DREAM THEATER: “Images and Words”

ALBUM TRIBUTE

“Είναι σαν να βάζεις τον Billy Joel να τραγουδήσει στους Queensrÿche”. Αυτή η φράση του ντράμερ Mike Portnoy σφράγισε την οριστική αποχώρηση του τραγουδιστή Charlie Dominici από τους Dream Theater. Ο ίδιος ένιωσε σχεδόν ανακουφισμένος, περισσότερο για δυο συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος ήταν πως τα φωνητικά ήταν έξω από το δικό του φάσμα και ένιωθε σχεδόν σκλάβος να είναι υποχρεωμένος να τραγουδά με αυτό τον τρόπο. Ο δεύτερος ήταν η κόπωση των αδιεξόδων της ενασχόλησης με τη μουσική για αρκετά χρόνια, μια σημαντική διαφορά και απόσταση από την αντιμετώπιση των υπόλοιπων νεαρών πρώην συμπαικτών του. Όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι Dream Theater δήλωσαν πως απέλυσαν τον τραγουδιστή τους, και ο Dominici πως απέλυσε το υπόλοιπο συγκρότημα.

Ακολούθησε ένας μαραθώνιος ακροάσεων που κράτησε ενάμισι χρόνο, με περίπου 200 τραγουδιστές να διεκδικούν τη θέση. Οι πέντε εκλεκτοί της τελικής φάσης επιλογής ήταν οι  John Hendricks, Steve Stone, John Arch (ο σπουδαίος αρχικός τραγουδιστής των Fates Warning), Chris Cintron, και ο εκλεκτός νικητής James LaBrie, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν μέλος του καναδικού glam metal συγκροτήματος Winter Rose. Ένα 45λεπτο jam που περιελάμβανε μια διασκευή του “Lovin’, Touchin’, Squeezin”’ των Journey είδε τους Dream Theater να ανακουφίζονται και να βρίσκουν τον άνθρωπο που τους ταιριάζει. Με τον LaBrie νέο τραγουδιστή, το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο επτά άλμπουμ με την Atco Records και λίγο αργότερα, άρχισαν να ηχογραφούν το νέο τους άλμπουμ στα τέλη του 1991.

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα Bear Tracks Studios, στο Suffern της Νέας Υόρκης. Η παραγωγή του άλμπουμ ήταν ιδιαίτερα επεισοδιακή και χαρακτηρίστηκε από έντονες συγκρούσεις του συγκροτήματος με τον παραγωγό David Prater, πρώην ντράμερ των Santana.  Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, ο Prater κλείδωσε το συγκρότημα έξω από το στούντιο, κατηγόρησε εσκεμμένα τον Moore πως έπαιζε λάθος τα θέματά του, ενώ ανάγκασε τον ντράμερ Mike Portnoy να χρησιμοποιήσει ηλεκτρονικά samples στα τύμπανα όπως στο άλμπουμ “Hold Your Fire” των FireHouse το 1992, την παραγωγή του οποίου είχε κάνει ο ίδιος. Το αποτέλεσμα ήταν ένας άθλιος ήχος στο snare, που αδικεί το συνολικό αποτέλεσμα. Ο Prater δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το σόλο στο “Surrounded” σαν ένα κακό σόλο των Van Halen. Τέλος, έμεινε χωρίς επιβεβαίωση η φήμη ότι επέμεινε να γδυθεί εντελώς και να σβήσει όλα τα φώτα του στούντιο καθώς μιξάριζε την επική έναρξη του άλμπουμ, “Pull Me Under”.

 

Το αρχικό τους πλάνο ήταν να κυκλοφορήσουν έναν διπλό δίσκο, κάτι που απέρριψε κατηγορηματικά η εταιρεία, και αυτός ήταν ο λόγος που το αριστουργηματικό “A Change of Seasons” δεν συμπεριλήφθηκε στο setlist, και κυκλοφόρησε αργότερα στο ομότιτλο ΕΡ. Την πρώτη κιόλας μέρα των ηχογραφήσεων, ο Derek Oliver, ο πρώην δημοσιογράφος που υπέγραψε το γκρουπ με την δισκογραφική εταιρεία, επισκέφθηκε το στούντιο για να πει ότι η Atco δεν θα τους επέτρεπε να ηχογραφήσουν ένα από τα πιο δυνατά κομμάτια που προορίζονταν για τον δίσκο. Αντλώντας έμπνευση από το πένθος του θανάτου της μητέρας του, ο Portnoy είχε γράψει τους στίχους της 22λεπτης σουίτας “A Change Of Seasons”, και πήρε τα νέα πολύ άσχημα, καθώς οι ηχογραφήσεις άρχισαν με τον χειρότερο τρόπο.  Υπήρχε από την πρώτη στιγμή μια βαθιά παρεξήγηση της δισκογραφικής εταιρείας για το τι ήταν οι Dream Theater. Από την αρχή, τους είχαν πει ότι αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν δεν είχε “καμία σχέση με τη σημερινή μουσική”. Όμως φυσικά αυτό ήταν ακριβώς όλο το νόημα!

 

Με τη Mechanic/MCA να έχει ήδη εκτοπίσει το σχήμα μια φορά από τις τάξεις της μετά τη συνολική αδιαφορία της μουσικής βιομηχανίας για το “When Dream and Day Unite”, και τη συναυλιακή τους δράση να έχει περιοριστεί σε μικρά clubs της Νέας Υόρκης, ήξεραν πως ίσως να έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Κυνηγώντας λοιπόν την τελειότητα σε κάθε επίπεδο, η ηχογράφηση του άλμπουμ ανέδειξε έναν LaBrie της προ τροφικής δηλητηρίασης περιόδου, με πολλές σπουδαίες στιγμές και μια προσφορά ευρύτερων δυνατοτήτων στην ίδια τη μουσική που έγραφε το συγκρότημα. Ξέχωρα από τη χροιά του, που αποτελεί ένα καθαρά υποκειμενικό θέμα, η δουλειά του είναι εξαιρετική τεχνικά και ταυτόχρονα πολύ συναισθηματική. Μαζί με την πολυτέλεια ενός φανερά καλύτερου (ή αν προτιμά κανείς ευρύτερου) τραγουδιστή, ήρθε και το απρόσμενο δώρο της επιτυχίας του “Pull me Under”, που σκαρφάλωσε στο νούμερο 10 των rock charts το 1992. Καθόλου άσχημα για ένα επιθετικό τραγούδι με αναφορές στον Άμλετ του Σαίξπηρ. Ο αντίκτυπος αυτής της απρόσμενης εξέλιξης ξεδιπλώθηκε με τη μορφή ευχής και κατάρας γι’ αυτούς, καθώς έχοντας εμφανώς την πρόθεση να γράψουν ασυμβίβαστη, πολύπλοκη μουσική, βρέθηκαν να έχουν απέναντί τους τη δισκογραφική, που είδε απρόσμενο φως και απαίτησε περισσότερο.

Η μεθοδικότητα της αντιμετώπισης μιας καθοριστικής δεύτερης ευκαιρίας δεν τους εμπόδισε να ανοίξουν παράλληλα το εύρος των επιδράσεων που είχαν, κάτι που φάνηκε στους πολλούς διαφορετικούς διαδρόμους του άλμπουμ. Δεν είναι περίεργη λοιπόν η απαστράπτουσα smooth jazz παρουσία του σαξοφωνίστα Jay Beckenstein στο μελωδικό “Another Day”, ούτε οι δυναμικές funk rock παρεμβάσεις στο απαιτητικό “Take the Time”, που συνόδευαν τις απογοητευμένες τους διαπιστώσεις από τη μουσική βιομηχανία. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο να υπάρχει στιχουργική συμμετοχή από όλα τα μέλη της μπάντας.

 Με έναν καταπληκτικό Petrucci που διέσχισε με ζηλευτή αρμονία και ομοιογένεια όλη τη μεγάλη διαδρομή  μεταξύ των ρυθμικών του Hetfield και των leads του Lifeson, η μπάντα πλαισιώνει τους σκελετούς με μια επάρκεια και αυθάδεια που έχει δυο όψεις: από τη μια την πάνοπλη ικανότητα των βιρτουόζων, και από την άλλη την εγκεφαλική δράση μουσικών που αφήνουν τα τολμηρά τους οράματα να τιθασεύσουν τις εμπνεύσεις τους. Όλοι μαζί γνωρίζουν υποδειγματικά να γεμίζουν και να αδειάζουν τις ηχητικές τους περιγραφές σε συναρπαστικές διαδρομές που σπρώχνουν τη λειτουργική δράση των ρυθμών μαζί με την αντίστοιχη πνευματική σημασία του περιεχομένου. Ακόμα και οι περισσότερο ποιητικοί και συχνά ελαφρώς ασαφείς στίχοι του Petrucci, μοιάζει να τυλίγουν με απόλυτη εφαρμογή όλα όσα συναρπαστικά συμβαίνουν στα τραγούδια.

Μετά από τόσα χρόνια, δεν είναι περίεργη όλη αυτή η σχεδόν μυθική υπόσταση που έχει αποκτήσει ο δίσκος, όχι μόνο για τον πολυάριθμο στρατό των φίλων τους. Μέσα στο βαθύ του οπλοστάσιο περιμένουν εγχειρήματα που φαντάζουν ακόμα ανίκητα, έστω και αν κάποιες μορφές αντανάκλασης ζωντάνεψαν στη μελλοντική τους διαδρομή. Το κτήνος του “Metropolis – Pt. I: The Miracle and the Sleeper”, εξακολουθεί να δοκιμάζει τα όρια των συντονισμών, και να εκτρέπει την ιστορία του σε μια ηθελημένα δύστροπη έκφραση, σαν το βάναυσο τσάκισμα της αθωότητας. Μια αρκετά δημοφιλής θεωρία μεταξύ των φίλων τους, υποστηρίζει πως οι στίχοι συνδέονται με την ίδρυση της Ρώμης από τα δυο αδέρφια, τον Ρωμύλο και τον Ρέμο.

 Το πολύπλευρο βιωματικό μονοπάτι του “Learning to Live” μοιάζει να απλώνει ασταμάτητα νέες πολύτιμες κάρτες στο τραπέζι, με έναν πλούτο ερεθισμάτων που συνοδεύει την προσωπική πίστη και τη διεκδίκηση των πιο τολμηρών ονείρων, παράλληλα με τις αναφορές στη μάστιγα του AIDS.  Ίσως η δυσκολότερη απόπειρα απόδοσης δικαιοσύνης παραμονεύει στα 2:40 λεπτά, όταν το λυρικό χνούδι του “Wait for Sleep” σε αφήνει με το γλυκό μούδιασμα της σύντομης συνάντησης με κάτι σπάνιο και πολύτιμο, ακριβώς όπως οφείλει ο πρόδρομος του “Learning to Live”.  Σε αυτή την ντελικάτη περιγραφή μιας ύπαρξης που ανακαλεί το χαμένο συναίσθημα, την απώλεια, και ψάχνει την προσωπική ανάταση, κρύβεται και ο τίτλος του δίσκου: where images and words are running deep”.

Χωρίς να αγνοήσω στιγμή την πειθαρχημένη ποιητική τελειότητα του “Under a Glass Moon”, από την πρώτη στιγμή για κάποιον αμφίσημο λόγο, έπεσα στην πελώρια παγίδα του “Surrounded”, ίσως το πρώτο υπολογίσιμο εγχείρημα της μπάντας να ακουμπήσει τον βράχο του progressive rock. Στα πεντέμισι λεπτά του, η αφηγηματική τους φλέβα μοιάζει να σκεπάζει με ακρίβεια αυτή τη βιωματική εξομολόγηση. Κάθε μικρή, ίσως και απλή λεπτομέρεια υπερτονίζει μια μετάβαση στην εξέλιξη της σύντομης ιστορίας του, και μια ελιτίστικη AOR κρούστα που απλώνεται στον κορμό του τραγουδιού προσδίνει έναν εθιστικό δεσμό μαζί του. Ακούγονται για πρώτη φορά σε μια εκπληκτική χειραφέτηση της δεδομένης τους δεινότητας, και μια λυρική ανάδειξη της ψυχής τους. Κάποια στιγμή αφιερώθηκε στον Arthur Ashe, έναν τενίστα που πέθανε από AIDS. Όσο και αν η τελευταία επίκληση στις γραμμές του αναφέρει για συνήθειες που απέμειναν να κοπούν, το “Surrounded” θα παραμείνει μια αιώνια “ένοχη” απόλαυση ακόμα και για τους σκληροπυρηνικούς τεχνοκράτες φίλους τους. Βέβαια, η μαγική χρυσόσκονη, που απλώνεται αισθητά σε όλα τα κεφάλαια του δίσκου έχει ονοματεπώνυμο: ο πολυτάλαντος Kevin Moore, με ένα ευαίσθητο περισκόπιο και μια θάλασσα ερεθισμάτων, βρήκε τους ήχους και τις γραμμές που έκαναν τον δίσκο πλουσιότερο και πιο ανθεκτικό.

Επιμένοντας σε σημειολογικές λεπτομέρειες, το “Take the Time” περιλαμβάνει samples από τα τραγούδια “Christmas Rappin'” του Kurtis Blow (“Hold it now”), “Dancin’ Fool” του Frank Zappa (“Wait a minute”) και “Power to the People” των Public Enemy (“Come on”). Υπάρχει επίσης ένα απόσπασμα από την ταινία “Cinema Paradiso” του Giuseppe Tornatore: “Ora che ho persono la vista, ci vedo di più” (“τώρα που έχασα την όρασή μου, βλέπω περισσότερα”), το οποίο παραφράστηκε στο τραγούδι από τον LaBrie: “I can see much clearer now, I’m blind”.

Η μίξη έγινε χωρίς την παρουσία της μπάντας, ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 7 Ιουλίου 1992, και άλλαξε καθοριστικά τον χάρτη του progressive metal. Ήταν, πέρα από την παραμικρή αμφισβήτηση, το έργο που καθιέρωσε τον χαρακτήρα και το ύφος των Dream Theater, και θεωρείται δικαιολογημένα η αιτία για μια καταιγίδα κλώνων που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια. Οι ίδιοι κέρδισαν το προσωπικό τους στοίχημα με έναν πραγματικό θρίαμβο, και προς τιμήν τους, υπηρετώντας το πνεύμα της εξέλιξης και της εκφραστικής αναζήτησης, δεν αποπειράθηκαν να το αντιγράψουν. Μια θέση στην περιοδεία του “Fear of the Dark” των Iron Maiden, τους πρόσφερε επιτέλους την απόλαυση μιας ευρύτερης απήχησης.

Πέρα από τη διαχρονική σημασία που έχει κάθε μουσική βίβλος του χώρου, αποτέλεσε μια συντριπτική διάψευση όλων των εκτιμήσεων, των αναστολών και των προβλέψεων για τους ψυχρούς εκτιμητές της μουσικής βιομηχανίας.

Το Release Athens 2025 υποδέχεται τους Dream Theater, την Τετάρτη 23 Ιουλίου, στην Πλατεία Νερού. Με το κλασικό lineup να δίνει το παρών, μετά τη μεγάλη επιστροφή του Mike Portnoy, οι τεράστιοι Αμερικανοί γιορτάζουν 40 χρόνια δημιουργικής διαδρομής.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1320 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.