιζερ και καθαρά φωνητικά στον ήχο του συγκροτήματος, αν και τα τελευταία μόνο αποσπασματικά.
Αυτή είναι η πρώτη κυκλοφορία των Amorphis με κανονικό κημπορντίστα, τον Kasper Mårtenson, καθώς όλες οι προηγούμενες κυκλοφορίες του συγκροτήματος είχαν τον ντράμερ του συγκροτήματος, Jan Rechberger, να παίζει αυτό τον ρόλο. Με τον Mårtenson στο συγκρότημα, ήταν η πρώτη φορά που η αρχική σύνθεση του συγκροτήματος άλλαξε έχοντας ένα επιπλέον μέλος.
Το άλμπουμ ήταν μια σημαντική κυκλοφορία με μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη του μελωδικού death metal και του folk metal.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το “The Last Temptation”, που είναι το δέκατο τρίτο σόλο στούντιο άλμπουμ του θρύλου Alice Cooper, από την Epic Records. Επικεντρώνεται σε ένα αγόρι που ονομάζεται Steven (επίσης το όνομα του πρωταγωνιστή στο προηγούμενο άλμπουμ του Cooper, “Welcome to My Nightmare”), και έναν μυστηριώδη showman. Ο σόουμαν, με φαινομενικά υπερφυσικές ικανότητες, επιχειρεί με τη χρήση παραλλαγμένων εκδοχών θεατρικών έργων να πείσει τον Steven να συμμετάσχει στην παράσταση του, “The Theatre of the Real – The Grand-est Guignol!”, όπου “δεν θα μεγαλώσει ποτέ”.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει για άλλη μια φορά συνεργασίες με μερικούς ξεχωριστούς καλεσμένους: ο Chris Cornell των Soundgarden συμμετείχε στη σύνθεση και τραγουδά σε δύο τραγούδια, ο Dan Wexler των Phoenix metallers Icon πήρε μέρος σε τέσσερα τραγούδια συμπεριλαμβανομένου του single “Lost in America” όπου παίζει επίσης κιθάρα , και ο Derek Sherinian των Dream Theater παίζει πλήκτρα.
2011– Το “If Not Now, When?” είναι το έβδομο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος Incubus, που πήρε το όνομά του από το μυθιστόρημα του Primo Levi. Περιγράφεται από τον κιθαρίστα Michael Einziger ως “ένα πολύ απλό, συνοπτικό άλμπουμ”, και ηχογραφήθηκε στον απόηχο μιας εκτεταμένης παύσης ενώ η παραγωγή έγινε από τον συνήθη ύποπτο Brendan O’Brien. Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει τον καλλιτέχνη Philippe Petit.